Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

Η πατρίδα και η γλώσσα

Έχει γίνει πολλή συζήτηση, ενίοτε δε τεταμένη και σε υψηλούς τόνους (και όχι μόνο το τελευταίο ταραχώδες διάστημα), για το τι σημαίνει ελληνικότητα, ποια είναι ή θα πρέπει να είναι η θέση και η σχέση της Ελλάδας με την Ευρώπη και τι εν τέλει είναι ο πατριωτισμός και ιδιαίτερα στις μέρες μας.

Του Σταμάτης Κυρζόπουλου

Υποθέτω ότι και σήμερα, ανήμερα της εθνικής επετείου, θα λεχθούν και θα γραφούν πολλά, τα περισσότερα εκ των οποίων φοβάμαι (και υπό το κράτος ενδεχόμενων ακροτήτων στις παρελάσεις), ότι θα είναι δογματικές υπερβολές και επικολυρικές υστερίες.

Ούτως ή άλλως η ιστορία σπάνια προσεγγίζεται με ψυχραιμία στη χώρα μας και συχνά επιδιώκεται η διέγερση του θυμικού και του συναισθήματος με στόχο την πολιτική χειραγώγηση ή την απλή ψηφοθηρία. Επειδή σε γενικές γραμμές η αντίληψη μου για την ελληνικότητα δεν περιλαμβάνει «γραμμές αίματος», DNA και αυτής της κατεύθυνσης ανάγνωση της ιστορίας και συνοψίζεται μάλλον στην (αποδιδόμενη στον Ισοκράτη, αν και υπάρχουν επ’αυτού και αμφισβητήσεις ) ρήση :

«Ελληνες είναι οι μετερχόμενοι της ελληνικής παιδείας» και βασικότερο συνεκτικό του ελληνισμού γνώρισμα θεωρώ τη γλώσσα, έκρινα σκόπιμο, σήμερα, 25 Μαρτίου 2012, να αναδημοσιεύσω ένα, έως πρόσφατα ανέκδοτο, κείμενο του Οδυσσέα Ελύτη, που παρουσιάσθηκε με αφορμή την ολοκλήρωση του εορτασμού των 100 χρόνων από τη γέννηση του από το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Πρόκειται για ομιλία του στους Έλληνες μετανάστες στη Στοκχόλμη τον Νοέμβριο του1979, μετά την τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ της Σουηδικής Ακαδημίας για το έργο του.

Η ομιλία μεταφέρεται αυτούσια με την επισήμανση του Ελύτη «ότι η γλώσσα είναι ένας φορέας ήθους που, αν δεν τον υπακούσεις, θα τιμωρηθείς».

Ομιλία του Οδυσσέα Ελύτη προς τους Έλληνες μετανάστες της Σουηδίας, Νοέμβριος 1979

«Αγαπητοί φίλοι, περίμενα πρώτα να τελειώσουν οι επίσημες γιορτές που προβλέπει η "Εβδομάδα Νόμπελ" και ύστερα να 'ρθω σ' επαφή μαζί σας. Το έκανα γιατί ήθελα να νιώθω ξένιαστος και ξεκούραστος.

Ξεκούραστος βέβαια δεν είμαι. Χρειάστηκε να βάλω τα δυνατά μου για να τα βγάλω πέρα με τις απαιτήσεις της δημοσιότητας, τις συνεντεύξεις και τις τηλεοράσεις. Αλλά ένιωθα κάθε στιγμή ότι δεν εκπροσωπούσα το ταπεινό μου άτομο αλλά ολόκληρη τη χώρα μου. Κι έπρεπε να την βγάλω ασπροπρόσωπη. Δεν ξέρω αν το κατάφερα. Δεν είμαι καμωμένος για τέτοια. Για τιμές και για δόξες.

Τη ζωή μου την πέρασα κλεισμένος μέσα σε 50 τετραγωνικά (μέτρα), παλεύοντας με τη γλώσσα. Επειδή αυτό είναι στο βάθος ή ποίηση: μια πάλη συνεχής με τη γλώσσα. Τη γλώσσα την ελληνική που είναι η πιο παλιά και η πιο πλούσια γλώσσα του κόσμου.

Ό,τι και να πει ένας ποιητής, μικρό ή μεγάλο, σημαντικό ή ασήμαντο, δεν φέρνει αποτέλεσμα, θέλω να πω δεν γίνεται ποίηση αν δεν περάσει από την κρησάρα της γλώσσας, αν δεν φτάσει στην όσο γίνεται πιο τέλεια έκφραση. Ακόμα και οι πιο μεγάλες ιδέες, οι πιο ευγενικές, οι πιο επαναστατικές, παραμένουν σκέτα άρθρα εάν δεν καταφέρει ο τεχνίτης να ταιριάσει σωστά τα λόγια του.

Μόνον τότε μπορεί ένας στίχος να φτάσει στα χείλια των πολλών, να γίνει κτήμα τους. Μόνον τότε μπορεί να 'ρθει και ο συνθέτης να βάλει μουσική, να γίνουν οι στίχοι τραγούδι. Και για ένα τραγούδι ζούμε, στο βάθος, όλοι μας. Το τραγούδι που λέει τους καημούς και τους πόθους του καθενός μας. Πόσο είναι αλήθεια ότι το μεγαλείο και η ταπεινοσύνη πάνε μαζί, ταιριάζουν.

Ταπεινά εργάστηκα σ΄ όλη μου τη ζωή. Και η μόνη ανταμοιβή που γνώρισα πριν από τη σημερινή, ήταν ν' ακούσω τους συμπατριώτες μου να με τραγουδούν. Να τραγουδούν το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ που μου χρειάστηκε τεσσάρων χρόνων μοναξιά και αδιάπτωτη προσπάθεια, για να το τελειώσω. Δεν το λέω για να περηφανευτώ. Δεν έρχομαι σήμερα για να σας κάνω τον σπουδαίο. Κανείς δεν είναι σπουδαίος από εμάς. Από εμάς, άλλος κάνει τη δουλειά του σωστά κι άλλος δεν την κάνει. Αυτό είναι όλο. Όμως θέλω να μάθετε, όπως το έμαθα κι εγώ στα 68 μου χρόνια: μόνον αν κάνεις σωστά τη δουλειά σου, ο κόπος δεν θα πάει χαμένος.

Ξέρω, μαντεύω, ότι πολλοί από εσάς περίμεναν άλλα πράγματα από εμένα. Τους ζητώ συγγνώμη που δεν θα τους ικανοποιήσω. Αν είχα το ταλέντο του ομιλητή, του δάσκαλου, του ηγέτη, θα είχα ίσως αφιερωθεί στην πολιτική. Τώρα δεν είμαι παρά ένας γραφιάς που πιστεύει σε ορισμένα πράγματα. Κι αυτά τα πράγματα θέλει να τα γνωρίσει και στους άλλους, να τα βγάλει από μέσα του, να τα κάνει έργο.

Εμένα μου έλαχε ν' αγαπήσω τον τόπο μου όπως τον αγαπάτε κι εσείς. Να τι είναι που μας ενώνει απόψε όλους εδώ πέρα. Η αγάπη μας για την Ελλάδα. Βέβαια, υπάρχουν πολλοί τρόποι ν' αγαπά ένας λαός τη χώρα του. Αλλά για τον ποιητή, πιστεύω, υπάρχει μόνον ένας: ν' ανήκει σ' ολόκληρο το λαό του. Πάνω από τις διαιρέσεις και τις διχόνοιες, ο ποιητής να στέκει και ν' αγαπά όλον τον λαό του, ν' ανήκει, το ξαναλέω, σ' όλο τον λαό του. Δεν γίνεται αλλιώς. Η πατρίδα είναι μία. Ο καθένας στον τομέα του ας έρθει και ας κάνει κάτι, όπως αυτός το νομίζει καλύτερα.

Όμως ο πνευματικός άνθρωπος βλέπει το σύνολο. Θέλω να πιστεύω πως ίσως κι ο ξενιτεμένος, το ίδιο. Για εμάς η Ελλάδα είναι αυτές οι στεριές οι καμένες στον ήλιο κι αυτά τα γαλάζια πέλαγα με τους αφρούς των κυμάτων. Είναι οι μελαχρινές ή καστανόξανθες κοπέλες, είναι τ' άσπρα σπιτάκια τ' ασβεστωμένα και τα ταβερνάκια και τα τραγούδια τις νύχτες με το φεγγάρι πλάι στην ακροθαλασσιά ή κάτω από κάποιο πλατάνι.

Είναι οι πατεράδες μας κι οι παππούδες μας με το τουφέκι στο χέρι, αυτοί που λευτερώσανε την πατρίδα μας και πιο πίσω, πιο παλιά, όλοι μας οι πρόγονοι που κι αυτοί ένα μονάχα είχανε στο νου τους -όπως κι εμείς σήμερα: τον αγώνα για τη λευτεριά.

Είπε ένας Γάλλος ποιητής, ο Ρεμπώ, πως η πράξη για τον ποιητή είναι ο λόγος του. Κι είχε δίκιο. Αυτό έκανε ο Σολωμός, που για να γράψει το αθάνατο ποίημα του "'Ελεύθεροι Πολιορκημένοι", έσωσε και παράδωσε στη φυλετική μας μνήμη το Μεσολόγγι και τους αγώνες του. Αυτό έκαναν ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Σεφέρης. Στα φτωχά μου μέτρα το ίδιο πάσχισα να κάνω κι εγώ. Πάσχισα να κλείσω μέσα στην ψυχή μου, την ψυχή όλου του ελληνικού λαού. Να δω πόσο μοιάζανε όλοι οι αγώνες του, από την αρχαία εποχή ίσαμε σήμερα, για το δίκιο και για τη λευτεριά.

Κι αυτό θα κάνω όσα χρόνια μου δώσει ο Θεός να ζήσω. Αυτή είναι η πράξη μου. Και το γεγονός ότι έφτασαν να την αναγνωρίσουν οι ξένοι, είναι μια νίκη. Όχι δική μου νίκη. Δική σας. Γι' αυτό σας ευχαριστώ. Κι αν μου το συγχωρείτε να σας δώσω μια γνώμη -ακούστε την: όσο καλά κι αν ζείτε σ' αυτή τη φιλόξενη, την ευγενική χώρα, όσο κι αν νιώθετε καλά και στεριώνετε, και κάνετε οικογένεια - μην ξεχνάτε την πατρίδα μας, και προ παντός, τη γλώσσα μας. Πρέπει να 'σαστε περήφανοι, να' μαστε όλοι περήφανοι, εμείς και τα παιδιά μας για τη γλώσσα μας.

Είμαστε οι μόνοι σ' ολόκληρη την Ευρώπη που έχουμε το προνόμιο να λέμε τον ουρανό "ουρανό" και τη θάλασσα "θάλασσα" όπως την έλεγαν ο Όμηρος και ο Πλάτωνας πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Δεν είναι λίγο αυτό. Η γλώσσα δεν είναι μόνον ένα μέσον επικοινωνίας. Κουβαλάει την ψυχή του λαού μας κι όλη του την ιστορία και όλη του την ευγένεια. Χαίρομαι κι αυτή τη στιγμή που σας μιλάω σ' αυτή τη γλώσσα και σας χαιρετώ, σας αποχαιρετώ μάλλον, αφού η στιγμή έφτασε να φύγω.

Όμως ένα κομμάτι της ψυχής μου σας το αφήνω μαζί μ' ένα μεγάλο ευχαριστώ που με ακούσατε. Μακάρι να μπορούσε να σας μείνει, να το κρατήσετε, σαν ένα μικρό φυλαχτό από την πατρίδα».

Και ένα μικρό απόσπασμα από την ομιλία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Πνύκα (7/10/1838) προς τους νέους του Α’ Γυμνασίου Αθηνών:

«Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία».

Υ.Γ. Ευχαριστώ τον, εκ των δασκάλων μου, καθηγητή Ευστ. Ηλιοδρομίτη, που μου απέστειλε το ανωτέρω κείμενο του Ελύτη.

*Ο Σταμάτης Κυρζόπουλος είναι ιατρός καρδιολόγος, στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργιικό Κέντρο και το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο προσωπικό του blog.

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

Ταφικός τύμβος Μικρής Δοξιπάρας-Ζώνης


Η έρευνα στον ταφικό τύμβο της Μικρής Δοξιπάρας-Ζώνης άρχισε το 2002 από τη ΙΘ΄Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Θράκης, περιφερειακή υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, με υπεύθυνους αρχαιολόγους τον Διαμαντή Τριαντάφυλλο, Διευθυντή τότε της Εφορείας και τη Δόμνα Τερζοπούλου. Μέχρι σήμερα οι εργασίες χρηματοδοτούνται εξολοκλήρου από το Υπουργείο Πολιτισμού.


Η ανασκαφή είχε σωστικό χαρακτήρα. Στο παρελθόν είχαν προηγηθεί πολλές προσπάθειες καταστροφής του τύμβου και σύλησης των ταφών. Η ένταξη της ανασκαφής στο πρόγραμμα σωστικών ανασκαφών ταφικών τύμβων του βόρειου Έβρου, αποφασίστηκε το 1998, όταν μετά από υπόδειξη του Θανάση Δερμεντζή, κατοίκου της Μικρής Δοξιπάρας, επισκεφτήκαμε την περιοχή του τύμβου και διαπιστώσαμε την ύπαρξη πολλών παράνομων ορυγμάτων στην επιφάνειά του. Τα πολυάριθμα θραύσματα επεξεργασμένου μαρμάρου και λατύπης που βρίσκονταν διάσπαρτα στην περιφέρεια του τύμβου, μας οδήγησαν στην αρχική υπόθεση ότι ο τύμβος κάλυπτε κτιστό τάφο ή σαρκοφάγο. Η υπόθεση αυτή δεν επιβεβαιώθηκε. Σήμερα πιστεύουμε ότι στην κορυφή του τύμβου υπήρχε κτιστό ταφικό μνημείο που έχει καταστραφεί ολοσχερώς ή ότι το μνημείο προϋπήρχε στη θέση που αργότερα κάλυψε ο τύμβος ή σε κάποια γειτονική θέση.


Το 1999 έγινε το τοπογραφικό διάγραμμα του τύμβου και το 2000 πραγματοποιήθηκε γεωφυσική διασκόπηση με γεωραντάρ από το Εργαστήριο Γεωφυσικής-Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης και Αρχαιοπεριβάλλοντος του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών της Κρήτης με επικεφαλής τον Δρ. Απόστολο Σαρρή.


Η ανασκαφή άρχισε στις 9 Σεπτεμβρίου του 2002. Λίγες μέρες αργότερα αποκαλύφθηκαν οι τροχοί της πρώτης άμαξας. Τετράτροχες άμαξες θαμμένες μόνες ή μαζί με τα άλογά τους έχουν βρεθεί σε πολλές χώρες της Ευρώπης και της Ασίας, στην Ελλάδα όμως ήρθαν για πρώτη φορά στο φως στον τύμβο της Μικρής Δοξιπάρας-Ζώνης. Η καλή διατήρηση των αμαξών και των σκελετών των αλόγων και η ύπαρξη αποτυπωμάτων των ξύλων σε δύο από τις άμαξες μας προσέφερε μια μοναδική, ιδιαίτερα ζωντανή ανασκαφική εικόνα, την οποία προσπαθήσαμε να διατηρήσουμε με κάθε μέσο που είχαμε στη διάθεσή μας.


Η ανασκαφή συνεχίστηκε, κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, καθόλη τη διάρκεια του 2003 και σταδιακά ήρθαν στο φως οι υπόλοιπες τέσσερις άμαξες, οι ταφές πέντε αλόγων και οι τέσσερις μεγάλοι λάκκοι που περιείχαν τα υπολείμματα της καύσης των νεκρών και πολυάριθμα αντικείμενα που είχαν τοποθετηθεί από τους συγγενείς για να συνοδεύουν τους νεκρούς στη μετά θάνατον ζωή τους. Για την προστασία των αμαξών, των ταφών των αλόγων και των καύσεων από τις καιρικές συνθήκες κατασκευάστηκαν ελαφρά στέγαστρα, κάτω από τα οποία ολοκληρώθηκε η επίπονη διαδικασία καθαρισμού και αποκάλυψής τους. Η ανασκαφική έρευνα ολοκληρώθηκε το 2004. Σήμερα έχει αφαιρεθεί ολόκληρη η επίχωση του τύμβου. Οι άμαξες και οι σκελετοί των αλόγων βρίσκονται ακόμη στο έδαφος, ενώ τα αντικείμενα έχουν απομακρυνθεί από τα ορύγματα των καύσεων. Η συντήρηση των αμαξών και των κινητών ευρημάτων από τις καύσεις βρίσκεται σε εξέλιξη. Στο χώρο της ανασκαφής έχει δημιουργηθεί πλήρως εξοπλισμένο εργαστήριο συντήρησης.


Τα πρώτα αποτελέσματα των ερευνών μας δημοσιοποιήθηκαν το Φεβρουάριο του 2003 στη Θεσσαλονίκη, κατά τη διάρκεια της ετήσιας συνάντησης για το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη, προκαλώντας μεγάλη αίσθηση τόσο στην αρχαιολογική κοινότητα όσο και στο ευρύτερο κοινό.


Παράλληλα με την αναλυτική καταγραφή των αντικειμένων σε ειδικά ευρετήρια, δημιουργήθηκε ηλεκτρονικό πρόγραμμα-βάση δεδομένων με το όνομα Ιππαρχία (το όνομα μιας φιλοσόφου από τη Μαρώνεια), για να καταγραφούν ηλεκτρονικά όλα τα ευρήματα κατά θέσεις εύρεσης με παραπομπές σε ημερολόγια και φωτογραφίες. Στην ίδια βάση καταγράφονται επίσης όλα τα στάδια της συντήρησης των ευρημάτων.




Οι καύσεις των νεκρών

Στην περιοχή του τύμβου αποκαλύφθηκαν τα υπολείμματα των καύσεων τεσσάρων ατόμων, τριών ανδρών και μιας γυναίκας, που πέθαναν διαδοχικά. Όλες οι καύσεις πραγματοποιήθηκαν μέσα σε λάκκους, όπου είχαν συσσωρευθεί τα απαραίτητα για την αποτέφρωση του σώματος ξύλα. Μετά την ολοκλήρωση της καύσης, οι συγγενείς τοποθέτησαν μέσα στους λάκκους τα κτερίσματα, τα απαραίτητα δηλαδή δώρα των ζώντων προς τους νεκρούς, που θα τους συνόδευαν στη μετά θάνατον ζωή τους. Εκτός από τα απανθρακωμένα οστά των νεκρών και τα ξύλα, στις καύσεις εντοπίστηκαν πολλά οργανικά υλικά, όπως υπολείμματα δέρματος και υφάσματος, κομμάτια σχοινιού και φιτιλιού, απανθρακωμένα καρύδια και κουκουνάρια. Με την ανθρωπολογική εξέταση των οστών διαπιστώθηκε ότι οι καύσεις Β' και Γ' ανήκουν σε άνδρες μέσης ηλικίας. Οι καύσεις Α' και Δ' με βάση μόνο τα ευρήματα ανήκουν σε νεαρή γυναίκα και άνδρα αντίστοιχα.


Ταφές Αλόγων και Αμαξών


Οι πέντε άμαξες αποτελούν το πιο εντυπωσιακό εύρημα της ανασκαφής. Μαζί με τα υποζύγιά τους έχουν εναποτεθεί σε ρηχούς λάκκους, ανοιγμένους στο φυσικό έδαφος. Κάθε άμαξα είναι λίγο διαφορετική από τις άλλες τόσο στη διακόσμηση όσο και στα τεχνικά χαρακτηριστικά. Σε όλες διατηρούνται οι άξονες, τα σιδερένια στεφάνια των τροχών (επίσωτρα), τα συμπαγή σιδερένια περιαξόνια καθώς και τα υπόλοιπα λειτουργικά και διακοσμητικά στοιχεία. Σε δύο από αυτές διατηρούνται ίχνη και αποτυπώματα των ξύλων. Οι άμαξες χωρίζονται σε δύο ομάδες. Στην πρώτη ομάδα, που βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του τύμβου, πολύ κοντά στην ταφή- καύση Β΄, ανήκουν οι δύο άμαξες (άμαξες Β΄και Γ΄). Δίπλα τους βρέθηκε και η ταφή δύο αλόγων (ταφή αλόγων Α').

Οι τρεις άμαξες της δεύτερης ομάδας (άμαξες Α', Δ', Ε΄) βρίσκονται στη νοτιοανατολική πλευρά του τύμβου και η διάταξή τους ακολουθεί την περιφέρειά του. Οι άμαξες στην ομάδα αυτή δεν παρουσιάζουν την κανονική τους μορφή, καθώς τα άλογα έχουν λυθεί από τους ζυγούς, ενώ οι τροχοί και οι άξονες έχουν αποσυνδεθεί. Υπολείμματα ή ίχνη ξύλου δεν διατηρούνται καθόλου, τα μεταλλικά αντικείμενα όμως όπως και οι σκελετοί των αλόγων σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση. Ανάμεσα στις άμαξες Α' και Δ' βρέθηκε ταφή τριών αλόγων. Πολύ κοντά στην ομάδα αυτή των αμαξών εντοπίστηκε η ταφή- καύση Δ'.

Οι άμαξες που βρέθηκαν στη Μικρή Δοξιπάρα–Ζώνη ήταν τα οχήματα με τα οποία μεταφέρθηκαν οι νεκροί στο χώρο ταφής. Αν και ο ρόλος της άμαξας στην ταφική τελετουργία του αρχαίου κόσμου μας είναι γνωστός τόσο από τις πηγές όσο και από την εικονογραφία, Η ανασκαφή στη Μικρή Δοξιπάρα-Ζώνη προσέφερε για πρώτη φορά στον ελληνικό χώρο ένα τόσο ολοκληρωμένο σύνολο τετράτροχων αμαξών. Η πρακτική της ταφής αμαξών και αλόγων μαζί με τους νεκρούς απαντά σε πολλές περιοχές του αρχαίου κόσμου, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία. Τα άρματα, οι άμαξες και τα άλογα στις περιπτώσεις αυτές λειτουργούν ως σύμβολα κύρους και πλούτου των ιδιοκτητών τους. Στην Ελλάδα μέχρι σήμερα είχαν βρεθεί μεμονωμένα εξαρτήματα αμαξών μέσα σε τάφους.



Το άλογο, ένα ζώο δυνατό και περήφανο, αποτέλεσε από τη στιγμή που εξημερώθηκε, σταθερό σύντροφο του ανθρώπου στον πόλεμο, στις μετακινήσεις, στις αγροτικές εργασίες, στο κυνήγι και στα ιππικά αγωνίσματα. Τα φυσικά χαρίσματα του αλόγου και η πρακτική βοήθεια που πρόσφερε στους ανθρώπους, του εξασφάλισαν μια σταθερή θέση στη μυθολογία, τη θρησκεία και την τέχνη του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Οι Ρωμαίοι ειδικότερα ανέπτυξαν σε μεγάλο βαθμό την ιπποφορβία, επειδή είχαν να αντιμετωπίσουν αυξημένες ανάγκες στο στρατό και στις μετακινήσεις και επειδή αγαπούσαν ιδιαίτερα τα ιππικά αγωνίσματα. Ταφές αλόγων έχουν βρεθεί σε πολλές περιοχές του ελληνορωμαϊκού κόσμου.

Τα μεγάλα, λευκότερα από το χιόνι, άλογα του μυθικού βασιλιά της Θράκης Ρήσου, μας είναι γνωστά από τον Όμηρο (Ιλ. Κ 437), ενώ αναφορές σ’αυτά γίνονται και από μεταγενέστερους συγγραφείς. Ιπποπόλους ονομάζει ο Όμηρος τους Θράκες (Ιλ. Ν 4, Ξ 227) ενώ ο Σοφοκλής (αποσπ.523) και ο Ευριπίδης (Εκάβη 428) τους χαρακτηρίζουν ωςφιλίππους. Στην ιπποτρόφο άλλωστε, σύμφωνα με τον Ησίοδο Θράκη (Έργα και Ημέραι, 507), ακόμη και σήμερα ζουν ελεύθερα άλογα. Εδώ γεννήθηκαν οι φοράδες του βασιλιά των Βιστόνων Διομήδη που κατασπάραξαν το σύντροφο του Ηρακλή, Άβδηρο (Πινδ.παιάνες 2, 1 κ.ε). Ο ίππος απεικονίστηκε σε νομίσματα των ελληνικών πόλεων των παραλίων της Θράκης, αλλά και στα νομίσματα των Θρακών δυναστών. Άλογο συνόδευε και τον ήρωα-ιππέα, έναν από τους πιο αγαπητούς θεούς της ρωμαϊκής περιόδου για την περιοχή της Θράκης. Είναι γνωστό εξάλλου ότι η Θράκη τροφοδοτούσε το ρωμαϊκό στρατό, τόσο με ιππείς όσο και με άλογα.

Η συνήθεια ταφής των αλόγων δίπλα στους ιδιοκτήτες τους, έχει διαπιστωθεί δύο ακόμη φορές σε ανασκαφές ταφικών τύμβων της αυτοκρατορικής περιόδου στην περιοχή του βόρειου Έβρου


Περιοχές προσφορών - εναγισμοί - εστίες


Σε διάφορα σημεία του τύμβου βρέθηκαν περιοχές με υπολείμματα προσφορών προς τους νεκρούς. Στα σημεία αυτά εντοπίστηκαν στάχτες, οστά ζώων και σπασμένα πήλινα αγγεία. Στην αρχαιότητα, μετά την ταφή, οι συγγενείς συνήθιζαν να προσφέρουν προς τους νεκρούς υγρές προσφορές (νερό, κρασί, γάλα, μέλι) ή τροφές σε τελετές που γίνονταν κοντά στους τάφους. Τα αγγεία με τις προσφορές αυτές συνήθως τα έσπαζαν. Συχνά τα έριχναν στη φωτιά που είχε καθαρτήριες δυνάμεις. Δύο παραλληλεπίπεδες κατασκευές από πήλινες πλίνθους βρέθηκαν στο ανατολικό τμήμα του τύμβου. Επάνω τους υπήρχαν στάχτες και δεκάδες σπασμένα μικρά πήλινα αγγεία. Οι κατασκευές αυτές λειτουργούσαν ως επιτάφιοι βωμοί για τις προσφορές προς τιμήν των νεκρών. Κοντά στις δύο αυτές κατασκευές βρέθηκαν δύο μεγάλοι λάκκοι εστίες γεμάτοι με στάχτες.



για περισσότερες πληροφορίες ανατρέξτε στον ιστότοπο

Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Οι Βάραγγοι φρουροί της αυτοκρατορίας

                                 H Βαραγγική Φρουρά στο Χρονικό του Ι. Σκυλίτζη
Οι Βάραγγοι είναι αρχαίος σκανδιναβικός λαός, ο οποίος έπαιξε ρόλο στην ιστορία της Ρωσίας και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο ρόλος των Βαράγγων στη ρωσική ιστορία υπήρξε τόσο κομβικός, που ακόμα και το όνομα "Ρωσία" είναι βαραγγικό και όχι σλαβικό. Ασχολούνταν κυρίως με τον πόλεμο (ως μισθοφόροι), την πειρατεία και το εμπόριο.
Αρχικά ο χαρακτήρας των Βαράγγων ήταν πολεμικός, όπως των Βίκινγκ συγγενών τους. Κατοικούσαν στα εδάφη της σημερινής Δανίας και Σουηδίας, χωρίς να αναπτύξουν αξιόλογο πολιτισμό. Στο ιστορικό προσκήνιο εμφανίζονται κατά τα μέσα του 8ου αιώνα μ.Χ., όταν άρχισαν να μετακινούνται προς τα ανατολικά και τα νοτιοανατολικά ιδρύοντας τις δικές τους πόλεις πάνω στις εμπορικές οδούς του Δνείπερου και του Βόλγα.


Οι Βάραγγοι Ρως

Σύμφωνα με τη Νορμανιστική θεωρία οι Ρως ήταν ένα από τα πολλά βαραγγικά φύλα, όμως κατά την περίοδο της εγκατάστασής τους στην ανατολική Ευρώπη κυριάρχησαν επί των ομοφύλων τους σε τέτοιο βαθμό που οι δύο ονομασίες έγιναν πρακτικά ταυτόσημες (Χαγανάτο των Ρως). Ακολούθως απέκτησαν τον έλεγχο μιας τεράστιας περιοχής που εκτεινόταν από το Φινλανδικό Κόλπο έως το Μέσο Δνείπερο (Β-Ν) και από τα Καρπάθια μέχρι το Βόλγα (Δ-Α), εγκαθιδρύοντας το Κράτος των Ρως με πρωτεύουσα το Κίεβο (γι' αυτό και συχνά συναντάται η ονομασία Ηγεμονία του Κιέβου).
Σύμφωνα με το Πρώτο Χρονικό,την πρώτη γραπτή ρωσική ιστορία όπου όμως είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ αλήθειας και μύθου, οι Βάραγγοι ήταν σκληροί πολεμιστές, που το έτος 6367 (859 μΧ) εισέπραξαν φόρο υποτέλειας από τα φιννικά και σλαβικά φύλα της σημερινής βορειοδυτικής Ρωσίας. Το 862 οι υποτελείς εξεγέρθηκαν και τους εξεδίωξαν, αλλά αμέσως μετά άρχισαν να πολεμούν μεταξύ τους! Τότε κάλεσαν το βασιλιά Ρούρικ και τους αδελφούς του Τρούβορ και Σινέα, αρχηγούς της βαραγγικής φυλής Ρως - τους προσέφεραν γη και ύδωρ, υπό τον όρο ότι θα έπαιζαν το ρόλο του επιδιαιτητή στις διαφορές τους και θα διασφάλιζαν την ειρήνη. Οι Ρως δέχθηκαν την πρόταση, και δημιούργησαν τους πρώτους οικισμούς τους στη Λάντογκα και στην περιοχή γύρω από το Νόβγκοροντ.
Οι ιστορικοί αμφισβητούν την ύπαρξη του Ρούρικ και την ακρίβεια των παραπάνω ημερομηνιών, ιδιαίτερα αν συγκριθούν με αυτές των εγκυρότερων βυζαντινών πηγών (βλ. παρακάτω) και των Μπερτινιανών Χρονικών - ειδικά στα τελευταία μαρτυράται η συνάντηση κάποιων Βίκινγκ που ονομάζονταν Ρως και κατοικούσαν ανατολικά της Βαλτικής με το φράγκο Λουδοβίκο Α' το 839, είκοσι δηλαδή χρόνια πριν την άφιξή τους κατά το Πρώτο Χρονικό. Η επιστημονική έρευνα κατατείνει στο ότι η εγκατάσταση των Βαράγγων στα σλαβικά εδάφη έγινε σταδιακά μεταξύ 8ου και 9ου αιώνα με προγεφύρωμα το Χαγανάτο που εκτεινόταν στη σημερινή ΒΔ Ρωσία, δηλ. έναν αιώνα νωρίτερα απ' ό,τι αναφέρει το Πρώτο Χρονικό. Η πλήρης κυριαρχία τους και η ίδρυση του Κράτους των Ρως, που ήταν αποτέλεσμα της στρατιωτικής υπεροχής και της ηγεμονίας τους στο εμπόριο, τοποθετείται στα τέλη του 9ου αιώνα. Στο νέο κράτος η στρατιωτική και διοικητική αριστοκρατία ήταν βαραγγική και αποκαλούνταν Ρουρικίδες, δηλ. παιδιά του Ρούρικ, ενώ η σύνθεση του απλού λαού κυρίως σλαβική.

Αφού σταθεροποίησαν την ηγεμονία τους, οι Ρως προσπάθησαν να μιμηθούν τους πλουσιότερους και πιο ανεπτυγμένους νότιους γείτονές τους, τους βυζαντινούς: εισήγαγαν το χριστιανισμό (μαζί με το γάμο του Βλαδιμήρου του Κιέβου με τη βυζαντινή πριγκίπισσα Άννα) και είχαν μόνιμες οικονομικές και πολιτιστικές επαφές με την Πόλη. Γρήγορα όμως, οι Βάραγγοι αφομοιώθηκαν στο πολιτισμικό επίπεδο από το πληθυσμιακά υπέρτερο σλαβικό στοιχείο. Αν και παρέμειναν η άρχουσα τάξη του κράτους, η εθνική τους συνείδηση σταδιακά έγινε σλαβική. Η γλώσσα τους εξαφανίσθηκε το 13ο αιώνα.

Αντίθετη με τα παραπάνω είναι η αντινορμανιστική θεωρία, η οποία πρωτοδιατυπώθηκε το 19ο αι. κυρίως από Σλάβους ιστορικούς. Σύμφωνα με αυτήν, οι Ρως ήταν σλαβικό φύλο και οι Βάραγγοι απλοί μισθοφόροι. Δέχεται ότι κάποιοι από τους Βαράγγους ανέλαβαν ανώτερα αξιώματα λόγω της ικανότητάς τους στον πόλεμο, αλλά τίποτα πέραν τούτου. Γενικά πάντως η ιστοριογραφία καταγράφει την άποψή τους ως λανθασμένη και συνδεδεμένη με τον πανσλαβισμό, κυρίαρχη ιδεολογία στο σλαβικό κόσμο κατά το 19ο αιώνα.



Οι Βάραγγοι στο Βυζάντιο

Βαράγγιος φρουρός
Λεπτομέρεια από την Νέα Μονή Χίου
Πριν ακόμα κυριεύσουν την περιοχή που σήμερα ονομάζεται Ρωσία, οι Βάραγγοι είχαν αναπτύξει εμπορικές σχέσεις με τους βυζαντινούς, οι οποίοι τους ονόμαζαν επίσης Αβαρυάγους. Το 839 ο αυτοκράτορας Θεόφιλος στρατολογεί κάποιους ως μισθοφόρους, και από τότε ξεκινά μια σχέση αγάπης και μίσους. Άλλοτε υπηρετούσαν ως μισθοφόροι, άλλοτε επέδραμαν ως εχθροί. Μεταξύ 860 και 1043 έχουν καταγραφεί 7 εκστρατείες των Ρως εναντίον της Κωνσταντινούπολης - καμία από αυτές δεν ήταν νικηφόρα αφού οι βυζαντινοί υπερτερούσαν στρατιωτικά, τόσο σε στρατό όσο και εξοπλισμό, ιδιαίτερα με το υγρό πυρ. Εμμέσως όμως οι Ρως αποκόμιζαν κάποια οφέλη από την επαναδιαπραγμάτευση των εμπορικών συμφωνιών που συνόδευαν τις συνθήκες ειρήνης.

Το 949 Βάραγγοι μισθοφόροι υπηρετούν στο στρατό του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, στην εκστρατεία του κατά της Κρήτης.
Συμπεριλαμβάνονται επίσης στις δυνάμεις που πολέμησαν εναντίον των Αράβων στη Συρίατο 955. Μετά από αυτόν τον πόλεμο αναβαθμίζονται σε μέλη της επίλεκτης Αυτοκρατορικής Φρουράς.

Το 988 ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β' (Βουλγαροκτόνος) ζήτησε βοήθεια από το Βάραγγο ηγεμόνα Βλαδίμηρο για να υπερασπισθεί το θρόνο του από το σφετεριστή Βάρδα Φωκά. Ο Βλαδίμηρος έστειλε ένα σώμα 6.000 ανδρών και σαν αντάλλαγμα έλαβε την Άννα, αδελφή του αυτοκράτορα - άλλη μία σύζυγος, ανάμεσα σε δεκάδες συζύγους και οκτακόσιες παλλακίδες. Το εκστρατευτικό σώμα αποβιβάσθηκε στη Χρυσούπολη και συνέτριψε τα στρατεύματα των στασιαστών. Κατά τη διάρκεια της μάχης ο Φωκάς υπέστη εγκεφαλικό στη θέα των Βαράγγων πολεμιστών, πέθανε επί τόπου και ο στρατός του τράπηκε σε φυγή. Σύμφωνα με αφηγήσεις της εποχής ήταν απίστευτη η αγριότητα των Βαράγγων, οι οποίοι καταδίωκαν τους πολεμιστές του Φωκά και διασκέδαζαν κόβοντάς τους κομματάκια.
Η δυσπιστία του Βασιλείου προς τους ντόπιους στρατιώτες, οι δεσμοί που δημιούργησε με το Κίεβο (και επιβεβαιώθηκαν με τον εκχριστιανισμό των Ρως) αλλά και η αποδεδειγμένη αξιοπιστία των Βαράγγων μισθοφόρων, οδήγησε τον αυτοκράτορα στη δημιουργία ειδικού τάγματος σωματοφυλάκων που αποκλήθηκε Τάγμα των Βαραγγίων και Βαραγγική Φρουρά. Με το πέρασμα των χρόνων, οι επόμενοι αυτοκράτορες στρατολογούσαν νέους μισθοφόρους και από άλλους βίκινγκ λαούς - Νορβηγοί, Σουηδοί, Δανοί. Σε αυτούς προστέθηκαν καιΑγγλοσάξονες πρόσφυγες, μετά τη νορμανδική εισβολή στην Αγγλία. Σε αντίθεση με τους βυζαντινούς στρατιώτες, που ήταν συνήθως επιρρεπείς σε πραξικοπήματα βάσει προσωπικών φιλοδοξιών των στρατηγών, η Βαραγγική Φρουρά είχε το χαρακτηριστικό της απόλυτης πίστης στο θρόνο και όχι στα πρόσωπα. Κύριο όπλο της ήταν το μακρύ τσεκούρι, αλλά ήταν καλή και στη χρήση του σπαθιού και του τόξου.

Ίσως οι αναφορές στη μέχρι θανάτου πίστη της Βαραγγικής Φρουράς στο θρόνο να είναι υπερβολικές. Έχει καταγραφεί μέχρι και συμμετοχή της σε πραξικόπημα το 1071, όταν ο Ρωμανός Διογένης ηττήθηκε από τονΤουρκμένο σουλτάνο Αλπ Αρσλάν στο Μαντζικέρτ. Επικεφαλής της κίνησης ήταν ο θετός γιος του αυτοκράτορα Ιωάννης Δούκας. Αυτός χώρισε τους Βαράγγους σε δύο τμήματα - ένα πήγε στο παλάτι και ανακήρυξε νέο αυτοκράτορα το Μιχαήλ Ζ' Δούκα (Παραπινάκη), και το άλλο συνέλαβε την Ευδοκία, σύζυγο του Ρωμανού.
Πέρα από την προστασία του αυτοκράτορα σε καιρό ειρήνης, η Φρουρά συμμετείχε ενεργά ως επίλεκτο σώμα και στους πολέμους. Ήταν παρόντες στη μάχη της Βέρροιας υπό τον Ιωάννη Β' Κομνηνό, ενώ κατά την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204) ήταν το μόνο τμήμα του στρατού που κατάφερε να νικήσει τους Φράγκους στη ζώνη ευθύνης του.

Παραλειπόμενα

Οι πολεμικές μέθοδοι αλλά και οι καθημερινές συνήθειες των μελών της Βαραγγικής Φρουράς είχαν γίνει πολλές φορές αντικείμενο σαρκασμού. Ο απλός λαός τους αποκαλούσε πελεκοφόρους βαρβάρους και βασιλικές κρασοσακούλες για τη ροπή που έδειχναν προς το αλκοόλ. Αυτό έφερε πολλές φορές τον αυτοκράτορα σε δύσκολη θέση, ακόμα και μπροστά σε ξένους ηγεμόνες που επισκέπτονταν την Κωνσταντινούπολη - χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Δανού βασιλιά Ερρίκου, που το 1103 ζήτησε από τον αυτοκράτορα να τους επιβάλει ένα πιο σοβαρό τρόπο συμπεριφοράς!
Το πιο διάσημο μέλος της Βαραγγικής Φρουράς υπήρξε ο Χάραλντ Σίγκουρντσον. Γεννημένος στη Νορβηγία το 1015 και φυγάς μετά το πραξικόπημα κατά του πατέρα του, κατέφυγε αρχικά στους Ρως μέχρι που στα είκοσί του στρατολογήθηκε από τους βυζαντινούς. Αργότερα επέστρεψε στη Νορβηγία, όπου το 1046 ανακηρύχθηκε βασιλιάς ως Χάραλντ Γ'. Το 1066 εισέβαλε στην Αγγλία, αλλά η εκστρατεία απέτυχε και ο ίδιος σκοτώθηκε στη μάχη της Στάμφορντ Μπριτζ. Για τις μεθόδους του ο Χάραλντ έμεινε στην ιστορία με το προσωνύμιο Hardråde, δηλ. αδίστακτος.
Άλλο επιφανές μέλος της φρουράς ήταν ο Έντγκαρ Έθελινγκ (ο Παράνομος, επίσης ο χαμένος βασιλιάς) στα τέλη του 11ου αι. Γεννήθηκε το 1051 στο Κίεβο ή τη Βουδαπέστη και στην εφηβεία του ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Αγγλίας, αλλά ουδέποτε φόρεσε το στέμμα (από ένα παιχνίδι της τύχης, εάν αναγνωριζόταν πραγματικά ως βασιλιάς της Αγγλίας, θα ήταν αντίπαλος του προαναφερθέντος Χάραλντ Σίγκουρντσον όταν ο τελευταίος εισέβαλε στην Αγγλία). Μετά από αποτυχημένες προσπάθειες να προκαλέσει εμφύλιο πόλεμο για να πάρει το θρόνο, ο Έντγκαρ κατέφυγε στο Βυζάντιο. Κατά την Α' Σταυροφορία, με εντολή του αυτοκράτορα Αλέξιου, συγκρότησε ένα ναυτικό σώμα ανεφοδιασμού των σταυροφόρων που πολιορκούσαν την Αντιόχεια. Αργότερα επέστρεψε στην Αγγλία, όπου έλαβε χάρη και πέθανε ξεχασμένος στα 75 χρόνια του.

πηγή http://el.wikipedia.org/

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Ζαρίφειος Παιδαγωγική Ακαδημία

 Η Ζαρίφειος Παιδαγωγική Ακαδημία με το νεοκλασικό της κτίριο, καλύπτει την δυτική πλευρά του πάρκου Εθνικής Ανεξαρτησίας. Για περισσότερο από μισό αιώνα (1923-1947), ήταν το μοναδικό ανώτερο πνευματικό ίδρυμα σε όλη τη Δυτική Θράκη. Με το προσωπικό και τους σπουδαστές της ασκούσε την πολιτιστική της επίδραση στην πόλη της Αλεξανδρούπολης και έβγαλε χιλιάδες δασκάλους που σκόρπισαν τα φώτα της μάθησης σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα. Ευεργετήθηκε από δωρεές της οικογένειας του εθνικού ευεργέτη Ζαρίφη και πήρε το όνομά τους.

Το νεοκλασικό κτίριο χτίστηκε το 1923 και έως το 1934 λειτουργούσε ως Διδασκαλείο. Πρώτος Διευθυντής του Διδασκαλείου ήταν ο μεγάλος δάσκαλος και παιδαγωγός Θεόδωρος Κάστανος Το 1934 καταργήθηκαν τα Διδασκαλεία Δημοτικής Εκπαιδεύσεως και ιδρύθηκαν οι Παιδαγωγικές Ακαδημίες, με διετή κύκλο μεταγυμνασιακών σπουδών, που αρχικά θα ήταν έξι σε όλη την Ελλάδα. Στο χώρο της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης Ακαδημία διεκδικούσαν αρκετές πόλεις.

Το Μάιο του 1934 ο Γυμνασιάρχης Ιωάννης Τέντες συναντήθηκε με τον καθηγητή του Διδασκαλείου Χαράλαμπο Καμπάνταη καί συνέταξαν υπόμνημα στο όποιο ανέπτυξαν όλα τα θετικά στοιχεία πού προσφέρει ή Αλεξανδρούπολη ως πνευματικό κέντρο. Ύστερα από συνεννόηση με τον τότε Δήμαρχο κ. Αλτιναλμάζη, ανατέθηκε στον κ. Καμπάνταη να μεταβεί στην Αθήνα, για να επιδώσει τα υπομνήματα στον Υπουργό Παιδείας, τους βουλευτές και τον εγγονό του εθνικού ευεργέτη Γεώργιο Ζαρίφη, πού είχε κινήσει αγωγή κατά του δημοσίου για αποζημίωση, λόγω της παράληψης του κράτους να εκπληρώσει τους όρους της συμβάσεως πού είχε συνάψει με τον παππού του, μετά την πυρπόληση του Ζαρίφειου Διδασκαλείου της Φιλιππουπόλεως από τους Βουλγάρους το 1906. Η αγωγή αυτή δεν είχε καρποφορήσει και ήταν μια ευκαιρία, για μια εκτόνωση της δοκιμασίας πού υπέστησαν οι εγγονοί του Ζαρίφη, να συνδεθεί το όνομα του Ζαρίφη με την Παιδαγωγική Ακαδημία Αλεξανδρουπόλεως. Όπως αναμένονταν, ο Γ. Ζαρίφης έπαιξε αποφασιστικό ρόλο για την υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού.

Το Υπουργείο δέχτηκε το αίτημα και έγινε η σχετική συμφωνία με την οικογένεια Ζαρίφη (λέγεται ότι η οικογένεια Ζαρίφη παραιτήθηκε από τυχόν διεκδικήσεις της απέναντι στην Ελληνική Κυβέρνηση για τη μη εκτέλεση των όρων της Διαθήκης Ζαρίφη). Έτσι ονομάστηκε «Ζαρίφειος» η Ακαδημία Αλεξανδρουπόλεως.

Μετά την απόφαση για ίδρυση της Παιδαγωγικής Ακαδημίας στην Αλεξανδρούπολη, ο κ. Καμπάνταης προσκάλεσε τον κ. Ζαρίφη να επισκεφθεί την Παιδαγωγική Ακαδημία Αλεξανδρουπόλεως. Ο κ. Ζαρίφης αποδέχτηκε την πρόσκληση και η επίσκεψη πραγματοποιήθηκε μετά ένα χρόνο, οπότε ο κ. Ζαρίφης πρόσφερε στην Ακαδημία μια σειρά από πνευστά όργανα, ένα πιάνο με ουρά και το σημαντικό για την εποχή εκείνη ποσό των 10.000 δρχ. για αγορά επίπλων.

Στη μεγάλη αίθουσα τελετών της Παιδαγωγικής Ακαδημίας δόθηκε δεξίωση, παρουσία των αρχών, των εκπαιδευτικών και πολλών τοπικών παραγόντων, όπου με τις προσφωνήσεις, τους χορούς, τα τραγούδια και τις άλλες εκδηλώσεις, η δεξίωση προσέλαβε διαστάσεις εθνικής γιορτής, που κατασυγκίνησε τον άνδρα, ο οποίος, με σκληρό αγώνα, χάρισε στην πόλη μας την Ακαδημία. Ο Δήμος Αλεξανδρούπολης, εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του, έδωσε το όνομα του ευεργέτου Ζαρίφη στο δρόμο πού περνάει μπροστά από την Ακαδημία.

Η Ζαρίφειος Παιδαγωγική Ακαδημία λειτούργησε μέχρι το 1968, όταν καταργήθηκαν οι Παιδαγωγικές Ακαδημίες και δημιουργήθηκαν οι Πανεπιστημιακές Παιδαγωγικές Σχολές.
Η μορφή του Γεωργίου Ζαρίφη σε μαρμάρινη προτομή, έργο του γλύπτη Περαντινού, βρίσκεται στον κήπο του κτιρίου που τώρα στεγάζει τα πρότυπα δημοτικά σχολεία του Παιδαγωγικού Τμήματος του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.

Τέμενος Μεχμέτ Α


Στην κεντρική πλατεία του Διδυμοτείχου, στη βάση του λόφου, όπου εντοπίζεται το βυζαντινό Διδυμότειχο, υψώνεται το λεγόμενο τζαμί Βαγιαζήτ, ένα από τα πιο μεγαλόπρεπα οθωμανικά τεμένη στον ελλαδικό χώρο. Ιδρυμένο πάνω στο δρόμο που οδηγούσε στην κύρια πύλη του κάστρου αποτέλεσε το κέντρο βάρους της οθωμανικής πόλης που αναπτύχθηκε έξω από αυτό. Σύμφωνα με παραδόσεις που ανάγονται στην εποχή του Τούρκου περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή (16ος αι.), η ανέγερση του άρχισε από τον Σουλτάνο Βαγιαζήτ τον Γιλντιρίμ (Κεραυνό), αλλά δεν ολοκληρώθηκε λόγω των προβλημάτων που η επέλαση των Μογγόλων στη Μικρά Ασία δημιούργησε στα εσωτερικά του κράτους του. Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή που υπάρχει πάνω από την κεντρική είσοδο, την ανέγερση του τεμένους παρήγγειλε ο σουλτάνος Μεχμέτ, γιος του Βαγιαζήτ. Το τέμενος εγκαινιάστηκε το Μάρτιο του 1420. Δεύτερη επιγραφή πάνω από την πλάγια είσοδο μας πληροφορεί ότι την ανοικοδόμηση ανέλαβε ο Kadi του Διδυμοτείχου Seyyid Ali, έκτισε ο Dogan bin Abdullah και μηχανικός ήταν ο Ivaz bin Bayezid. Είναι επομένως κτίσμα του Μεχμέτ Α΄ (1413-1421). Αυτό το χρονικό πλαίσιο δίνει και η δενδροχρονολόγηση (1418). 
Πρόκειται για ένα τετράπλευρο κτίριο με πάχος περιμετρικών τοίχων περί τα 2,50 μ. Τέσσερις ογκώδεις πεσσοί διαμορφώνουν στον εσωτερικό χώρο ένα κεντρικό τετράπλευρο και τέσσερις επιμήκεις χώρους γύρω από αυτό. Δυο σειρές παραθύρων, μια στο ύψος του δαπέδου και μια ψηλότερα, εξασφαλίζουν το φωτισμό του αχανούς χώρου. Η κύρια είσοδος ανοίγεται στη νότια πλευρά. Πλαισιώνεται από ένα εντυπωσιακό πυλώνα που διακόπτει τον στιβαρό και αδιάρθρωτο όγκο της εξωτερικής όψης. Οι πλευρικές είσοδοι ανοίγονται από μια στην ανατολική και δυτική πλευρά. Στη νοτιοανατολική γωνία, ενσωματωμένος στο περίγραμμα του κτιρίου, αλλά με δική του εξωτερική είσοδο, υψώνεται ο κομψός και πανύψηλος μιναρές. Αρχικά είχε έναν εξώστη. Το 1913, όταν οι Τούρκοι ανακατέλαβαν το Διδυμότειχο ξανάκτισαν το ανώτερο τμήμα του μιναρέ που είχε γκρεμιστεί και πρόσθεσαν δεύτερο εξώστη, ψηλότερα από τον πρώτο. 

Είναι κτισμένο με χυτή τοιχοποιία που επενδύεται στα πρόσωπα με πώρινους δόμους σε επιμελημένες ισόδομες σειρές. Στην πρόσοψη συνδυάζεται με χαλαρό σύστημα τοιχοποιίας. Τετράκλινη ξυλοστέγη στεγάζει σήμερα το μνημείο. Η στέγη αυτή προέρχεται από την αλλαγή του αρχικού σχεδίου. Τα στοιχεία της κάτοψης και τα πάχη των τοίχων συνηγορούν για μια θολωτή κάλυψη με δυο κεντρικούς θόλους στον άξονα της εισόδου και από δυο σκαφοειδείς εκατέρωθεν, ενώ οι αναμονές στην πρόσοψη μαρτυρούν για πρόβλεψη προστώου που θα καλύπτονταν από τρεις χαμηλότερους θόλους. Μετά την εγκατάλειψη του αρχικού σχεδίου, πιθανόν λόγω του θανάτου του Σουλτάνου, επιλέχθηκε η ξυλοκατασκευή που εντυπωσιάζει με την τολμηρότητα του σχεδίου και την τεχνική της. Στο εσωτερικό και στον κεντρικό χώρο διαμορφώνεται διακοσμητικός θόλος ο οποίος αποτελείται από μικρές σανίδες, κατάλληλα προσαρμοσμένες μεταξύ τους και αναρτάται από το κεντρικό τμήμα του ξύλινου σκελετού της στέγης. 


Στον νότιο τοίχο, πάνω από το μιχράμπ (ιερό), σώζεται παράσταση στην οποία απεικονίζεται ουράνια πόλη. Η παράσταση εντυπωσιάζει με την κομψότητα των οικοδομημάτων, την ακρίβεια της απόδοσης και την ποικιλία χρωμάτων. Οι υπόλοιποι τοίχοι είναι διακοσμημένοι με καλλιγραφικά γράμματα, ρητά και γνωμικά από το Κοράνι, μικρές προσευχές και επικλήσεις ιερών προσώπων.
Συντάκτης
Σταυρούλα Δαδάκη, αρχαιολόγος


Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

Σουφλί η πόλη του μεταξιού


Το Σουφλί αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή στα 1667. Την περίοδο εκείνη ήταν ένα κεφαλοχώρι απαλλαγμένο από φόρους. Η τουρκική ονομασία Σοφουλού φανερώνει ότι πιθανότατα αποτελούσε κτήμα μοναστικού τάγματος που όντως μαρτυράται στην περιοχή.(Σοφού=Ασκητης και Σοφολού=Ασκητήριο). Αργότερα βέβαια η ομάδα του Σουλιώτη οπλαρχηγού Γιώργη Κα­στριώτη, αμέσως μετά το θάνατό του, φοβούμενη την υποδούλωση από τουςΤούρκους, εγκατέλειψε τη γη των προγόνων της διασχίζοντας τα βουνά κι εγκα­ταστάθηκε στη Θράκη. Πολλοί από αυτούς δημιούργησαν χωριά απομονωμέvα από κεντρι κούς δρόμους, όπως Μανδρίτσα, Μαυροκκλήσι και ανατολικά τουΈβρου το Ζάλοφο. Μια μεγάλη ομάδα Σουλιωτών δημιουργεί εδώ ένα άλλο Σού­λι. Αλλάζοντας τον τόνο της λέξης και προσθέτοντας ανάμεσα στην πρώτη και δεύτερη συλλαβή το σύμφωνο Φ (Σουφλί), σώζει την πίστη της και το ελληνικό της φρόνημα. Μια άλλη ομάδα του Γ. Καστριώτη, δημιουργεί το Ζάλογκο Ανατολικά του Έβρου, αλλάζοντας και εδώ το δίφθόγκο -γκ- με το γράμμα -φ-, (Ζάλοφο). Είναι το ηρωικό και ιστορικό Μεγάλο Ζαλούφι, που το κατέστρεψαν οι Τούρκοι στις 12-7-1913.

Οι Σουφλιώτες, προς ανάμνηση του Σουλίου διατηρούν σουλιώτικους χαρα­κτηρισμούς στις οδούς όπως Κακοσουλίου, Λέκκα κ. α. και στα ονόματά τους όπως Αραμπατζής-Καλαϊτζής-Μπρίκας κλπ. Επίσης, τη συλλαβή -ζα- που προστιθέμενη στην αρχή της λέξης σημαίνει μεγάλο, (Ζά-λογγο, Ζάμπλουτος, Ζά-θεος κ. α.), προστιθέμενη δε στο τέλος σημαίνει μικρό, (βάρκι-ζα=μlκρή βάρ­κα, πίπι-ζα=μlκρή φλογέρα). Η εκδοχή αυτή ίσως είναι περισσότερο πειστική, αν πρατηρήσει κανείς τα παλιά τους κοσμήματα.
Οι Σουφλιώτες είχαν συγγενικούς δεσμούς με άλλες πόλεις που δημιούργησαν οι ομάδες που έφυγαν από το Σούλι, όπως με την Αργιθέα Αγράφων και το Ανθηρό Καρδίτσας.

Είναι ωστόσο ιστορικά διαβεβαιωμένο ότι το Σουφλί κατοικούνταν από τη Νεολιθική Εποχή. Αυτό διαπιστώνεται από αντικείμενα που βρέθηκαν στην περιοχή, καθώς και την ανακάλυψη τάφων της Ελληνιστικής Περιόδου. Το έντονο θρακιώτικο στοιχείο στα έθιμα της περιοχής μαρτυρεί την καταγωγή των Σουφλιωτών από το μεγάλο Θρακικό φύλο της Βαλκανικής χερσονήσου και των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου.Κατά την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας το Σουφλί αποτελούσε ισχυρό οικονομικό, πολιτικό και πολιτισμικό κέντρο που απλωνόταν και στην ανατολική όχθη του ποταμού Έβρου με πληθυσμό της τάξης των 60.000 ατόμων. Η ραγδαία ανάπτυξη οφείλεται στην σηροτροφία, που υπήρξε ο οικονομικός πνεύμονας της περιοχής για πολλές δεκαετίες. Τότε ιδρύθηκαν και τα εργοστάσια επεξεργασίας μετάξης των Αζαρία και Πάπο (1908), των Τζίβρε (1920) που ήταν και η μεγαλύτερη μονάδα της περιοχής και του Π. Χατζησάββα. Αργότερα δημιουργούνται το εργοστάσιο Τσιακίρη (1954) που λειτουργεί ως σήμερα και το κρατικό εργοστάσιο (1967). Η αμπελουργία και η οινοποιεία παρουσίασαν γρήγορη ανάπτυξη. Αυτά ήταν τα δύο κύρια σκέλη της οικονομικής ζωής του τόπου. Παράλληλα αναπτύχθηκαν και άλλες μορφές βιοτεχνίας όπως τα 60 καροποιεία και σιδηρουργεία που λειτουργούσαν πριν το 1922, καθώς και οι 4 ατμοκίνητοι αλευρόμυλοι και αρκετές μονάδες παραγωγής σισαμελαίου.

εργοστάσιο μετάξης

Μετά τις συνθήκες του 1922-23 η Ανατολική Θράκη και η Ρωμυλία πέρασαν στην κυριότητα του νεοσύστατου τουρκικού κράτους. Έτσι, το Σουφλί έχασε το μεγαλύτερο μέρος της πεδιάδας των 70.000 στρεμμάτων, που ήταν απέραντα μορεολίβαδα, αποκλειστική τροφή του μεταξοσκώληκα. Επιπλέον, η σηροτροφία και το εμπόριο μεταξιού περιήλθαν στο ελληνικό, νομικό και φορολογικό καθεστώς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση της παραγωγής και των εξαγωγών σε ευρωπαϊκές χώρες. Η ανακάλυψη και διάδοση της τεχνητής μεταξωτής ίνας ανέκοψε οριστικά και αμετάκλητα την πορεία της σηροτροφίας. Τα 4 εργοστάσια αναπήνησης καθώς και οι πολλές οικοτεχνίες παραγωγής μεταξιού έπαψαν να λειτουργούν. Αυτή τη στιγμή λειτουργούν 5 βιοτεχνίες ύφανσης και παραγωγής μεταξωτών ειδών καθώς και καταστήματα που εμπορεύονται μεταξωτά είδη. Το 1993, η παραγωγή κουκουλιών ανερχόταν σε 5.000 κιλά από 800.000 κιλά που ήταν το 1908.








Thracian Tomb of Sveshtari


Brief Description


Discovered in 1982 near the village of Sveshtari, this 3rd-century BC Thracian tomb reflects the fundamental structural principles of Thracian cult buildings. The tomb has a unique architectural decor, with polychrome half-human, half-plant caryatids and painted murals. The 10 female figures carved in high relief on the walls of the central chamber and the decoration of the lunette in its vault are the only examples of this type found so far in the Thracian lands. It is a remarkable reminder of the culture of the Getes, a Thracian people who were in contact with the Hellenistic and Hyperborean worlds, according to ancient geographers.



Thracian Tomb of Sveshtari © Nenko Lazarov
Outstanding Universal Value

Brief synthesis

The Thracian Tomb near Sveshtari is an extremely rare and very well preserved monument of the sepulchral architecture containing remarkable elements in terms of their quality and style sculpture and painting. The Tomb is also remarkable for the fact that it represents local art, inspired by Hellenism, a rare case of an interrupted creative process which possesses specific characteristics.

Criterion (i): The Thracian Tomb near Sveshtari is a unique artistic achievement with its half human, half vegetable caryatids enclosed in a chiton in the shape of an upside down palmette. The fact the original polychromy has been preserved with its ochre, brown, blue, red and lilac shades adds to the bewitching charm of an expressive composition where the anthropomorphic supports conjure up the image of a choir of mourners frozen in the abstract positions of a ritual dance.

Criterion (iii): The tomb is exceptional testimony to the culture of the Getes, Thracian peoples living in the north of Hemus (contemporary Stara Planina), in contact with the Greek and Hyperborean worlds according to the ancient geographers. The Tomb is also remarkable for the fact that it represents local art inspired by Hellenism, a rare case of an interrupted creative process, which possesses specific characteristics. This monument is unique in its architectural décor and in the specific character of the funeral rites revealed by the excavation.

Integrity (2010)

The integrity of the site is consistent with its unchanged character, and the surrounding area. The monument is located within the archaeological reserve "Sborianovo", where more than 40 Thracian sepulchral mounds, various sanctuaries, ancient and medieval villages, buildings, a fortress, mausoleum and a minaret from the ottoman period, exist. The property encompasses within its boundaries all the components necessary to convey its Outstanding Universal Value.

Authenticity (2010)

The Property retains its authenticity, being preserved in its original location by a moisture-isolating protective shell when the external sepulchral mound was reinstated. The enclosing embankment also emerges as a unique element in the surrounding landscape. The general condition of the original stone figures and pictorial elements of the construction is good, and the spatial organization of the Tomb is retained unaltered. The conservation work has been completed with minimal and discrete interference. The Tomb is open for visitors whilst meeting technical conservation requirements.

Protection and management requirements (2010)

The management is implemented under:

- Cultural Heritage Law (Official Gazette No.19 of 2009) andsubdelegatedlegislation. This law regulates the research, studying, protection and promotion of the immovable cultural heritage in Bulgaria, and the development of Conservation and Management plans for its inscribed World Heritage List of immovable cultural properties.

- The Instructions of the Ministry of Culture and the Ministry of Construction, Architecture, and Public Works on preservation of culture monuments and territory usage of the Historical-Archaeological Reserve "Sboryanovo" and its protection area (Letter No.RD-91-00 10/25.04.1990 of the Ministry of Culture);

- The Spatial Planning Act - (Official Gazette, No.1 of 2001 with amendments) and subdelegated legislation relates to spatial and urban planning, investment projects and buildings in Bulgaria. It also determines particular territorial and spatial protection, and the territories of cultural heritage.


Long Description



The discovery in 1982 of the Thracian tomb of Sveshtari was one of the most spectacular archaeological events of the 20th century. The tomb itself is a unique artistic achievement with its half-human, half-vegetable caryatids enclosed in chitons in the shape of inverted palmettes. The fact the original polychromy has been preserved with its ochre, brown, blue, red and lilac shades adds to the bewitching charm of an expressive composition where the anthropomorphic supports conjure up the image of a choir of mourners frozen in the abstract positions of a ritual dance. The tomb is an exceptional testimony to the culture of the Getae, a Thracian people living in the north of Hemus, in contact with the Greek and Hyperborean worlds according to ancient geographers.

The tomb is located in a region declared an archaeological reserve, near the town of Razgra between the villages of Malak Porovetz and Sveshtari in Isperih municipality, in the river Krapinetz canyon and on the hills around. The time when the Sveshtari tomb was built (mid-3rd century BC) coincided with the period of a great political, economic and cultural upsurge of the Thracian tribe of the Getae. The rich decoration and perfect architecture of the tomb demonstrate the political power of the ruler.

Under a tumulus 11.5 m high and roughly 70 m in diameter, geophysical prospecting revealed, to the south-east, the monumental entrance to a hypogeum of exceptional interest, including a dromos, an antechamber, and two rectangular funeral chambers. The layout of this Thracian king's tomb, which is very different from that of Thracian tombs with cupolas such as that of Kazanlak, fits a Hellenistic model to be found in Macedonia, Asia Minor and Egypt. The tomb of Sveshtari is, however, unique in its architectural decor and in the specific character of funeral rites revealed by the excavation.

The tomb consists of a corridor (dromos) and three square chambers: antechamber, lateral chamber, and main burial chamber covered by a semi-cylindrical vault. The plan of the building provides a new interesting example in Thracian building practice. The decoration of the tomb is executed in the spirit of the contemporary Hellenistic architecture. Its entrance is flanked by two rectangular columns (antae). Above them there is an architrave plate with a frieze in relief, consisting of stylized bovine heads (bucrania), rosettes and garlands. Ten beautiful female figures with hands raised high like caryatids are impressive. The figures are about 1.20 m tall, presented frontally, wearing long sleeveless dresses (chitons) tied with a thin belt below the breasts.

Two funerary beds, human bones and grave offerings were discovered in the central chamber. From the scattered stone details it was possible to reconstruct the facade of the tomb (aedicula), consisting of pilasters, cornice and a pediment, and closed with three stone doors. Being situated in front of the large funerary bed as a symbol of the boundary between life and death, the aedicula isolated the grave of the deified ruler (the most sacral part of the tomb) from the rest of the place. In the centre of the composition the goddess is offering a gold wreath to the ruler, depicted as a horseman facing her. On both sides of them there are processions of servants and armour-bearers carrying different gifts in their hands.

The layout of the central chamber which contained two stone funeral beds and an aedicula imitates the arrangement of a peristyle house: five half-columns and ten sculpted feminine caryatids in high relief on limestone flagstones support the architrave barrel-vaulted Doric frieze with its triglyphs and metopes spanning the room at mid-height.

In the north-west lunette, on the wall opposite the entrance, there is a painting depicting the deceased as hero, who, in the presence of several protagonists, is advancing on horseback towards the central figure of a deity extending a laurel wreath. Skeletal material found during excavation bears witness to the horse sacrifices that accompanied the funerary rites.

Source: UNESCO/CLT/WHC

Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

Οι «Μαγεμένες» στη Θεσσαλονίκη


Μετά 164 χρόνια, τα γλυπτά της κορινθιακής στοάς στην Αγορά βγαίνουν από το Λούβρο και επιστρέφουν στην πόλη τους

Της Γιώτας Mυρτσιωτη

Ο τίτλος και ο μύθος που τις περιβάλλει είναι ελκυστικός. Εχει έρωτα, μάγια και ξόρκια, μαρμαρωμένους βασιλιάδες, θεούς και ήρωες της ελληνικής μυθολογίας. Εχει το πέρασμα από τον αρχαίο στον χριστιανικό κόσμο, την ίδια την ιστορία της Θεσσαλονίκης, τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της, τις περιπέτειες της διαχρονικής πόλης στο διάβα των αιώνων. Κανένα έργο τέχνης της ρωμαϊκής περιόδου δεν τροφοδότησε τη λαϊκή φαντασία όσο οι «Μαγεμένες», οι «Incantadas» στη σεφαραδίτικη διάλεκτο για τους Εβραίους, τα «Είδωλα» για τους χριστιανούς, οι «Καρυάτιδες της Θεσσαλονίκης». Και όσο οι ανάγλυφες μυθολογικές μορφές παραμένουν ξενιτεμένες στο Παρίσι, συνεχίζοντας τη μακρόχρονη διαδρομή μακριά από την πόλη τους, τόσο ο μύθος εξάπτει την περιέργεια, γεννά προσδοκίες και την επιθυμία για «επιστροφή».

Προσπάθειες για «επαναπατρισμό» είχαν γίνει στο παρελθόν σε επετείους της πόλης (2.300 χρόνια, δεκαετία ’80, Πολιτιστική Πρωτεύουσα, 1997). Ολες οι διαπραγματεύσεις ναυάγησαν λόγω κόστους. Το αίτημα επανήλθε πριν από ένα χρόνο ενόψει του εορτασμού των 100 χρόνων από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Η «επιστροφή» των πρωτότυπων γλυπτών απορρίφθηκε και το Μουσείο του Λούβρου δέχθηκε να κατασκευάσει αντίγραφα και να τα παραχωρήσει μαζί με τις μήτρες των εκμαγείων (τις οποίες μπορεί να χρησιμοποιεί η Θεσσαλονίκη) έναντι περίπου 150.000 ευρώ. Οι δημοτικές εκλογές πάγωσαν το θέμα, αλλά ο νέος δήμαρχος κ. Γιάννης Μπουτάρης, ο οποίος δείχνει ιδιαίτερη ευαισθησία στην ανάδειξη της πολιτιστικής ταυτότητας της πόλης, είναι αποφασισμένος. Εξασφάλισε το κονδύλι και όπως φαίνεται οι Μαγεμένες θα βρίσκονται στην πόλη το 2012.

Οι τέσσερις πεσσοί με τις αμφίπλευρες οκτώ ανάγλυφες παραστάσεις, το επιστύλιο μήκους περίπου τριών μέτρων που τις στήριζε και τέσσερα κιονόκρανα της μαρμάρινης σύνθεσης, έπειτα από 164 χρόνια, βγαίνουν σε περίοπτη θέση στο Λούβρο. Αφορμή αποτελεί η μεγάλη έκθεση «Η Αρχαία Μακεδονία και το βασίλειο του Μεγάλου Αλεξάνδρου» (εγκαινιάζεται τον ερχόμενο Oκτώβριο) όπου οι Μαγεμένες θα προσελκύσουν τα βλέμματα εκατομμυρίων επισκεπτών του γαλλικού μουσείου.

Χάρη στην έκθεση τα αγάλματα συντηρούνται για πρώτη φορά, ενώ παράλληλα αναμένεται η δημοσίευση εκτενούς μελέτης με νέα στοιχεία από τον καθηγητή Αρχαιολογίας πανεπιστημίου του Παρισιού κ. Μισέλ Σεβ. Η διαδικασία της αποκατάστασης του μνημειακού συνόλου ξεκίνησε το 2009. Τα μάρμαρα της Θεσσαλονίκης μπήκαν για πρώτη φορά στο μικροσκόπιο των αναλύσεων (αρχαιομετρική μελέτη) για να διαπιστωθεί αν κιονόκρανα και ανάγλυφες παραστάσεις προέρχονται από το ίδιο υλικό. Η γιγάντια επιχείρηση συντήρησης βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Το περασμένο καλοκαίρι, οι συντηρητές ολοκλήρωσαν τις Μαγεμένες, ενώ σε λίγες μέρες αρχίζουν τον καθαρισμό του επιστυλίου και των κιονόκρανων.

«Δέκα ημέρες μελετούσαν οι συντηρητές τη μέθοδο που θα ακολουθήσουν στη συντήρηση. Βασικό μέλημα ήταν η ασφάλεια του μαρμάρου. Οι παραστάσεις ήταν πολύ σκούρες, επικαλυμμένες από μια κρούστα. Πολλά σημεία, εκτεθειμένα στη βροχή ανά τους αιώνες, έφεραν μεγαλύτερη φθορά, ενώ εμφανή είναι τα σημάδια που άφησαν οι σφαίρες από πυροβολισμούς, πιθανόν στρατιωτών, τον 17ο–18ο αιώνα», περιγράφει στην «Κ» η διευθύντρια του τμήματος Ελληνικών και Pωμαϊκών Αρχαιοτήτων του Μουσείου του Λούβρου κ. Σοφί Ντεκά, που βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη για την προετοιμασία της μεγάλης έκθεσης.

Συντήρηση και νέες μελέτες

Η συντήρηση των γλυπτών, εξηγεί, πραγματοποιήθηκε επιτόπου στην αίθουσα όπου εκτίθενται τα τελευταία χρόνια. Η μεταφορά τους σε εργαστήρι λόγω βάρους ήταν δύσκολη, ωστόσο τα μάρμαρα της Θεσσαλονίκης θα μετακινηθούν για την έκθεση της Μακεδονίας. Το μνημειακό σύνολο θα στηθεί στην ενότητα των ρωμαϊκών χρόνων, ακολουθώντας ένα άγνωστο σχέδιο ακουαρέλας του Φοβέλ (τέλος 18ου αιώνα) που ανακάλυψαν πριν από έξι χρόνια οι ερευνητές του μουσείου σε μια μικρή έκθεση στη νότια Γαλλία. Ανήκει σε ιδιωτική συλλογή και βάσει αυτού μαζί με τις ζωγραφικές απεικονίσεις του Χαβιέ Ντοτιέ (1686) και του Τζέιμς Στιούαρτ (1754) οι Μαγεμένες θα ξαναβρούν τη θέση που είχαν στην κορινθιακή στοά της Θεσσαλονίκης. Μια πρώτη προσπάθεια αναπαράστασης του μαρμάρινου συνόλου των Μαγεμένων, όπως αποκαλύπτει η κ. Ντεκά, είχαν επιχειρήσει οι Γάλλοι το 1930. Το εγχείρημα όμως δεν ολοκληρώθηκε λόγω επικινδυνότητας.

Οι νέες μελέτες είναι έτοιμες. Η κ. Ντεκά ξεδιπλώνει στην «Κ» τα σχέδια για τις «ξακουστές», όπως τις αποκαλεί, που από το περασμένο καλοκαίρι, πεντακάθαρες, αποκαλύπτουν –παρά τις πληγές– τις λεπτομέρειές τους στη χρυσοποίκιλτη αίθουσα του γαλλικού μουσείου. «Πριν από τη συντήρηση δεν ήταν εύκολο να κατανοήσει κανείς τις μορφές των θεών και των ηρώων».

Στην αρχική τους μορφή αποτελούσε τμήμα κορινθιακής κιονοστοιχίας του 2ου–3ου αιώνα μ. Χ. στη νότια είσοδο της Αρχαίας Αγοράς (βόρεια της Εγνατίας Οδού) που συσχετίζεται με τις Αυτοκρατορικές Θέρμες. Δεν υπάρχει εικόνα για το πλήρες μέγεθος της στοάς, ωστόσο ο τόπος δεν χάνει την ιστορία του. Στη νοτιοανατολική γωνία της Αρχαίας Αγοράς έχει εντοπιστεί το ελληνιστικό Βαλανείο (λουτρό), ακολούθησε το ρωμαϊκό αυτοκρατορικό συγκρότημα (Θέρμες) τον 2ο–3ο αιώνα μ. Χ. – εκεί ήταν και παραμένουν έως σήμερα τα Λουτρά «Ο Παράδεισος». Επί οθωμανικής κατοχής οι Μαγεμένες βρίσκονταν στην αυλή του αρχοντικού του Εβραίου υφασματέμπορου Αλιάτσι Αρδίτη στην εβραϊκή γειτονιά του κέντρου, γοητεύοντας τους επισκέπτες της πόλης, πριν τις αγοράσει ο Γάλλος επιγραφολόγος Εμμανουήλ Μίλερ το 1864, για να βρεθούν ένα χρόνο αργότερα ανάμεσα σε άλλες αρχαιότητες, ελληνικές και ρωμαϊκές, στο Μουσείο του Λούβρου.

Παράνομος έρωτας και μαγεία

Την ιστορία τους αναμένεται να διηγηθούν και πάλι στη Θεσσαλονίκη. Ντυμένες με τον μύθο της λαϊκής αφήγησης που τις ακολουθεί από τον 17ο αιώνα: του παράνομου έρωτα και της μαγείας ανάμεσα στον Μέγα Αλέξανδρο και μιας βασίλισσας, η οποία, σύμφωνα με τη λαϊκή φαντασία, «κατοικούσε στο παλάτι που υπήρξαν κάποτε τα ερείπια της Αγοράς. Στην ιστορία αυτή καταλυτικό ρόλο έπαιξε ο δάσκαλος του Αλέξανδρου, Αριστοτέλης, που ως δαιμόνιος μάγος είχε αντιστρέψει τα μάγια του απατημένου συζύγου με αποτέλεσμα να μαρμαρώσουν η βασίλισσα και η συνοδεία της».

άρθρο από την εφημερίδα καθημερινή 

Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

Τις χρυσές προτομές Ρωμαίων αυτοκρατόρων σε Κομοτηνή και Ελβετία συνδέει έρευνα αρχαιολόγου

 Σεπτίμιος Σεβήρος και Μάρκος Αυρήλιος

Τι μπορεί να συνδέει τη χρυσή προτομή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κομοτηνής με τη χρυσή προτομή του Μάρκου Αυρήλιου στο Ρωμαϊκό Μουσείο στην πόλη Αβάνς της Ελβετίας; Η έρευνα της Ελβετίδας αρχαιολόγου Ανν Ντεπουρί Γκιζέλ, η οποία από χθες βρίσκεται στη Θράκη αναζητώντας στοιχεία για το πολύτιμο έκθεμα του Αρχαιολογικού Μουσείου Κομοτηνής.

Η εντυπωσιακή ολόχρυση προτομή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου (193-211 μ.Χ.) αποκαλύφθηκε στην περιοχή της αρχαίας Πλωτινούπολης στο Διδυμότειχο το 1965, κατά την κατασκευή χαρακώματος από στρατιώτες και σε βάθος 1,60 μέτρων. Λείπει μικρό κομμάτι από το πρόσθιο αριστερό τμήμα της, ενώ ένα άλλο είναι συγκολλημένο. Το μέγεθός της είναι λίγο μικρότερο από το φυσικό και είναι κατασκευασμένη με την τεχνική της σφυρηλάτησης.
Ο αυτοκράτορας εικονίζεται γενειοφόρος να φοράει φολιδωτό θώρακα με γοργόνειο στο στήθος. Τα μαλλιά του είναι διαμορφωμένα σε ελλειψοειδείς βοστρύχους και αποδίδονται διαφορετικά από τη γενειάδα. Το πρόσωπό του είναι ευρύ, τα μάτια μεγάλα και η ίριδά τους δηλώνεται με χάραξη. Ίχνη χαλκού στο πίσω μέρος δείχνουν ότι η προτομή ήταν στερεωμένη σε κοντάρι, όπως οι προτομές και άλλων αυτοκρατόρων που τις κρατούσαν οι “imaginiferi” του ρωμαϊκού στρατού σαν ένα είδος λαβάρου. Τα πορτραίτα αυτά ήταν μέσο έκφρασης της αυτοκρατορικής εξουσίας και αποτελούσαν ταυτόχρονα εικόνες λατρείας του αυτοκράτορα-θεού στις μακρινές επαρχίες του κράτους.

Η χρυσή προτομή του Σεπτίμιου Σεβήρου είναι από τα καλά διατηρημένα ευρήματα του είδους και μαζί με την προτομή του Μάρκου Αυρήλιου κοσμεί τις σελίδες του επίσημου οδηγού του μουσείου στην Ελβετία. Κρατώντας αυτόν τον οδηγό στα χέρια της, η πρώην διευθύντρια του μουσείου της Αβάνς Ανν Ντεπουρί Γκιζέλ μίλησε στο «Χ» για την πολύχρονη επιθυμία της να ερευνήσει εκ του σύνεγγυς το έκθεμα: «Στην Ελλάδα ήρθα πριν 2 χρόνια για ένα συνέδριο στη Θεσσαλονίκη. Τότε ζήτησα από έναν φίλο μου που δουλεύει στο αρχαιολογικό μουσείο Θεσσαλονίκης αν ήταν δυνατόν να έρθω στην Κομοτηνή. Πήρα λοιπόν το λεωφορείο και ήρθα στο μουσείο, γιατί ήθελα να το δω τουλάχιστον μια φορά στη ζωή μου. Όταν ενημέρωσα για την πρόθεσή μου να πραγματοποιήσω έρευνα, έκανα αίτηση και περίμενα την άδεια. Πλέον έχω την άδεια από το υπουργείο για να κάνω την έρευνα μου και είμαι ενθουσιασμένη».


Η έρευνα της Ελβετίδας αρχαιολόγου αμέσως προσέλκυσε το ενδιαφέρον της ΙΘ′ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, που δέχτηκε να συνδράμει στο έργο της. Η μελέτη της Ελβετίδας αρχαιολόγου Ανν Ντεπουρί Γκιζέλ διαρκεί ώρες και γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή, ενώ θα διαρκέσει μέρες. Η επιστήμονας θα μεταβεί και στον αρχαιολογικό χώρο της Πλωτινούπολης στο Διδυμότειχο προκειμένου να μελετήσει και την περιοχή όπου αποκαλύφθηκε η χρυσή προτομή.

Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

Κυριακή της Ορθοδοξίας

Η Α Κυριακή των νηστειών της Σαρακοστής, ονομάζεται Κυριακή της Ορθοδοξίας. Αυτήν την ημέρα γιορτάζουμε την αναστύλωση των αγίων και σεπτών εικόνων από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα το 843 μ.Χ.
Η εικονομαχία ξεκίνησε το 726 μ.Χ. και τελείωσε το 843 μ.Χ. Η απόδοση τιμής προς τις ιερές εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων έβρισκαν αντίθετους τους εικονομάχους, οι οποίοι το θεωρούσαν μορφή ειδωλολατρίας και αποκαλούσαν όσους προσκυνούσαν τις εικόνες εικονολάτρες. Οι εικονομάχοι ονομάζονται επίσης και εικονοκλάστες επειδή κατέστρεφαν τις εικόνες.
Αρχικά ο Λέων Γ ο Ίσαυρος προσπάθησε να πάρει με το μέρος του τον Άγιο Γερμανό, Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης. Του είπε ότι δε βρίσκει διαφορές ανάμεσα στις άγιες εικόνες και τα είδωλα και του ζήτησε να τις απομακρύνει, ή αν όσες εικονίζουν αγίους είναι αληθινές να κρεμαστούν ψηλά, για να μην μιαίνονται όταν τις ασπάζεται ο κόσμος με τα αμαρτωλά του χείλη και μολύνονται. Ο Πατριάρχης Γερμανός έκανε ότι μπορούσε για τον αποτρέψει αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Το 726 μ.Χ. ο Λέων Γ εξέδωσε διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο οι εικόνες έπρεπε να τοποθετηθούν πολύ ψηλά στις εκκλησίες (ώστε να μην μπορούν να τις ασπαστούν και να τις προσκυνήσουν οι πιστοί) και ξεκίνησε τη συζήτηση για την κατάργηση των αγίων εικόνων. Θεωρούσε ότι η τίμηση των εικόνων είναι μια μορφή ειδωλολατρίας και το 730 μ.Χ. αντικατέστησε τον Πατριάρχη Γερμανό με έναν εικονομάχο και με διάταγμα απαγόρεψε την λατρεία των αγίων εικόνων.
Ο Κωνσταντίνος Ε, ο Κοπρώνυμος, αφαίρεσε τις εικόνες από τις εκκλησίες και έκανε διωγμούς ενάντια στους εικονολάτρες. Το 754 μ.Χ. συγκάλεσε αντικανονική Οικουμενική Σύνοδο, την λεγόμενη εικονομαχική, στην Ιέρεια για να επιβεβαιώσει δογματικά την εικονομαχία. Εκείνη την εποχή μεγιστοποιήθηκαν οι διωγμοί ενάντια των μοναχών (ο Κωνσταντίνος Ε τους θεωρούσε "ειδωλολάτρες και οπαδούς του σκότους"), οι καταστροφές μοναστηριών αλλά και οι καταστροφές των εικόνων. Μάλιστα όταν ένας στρατηγός του τον ενημέρωσε ότι δεν είχε μείνει κανένας μοναχός στην περιοχή της Θράκης, ο Κωνσταντίνος Ε του έγραψε ότι "Σε εσένα βρήκα έναν άνθρωπο της καρδιάς μου, κάποιον που δρα όπως θέλω". Κατά την πρώτη περίοδο της εικονομαχίας ξεχώρισε ο Ιωάννης Δαμασκηνός που με επιστολές και λόγους υποστήριξαν την προσκύνηση των εικόνων.
Ο γιος του Κοπρώνυμου, Λέων Δ, και η γυναίκα του Ειρήνη η Αθηναία σταμάτησαν τους διωγμούς και κατάργησαν τις απαγορεύσεις των προηγουμένων. Το 787 μ.Χ., μετά το θάνατο του Λέοντα Δ, η Ειρήνη η Αθηναία καλεί τη Ζ Οικουμενική Σύνοδο η οποία επανέφερε τις εικόνες. Η Σύνοδος αυτή καταδίκαζε την εικονομαχία και όριζε τις εικόνες τις προσκυνούμε τιμητικά αλλά δεν τις λατρεύουμε. Η Ειρήνη η Αθηναία έκτισε και πολλούς ναούς στην πόλη των Αθηνών, ανάμεσά τους τον ναό της Θεοτόκου Γοργοεπηκόου (τώρα είναι ναός του αγίου Ελευθερίου). Περίπου τότε κτίστηκε και ο ναός της Θεοτόκου Καπνικαρέα ή Καμουχαρέα.
Οι επόμενοι αυτοκράτορες (Λέοντας Ε΄ 813-820 και οι διάδοχοί του Μιχαήλ Β Τραυλός 825-829 και Θεόφιλος 829-842) ήταν εικονομάχοι και οι διαμάχες συνεχίστηκαν μέχρι το 843 μ.Χ. Κατά τη δεύτερη περίοδο της εικονομαχίας, ο Θεόδωρος Στουδίτης ξεχώρισε απ' τους υπερασπιστές της ορθοδοξίας. Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, ως κηδεμόνας του ανήλικου υιού της Μιχαήλ Γ, προετοίμασε την επικράτηση της Ορθοδοξίας. Συγκάλεσε τοπική σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία επανέφερε τις εικόνες επικυρώνοντας τις αποφάσεις της Ζ Οικουμενικής Συνόδου και τερμάτισε οριστικά την εικονομαχία.
Μολονότι ούτε η Εκκλησία, ούτε το κράτος απαγόρεψαν τις γλυπτές αναπαραστάσεις αγίων προσώπων ή ιερών σκηνών, μετά την περίοδο της εικονομαχίας εξαφανίστηκαν τέτοιες αναπαραστάσεις από την Ανατολική Εκκλησία. Η 11 Φεβρουαρίου του 843 μ.Χ. (πρώτη Κυριακή των νηστειών της Σαρακοστής εκείνου του έτους), ορίστηκε ως η ημερομηνία που θα γινόταν η αναστύλωση των εικόνων και από τότε εορτάζεται κάθε χρόνο ως η Κυριακή της Ορθοδοξίας. Παλιότερα οι ιστορικοί θεωρούσαν ως πιθανή ημερομηνία αναστύλωσης των εικόνων το 842 μ.Χ. αλλά οι νέες επιστημονικές μελέτες θέλουν το 843 μ.Χ. να είναι η σωστή ημερομηνία.

Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Το 1204 και η διαμόρφωση του νεώτερου Ελληνισμού


Εισαγωγή

Tο 1204 -χρονολογία κατά την οποία κατεστράφη ολοσχερώς η Κωνσταντινούπολη, συμπαρασύροντας το χιλιόχρονο οικοδόμημα του Βυζαντίου- παραμένει σχεδόν άγνωστο ή αγνοημένο από τους περισσότερους Έλληνες. Η παράδοξη, από πρώτη άποψη, αυτή αποσιώπηση δεν θα πρέπει να θεωρηθεί δευτερεύον ή παρεμπίπτον συμβάν -ένα ακόμα από τα αναρίθμητα ελλείμματα του νεώτερου ελληνισμού- αλλά ενέχει τεράστιο ιδεολογικό και πολιτικό βάρος.


Η απόκρυψη της σημασίας της πρώτης και καθοριστικής Αλωσης συσκοτίζει την ίδια τη διαδικασία συγκρότησης του νεώτερου ελληνισμού και της συνέχειάς του με τον βυζαντινό, καθώς, στην πραγματικότητα, το πρώτο «έθνος-κράτος» -ή κράτη- του νεώτερου ελληνισμού συγκροτείται κατά τη λεγόμενη υστεροβυζαντινή εποχή. Παράλληλα, και συναφώς, αυτή η παρασιώπηση συνεπάγεται την απόκρυψη των αποικιακού τύπου σχέσεων που εγκαθιδρύθηκαν έκτοτε ανάμεσα στους Δυτικούς κατακτητές και τους Έλληνες του ύστερου Βυζαντίου, παραχαράσσοντας, επί πλέον, την ίδια την παγκόσμια ιστορία, ειδικότερα στο αποφασιστικό κεφάλαιο που αφορά στην αποικιοκρατική συγκρό­τηση της Δύσης.
Η πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου στη Δύση, η οποία επέτρεψε την ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού ορισμένους αιώνες αργότερα, θα εγκαινιαστεί εδώ, στην Ανατολή, και θα αφορά κατ' εξοχήν στην απομύζηση του βυζαντινού χώρου και των αραβικών περιοχών από τις ιταλικές πόλεις -Βενετία και Γένουα κυρίως- και τους Φράγκους. Η πρώτη σύγχρονη αποικιακή αυτοκρατορία, η Βενετία, θα δημιουργηθεί λεηλατώντας τα ελληνικά εδάφη. Ιόνια, Πελοπόννησος, Κρήτη, Εύβοια, Κύπρος, Κυκλάδες, Σαλαμίνα, Αίγινα κ.λπ. θα αποτελούν για πολλά χρόνια ή και για πολλούς αιώνες τμήματα αυτού του νεώτερου αποικιακού σχηματισμού. Και το ίδιο θα συμβεί, σε μικρότερη κλίμακα, με τη Γένουα - Χίος, Λέσβος, Κριμαία, Γαλατάς κ.λπ. Ωστόσο, η ιστοριογραφία εξακολουθεί να θεωρεί ως απαρχή της αποικιακής εξάπλωσης τις πορτογαλικές και ισπανικές επιδρομές στην Αφρική, την Ασία και τον Νέο Κόσμο, τρεις ή τέσσερις αιώνες μετά!
Η συσσώρευση πλούτου απ' όλο τον υπόλοιπο κόσμο και ο έλεγχος του παγκόσμιου εμπορίου πραγματοποιείται από τους Δυτικούς σε όλη τη μακρά περίοδο που αρχίζει από τον 11ο αιώνα, φθάνει μέχρι τον 18ο και κορυφώνεται με την αποικιοκρατία τον 19ο και το πρώτο μισό του 20ού, όταν πια η πρωταρχική αποικιακή συσσώρευση θα συνδυαστεί και με τη βιομηχανική παραγωγή.

Η μετατροπή της Δύσης -που έβγαινε από τον Μεσαίωνα- σε κυρίαρχη δύναμη προϋπέθετε την υφαρπαγή του συσσωρευμένου πλούτου και τον έλεγχο του εμπορίου του ευρύτερου ελληνικού και αραβικού κόσμου, ούτως ώστε να μεταφερθεί το κέντρο βάρους της Ευρώπης από την Ανατολή στη Δύση και από τη Μεσόγειο στον Βορρά. Αποφασιστικός ενδιάμεσος σε αυτή τη διαδικασία υπήρξαν η Βενετία και οι λοιπές αποικιακές ιταλικές πόλεις, στη συνέχεια, ακολούθησαν και πάλι χώρες της μεσογειακής και νότιας Ευρώπης, η Ισπανία και η Πορτογαλία στην Ιβηρική, που θα καταστήσουν παγκόσμια την αποικιακή εξόρμηση, ενώ πολύ αργότερα θα έλθουν η Γαλλία, η Ολλανδία, η Φλάνδρα και εν τέλει η Αγγλία, που θα εγκαινιάσει και τον βιομηχανικό καπιταλισμό.

Καθόλου τυχαία και σχεδόν εντελώς συμβολικά, σε αυτή την πρώτη μεγάλη αποικιακή εξόρμηση, που έγινε υπό το έμβλημα του ιερού πολέμου, συμμετείχε συνασπισμένη ολόκληρη η Δύση: Ιταλοί και Φράγκοι προπαντός (ο Βαλδουίνος, Φράγκος «βασιλιάς» της Κωνσταντινούπολης, είναι πρόγονος της βασιλικής οικογένειας του Βελγίου), Νορμανδοί και Αγγλοι (ο Ριχάρδος ο «Λεοντόκαρδος» κατέλαβε την Κύπρο), Ισπανοί και Καταλανοί (πασίγνωστη η ληστρική δράση της «Καταλανικής Εταιρείας»), Ναβαρραίοι κ.λπ. Και βέβαια, πανταχού παρόντες οι Λατίνοι κληρικοί και οι μοναχοί από όλα τα δυτικά μοναχικά τάγματα, με πρωτοστάτες τους Ιωαννίτες και Ναΐτες ιππότες, τους «πολεμιστές του Θεού». Θα δοκιμαστούν και θα εφαρμοστούν όλες οι μορφές της «πρωταρχικής συσσώρευσης» και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Ληστεία και αρπαγή, στην οποία θα διακριθούν ιδιαίτερα οι Καταλανοί και τα μοναχικά τάγματα, φεουδαλική κατάτμηση και εκμετάλλευση των αγροτών, φυτείες ζαχαροκάλαμου στην Κύπρο και μαστιχόδενδρων στη Χίο, έλεγχος και εκμετάλλευση της βιοτεχνικής παραγωγής και του εμπορίου, με πρωτοστάτες τους Ιταλούς. Εξ άλλου, στις απαρχές της συγκρότησης της Δύσης, απαιτούνταν όλες οι δυνάμεις της συνασπισμένες, για να διαμελίσουν, να υποτάξουν και να απομυζήσουν την ελληνική Ανατολή, αυτό το μυθικό Βυζάντιο, που φάνταζε στα μάτια τους ως το κέντρο του πλούτου και του πολιτισμού. Γι' αυτό, και παρά τις αντιθέσεις μεταξύ τους ως προς τη διανομή της λείας, θα μείνουν συνασπισμένοι ως το τέλος απέναντι στους «αιρετικούς» ορθόδοξους, σε μια πρώτη «πειραματική» εκδοχή ιμπεριαλιστικής συμμαχίας.

Η συγκρότηση, λοιπόν, της ευρωπαϊκής Δύσης είχε ως πρώτο ιστορικό αναβαθμό την υποταγή και τη λεηλασία της ευρωπαϊκής Ανατολής. Aλλωστε, η Δύση διέθετε ένα εξαιρετικό πλεονέκτημα: Δεν αντιμετώπιζε κανέναν κίνδυνο από τα δυτικά της ενώ, από τα ανατολικά, το Βυζάντιο αποτελούσε για αιώνες τον κυματοθραύστη των απειλών. Αντιθέτως, το Βυζάντιο, ο ιστορικός ελληνικός χώρος, δεχόταν διαρκώς επιθέσεις και απειλές από Ανατολή και από Βορρά: Αβαροι, Σκύθες, Αραβες, Πετσενέγκοι, Βούλγαροι, μετά το 1071 οι Τούρκοι κ.ο.κ. Η Δύση είχε, έτσι, τη δυνατότητα να συσταθεί απερίσπαστη, μετά την ήττα των Αράβων στο Πουατιέ (το 732), και να στραφεί σταδιακώς προς Ανατολάς, κάτι που άλλωστε υπογραμμίζει ο μεγάλος βυζαντινολόγος Κλάους Όλερ:
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποτέλεσε το ανάχωμα που προστάτευσε επί 1200 χρόνια τον πολιτισμό της Ευρώπης απέναντι στις εισβολές από Βορρά, Ανατολή και Νότο. Τα παλαιά τείχη της Κωνσταντινουπόλεως, τα οποία ακόμα και σήμερα [...] ακτινοβολούν υπερηφάνεια και μεγαλείο, αντιστάθηκαν σε κάθε εχθρό του Βυζαντίου ως την 29η Μαΐου 1453. Τότε η αυτοκρατορία, εξαντλημένη πια από αιώνες σκληρών αγώνων και εγκαταλελειμμένη από τους δυτικούς συμμάχους της, οι οποίοι ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την πτώση της, υπέκυψε τελικά στη δυσανάλογα μεγαλύτερη οθωμανική δύναμη.

Το ζήτημα της περιοδολόγησης

Επιλέξαμε το 1204 ως τη -συμβολική- αφετηρία του νεώτερου ελληνισμού για μια σειρά από λόγους:




Α. Διότι, με την περίοδο της επιθετικής εμφάνισης των Δυτικών -από το 1071, όταν οι Νορμανδοί καταλαμβάνουν το Μπάρι, έως την Aλωση και τη λατινική κατάκτηση-, ολοκληρώνεται η συνείδηση της διαφορετικότητας και της ενότητας των βυζαντινών Ελλήνων, συνείδηση που είχε ήδη αναδυθεί κατά τους μακραίωνες αγώνες με το ισλάμ, από τον 7ο αιώνα μέχρι την ανακατάληψη της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά, και το Μαντζικέρτ το 1071, καθώς και στις αντιπαραθέσεις με τους Σλάβους και τους Βουλγάρους, που θα κορυφωθούν με τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο. Η γενικευμένη σύγκρουση με τους, μέχρι χθες ομόδοξους, Λατίνους και Φράγκους σφραγίζει έτσι καθοριστικά τον διαφορισμό ανάμεσα στο «εμείς» και οι «άλλοι», διακριτικό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας μαζί με τη γλώσσα και την παιδεία.


Β. Με την Αλωση της Πόλης, οι άρχουσες τάξεις, οι στρατιωτικοί, η διανόηση, η κεντρική γραφειοκρατία, ακόμα και ο ανώτερος κλήρος, συνειδητοποιούν την ελληνικότητα της ταυτότητάς τους και προσεγγίζουν τη, συχνά ανεπίγνωστη, αλλά εδραιωμένη στο πεδίο των παραδόσεων και της νοοτροπίας, ελληνική ταυ­τότητα των λαϊκών στρωμάτων.
Διότι, στην ελληνική περίπτωση τουλάχιστον, η συνείδηση των λαϊκών στρωμάτων προηγείται κατά πολύ εκείνης των αρχουσών τάξεων: Το έπος του «Διγενή Ακρίτη», και κυρίως τα δεκάδες ακριτικά άσματα που διαμορφώθηκαν στη συνέχεια, τα τραγούδια του «Αρμούρη» και του «Κάστρου της Ωριάς», που έχουν ως ιστορική αφετηρία την πολιορκία και την κατάληψη του Αμορίου, τον 9ο αιώνα, από τους Αραβες, η επιβίωση αρχέγονων παραδόσεων παγανιστικής προέλευσης, και η ανάμειξή τους με τις χριστιανικές λατρευτικές παραδόσεις, η συνείδηση της διαφορετικότητας και της κοινής μοίρας των «Ρωμιών» έναντι των άλλων λαών και εθνοτήτων, τέλος, η διαμόρφωση μιας «δημώδους» γλώσσας, κατά βάσιν ταυτόσημης με τη σύγχρονη, καταδεικνύουν αυτή την πρώιμη συγκρότηση της εθνικής λαϊκής συνείδησης - έστω και αν δεν υπάρχει ακόμα η ρητή αναφορά στους αρχαίους Έλληνες, όπως συμβαίνει με τις πεπαιδευμένες ελίτ.


Οι άρχουσες τάξεις, ως κληρονόμοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της οικουμενικής χριστιανικής θρησκείας και της αρχαίας ελληνικής και ελληνιστικής κουλτούρας, διέθεταν ακόμα στοιχεία μιας ελληνιστικής, ρωμαϊκής και οικουμενικής -δηλαδή μεσαιωνικής- αντίληψης για την ελληνικότητα. Η διαφοροποίησή τους έναντι των λαϊκών στρωμάτων καταδεικνύεται και από την επιμονή τους στη χρήση μιας αττικίζουσας ελληνικής γλώσσας, που βρισκόταν όλο και πιο μακριά από την καθομιλουμένη δημώδη. Μέχρι τον 11ο αιώνα, η συνείδησή τους αντιστοιχεί μάλλον σε αυτό που ο Αύγουστος Χάιζεμπεργκ (August Heisenberg) αποκάλεσε «εκχριστιανισθέν ρωμαϊκό κράτος του Ελληνικού Έθνους» -κατ' αναλογίαν προς το γερμανικό του Καρλομάγνου- και ο Διονύσιος Ζακυθηνός«Οικουμενικό Χριστιανικό κράτος του Ελληνικού Έθνους». Όντως, στους λεγόμενους μεσοβυζαντινούς χρόνους, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού εξακολουθεί να ανήκει σε διαφορετικές εθνικές ομάδες, ενώ η κρατική γραφειοκρατία, η διανόηση και η Εκκλησία προσπαθούν, παρ' ότι Έλληνες ή εξ ολοκλήρου εξελληνισμένοι, να συντηρήσουν αυτό το ελληνικό «υπερεθνικό» κράτος.


Ωστόσο, μετά τις μάχες του Μαντζικέρτ και του Μυριοκέφαλου (1071 και 1176, αντίστοιχα) στα ανατολικά, με την απώλεια μεγάλου μέρους της Μικράς Ασίας, καθώς και μετά τις επιθέσεις των Νορμανδών το 1081 στο Δυρράχιο, την κατάληψη της Θεσσαλονίκης το 1185, και εν τέλει της Πόλης το 1204, το Βυζάντιο περιορίζεται, σχεδόν αποκλειστικά, σε ελληνικές περιοχές (κάτι που ισχύει και μετά το 1261).


Επομένως, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους νέους θανάσιμους κινδύνους, οι άρχουσες τάξεις υποχρεώνονται να προσεγγίσουν τα λαϊκά στρώματα και να αρχίσουν να διαμορφώνουν μια ενσυνείδητα «πρωτο-εθνική» ιδεολογία, με σύγχρονα στοιχεία - εξ ού και η επίμονη αναφορά των Λασκαριδών της Νικαίας στην Ελλάδα και τους Έλληνες, καθώς και η κοινωνική πολιτική τους υπέρ των «μεσαίων» και των λαϊκών στρωμάτων.


Γ. Η πτώση της Πόλης, το 1204, παρά τις προφανείς αρνητικές της συνέπειες, αποτελεί ταυτόχρονα και την οριστική επιβεβαίωση της ανάδυσης του νεώτερου ελληνισμού. Αμέσως μετά την Αλωση, θα σχηματιστούν πολλές εστίες αντίστασης, κατ' εξοχήν στη Νίκαια της Μικράς Ασίας, όπου θα ιδρυθεί η ομώνυμη Αυτοκρατορία, στον Πόντο, με την Τραπεζούντα των Μεγαλοκομνηνών, στην Ήπειρο, με το ομώνυμο Δεσποτάτο, και σύντομα στην Πελοπόννησο, με το Δεσποτάτο του Μορέως και τον Μυστρά, ενώ το 1219 θα ανακαταληφθεί από τους Έλληνες και η Θεσσαλονίκη.


Η Κωνσταντινούπολη, παρ' ότι σύμβολο του Βυζαντίου, αποτελούσε πλέον αιτία της παρακμής του. Παράλληλα με την υπερσυγκέντρωση πληθυσμού και πόρων, την εκμετάλλευση όλης της περιφέρειας και την καλλιέργεια των αυταπατών μιας Αυτοκρατορίας - κληρονόμου της Ρώμης χωρίς πλέον να διαθέτει την ανάλογη ισχύ, συνιστούσε τροχοπέδη στη συγκρότηση μιας νέας συνείδησης. Έτσι, η κατάληψή της υπήρξε το έναυσμα για την αποκέντρωση πόρων και ανθρώπων καθώς και για την κατίσχυση της εθνικής, με σύγχρονους όρους, ελληνικής ταυτότητας, μιας ταυτότητας η οποία συγκροτείται κατ' εξοχήν σε αντιπαράθεση με τους Λατίνους, και ανατρέχει, για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση, στους «Έλληνες» ως παραδειγματική αναφορά. Σε τέτοιο βαθμό ώστε και ο Μαρξ, αναφερόμενος στο κράτος της Νικαίας, θα μιλήσει για «ελληνικό πατριωτισμό».


Ο Απόστολος Βακαλόπουλος, στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, η οποία εκκινεί το 1204, τονίζει:


Από τότε -ακόμη και ύστερ' από την ανάκτηση της Πόλης από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (1261)- δεν επρόκειτο ποτέ ν' ανασυγκροτηθή η παλαιά αυτοκρατορία. Στην θέση της ξεπροβάλλουν τώρα νέα κράτη, εξωκεντρικά, ελληνικά, στην Νίκαια, Τραπεζούντα, Ήπειρο, Μακεδονία και αργότερα στην Πελοπόννησο. Οι αρχηγοί τους, για να στηριχθούν, είναι υποχρεωμένοι να έλθουν σε άμεση επαφή με τους κατά τόπους δυνατούς, αλλά και με τον λαό. Η λαϊκή παράδοση και ζωή των επαρχιών βρίσκει την ευκαιρία ν' αναπτύξη τις λανθάνουσες δυνάμεις της, να προβάλη τις αποκεντρωτικές της τάσεις και να τονίση τον ελληνισμό της. Έτσι, μέσα στο περιβάλλον των νέων ηγεμονικών αυλών, αμβλύνεται η επίσημη ρωμαϊκή παράδοση, ενώ προάγεται η ελληνική.[ ]


Οι ποικίλες αυτές αντιθέσεις και οι συγκρούσεις με τους Φράγκους, αλλά και με τους άλλους κατακτητές (Βουλγάρους, Σέρβους, Τούρκους), προκάλεσαν ιδίως στους πολιτικούς και πνευματικούς των ηγέτες διάφορες ζυμώσεις, που τους προσανατόλιζαν προς την πραγματική δική τους εθνική υπόσταση, προς το παρελθόν, προς τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, και τους οδηγούσαν προς την μεγαλύτερη συνοχή τους. Το νεοελληνικό έθνος δηλα­δή διαμορφώνεται μέσα στους σκληρούς αγώνες για την επιβίωσή του. [ ]


Με τη φραγκική κατάκτηση αρχίζει ν' αποτυπώνεται ο ελληνικός εθνικός χαρακτήρας όχι μόνο στους πληθυσμούς της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά και στην Ορθόδοξη Εκκλησία, έστω και αν το δεύτερο αυτό ιστορικό φαινόμενο δεν είναι ακόμη αισθητό. Τον εθνικόν αυτόν χαρακτήρα στην εκκλησία τον έδωσε περισσότερο η περίοδος της τουρκοκρατίας. [ ]


Η μεταβολή αυτή των συνθηκών παρατηρείται ακόμη και στην σύνθεση των στρατευμάτων. Τα βυζαντινά στρατεύματα, που την εποχή εκείνη αποτελούνταν κυρίως από ξένους μισθοφόρους, ενώ στις αρχές προβάλλουν ασήμαντη αντίσταση ή και δεν αντιστέκονται καθόλου στους σιδερόφρακτους ιππότες της Δύσης, τώρα με τα αλλεπάλληλα πλήγματα που δέχονται αποκαθαίρονται και σχηματίζονται αποκλειστικά ή κυρίως από εντο­πίους. Αυτοί αφυπνίζονται από τις ποικίλες επιδράσεις των Φράγκων και αντιδρούν ολοένα και πιο αποτελεσματικά ζητώντας παραδείγματα ευψυχίας στην αρχαιότητα. Η φραγκοκρατία τούς κεντρίζει με αναγεννητικούς χυμούς.


Η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού θα πραγματοποιηθεί, έτσι, μέσα από μια ρήξη με τη συνέχεια. Και παρ' όλο που το 1261 ανακτάται η Κωνσταντινούπολη, η Αυτοκρατορία θα είναι πια φάντασμα του παρελθόντος της. Σταδιακώς, το πεδίο της αντιπαράθεσης θα μετατεθεί στη σύγκρουση με τους Τούρκους, η Μικρά Ασία και η Θράκη θα χαθούν, ενώ η Θεσσαλονίκη αρχικώς και ο Μυστράς την τελευταία κυριολεκτικώς στιγμή, θα αποτελέσουν το επίκεντρο της τελευταίας αναλαμπής του πρώτου νεώτερου ελληνικού κράτους.


Δ. Εξ ίσου σημαντική υπήρξε και η, οριστική μετά το 1054, ρήξη της ορθοδοξίας με τους Δυτικούς, η οποία και την «ελληνοποίησε» υποχρεωτικώς.


Ε. Τέλος, δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε τις τάσεις μιας γενικευμένης «επιστροφής» στους αρχαίους Έλληνες και την κλασική παιδεία, που ξεκινούν ήδη από την εποχή του Φωτίου και του Αρέθα και συστηματοποιούνται μετά τη δημιουργία του Πανεπιστημίου από τον Κωνσταντίνο Θ΄ τον Μονομάχο, το 1054, και την επίδραση του Μιχαήλ Ψελλού και του Ιωάννη Ιταλού κατά τον 11ο αιώνα. Μετά τον 13ο αιώνα, αναπτύσσεται η μεγάλη «Παλαιολόγεια Αναγέννηση» στα γράμματα και τις τέχνες, ιδιαίτερα στη ζωγραφική και τη μουσική, που συνιστούν μια κατ' εξοχήν ελληνική πνευματική Αναγέννηση, η οποία προηγείται και τροφοδοτεί την ιταλική, και η οποία θα ανακοπεί βίαια μετά τον 15ο αιώνα.

Μπορούμε, λοιπόν, βάσιμα να υποστηρίξουμε πως, μετά το 1204 (ή έστω το 1261), με τη σύγκλιση ανάμεσα στις ελίτ και τα λαϊκά στρώματα, συγκροτείται αμετάκλητα η νεώτερη ελληνική εθνική συνείδηση: Το πρώτο σύγχρονο ελληνικό έθνος-κράτος δεν θα δημιουργηθεί το 1828 αλλά έξι αιώνες ενωρίτερα, όταν συγκροτούνται το Δεσποτάτο της Ηπείρου, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και το Βασίλειο της Νικαίας.


Γενικά μπορούμε να πούμε, για την περίοδο που θα ακολουθήσει τη φραγκική κατάκτηση μέχρι την επιβολή του τουρκικού ζυγού (1453), ότι αποτελεί το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και συγχρόνως την πρώτη εποχή της ιστορίας του νέου ελληνικού έθνους, του οποίου οι απαρχές είναι δυνατόν να τοποθετηθούν χρονικά στον 11οαιώνα.


Σε μια περίεργη ιστορική παλινδρόμηση, όμως, η καθολική απώλεια της πολιτικής ελευθερίας των Ελλήνων, μετά το 1453, η ενσωμάτωσή τους σε ένα πολυεθνικό κράτος, όπως το οθωμανικό, και η οιονεί πολιτική τους εκπροσώπηση από την Εκκλησία, δημιούργησαν τις συνθήκες μιας νέας Διασποράς, που συνεχίστηκε μέχρι το 1922. Γι' αυτό και ετέθη εκ νέου, με διλημματικό τρόπο, το ζήτημα της πολιτικής ενότητας του ελληνισμού μεταξύ οικουμενικότητας -του γένους- και εθνικού κράτους. Οι Έλληνες, ιδιαίτερα εκείνοι της Διασποράς, θα επιχειρούν να ανασυστήσουν ένα «Χριστιανικό Βαλκανικό Κράτος του Ελληνικού Έθνους». Ο Ρήγας, στο «Σύνταγμά» του, θα επιχειρήσει να συγκεράσει το ιδεώδες της Γαλλικής Επανάστασης με το βυζαντινό πολυεθνικό, αυτοκρατορικό ιδεώδες, προτείνοντας μια «Βαλκανική Δημοκρατία του Ελληνικού Έθνους», όπου θα συνυπάρχουν πολλές εθνικές ομάδες οι οποίες όμως θα έχουν ως επίσημη γλώσσα την ελληνική και ως σύμβολο τον σταυρό. Τα ίδιο θα συμβεί και με την απόπειρα της «Φιλικής Εταιρείας» για μια παμβαλκανική επανάσταση υπό την ηγεμονία των Ελλήνων. Τέλος, ο Ίων Δραγούμης και ο Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης, στην Οργάνωσιν Κωνσταντινουπόλεως, το 1910, επιχειρούν να διασώσουν το ίδιο όραμα λίγο πριν τον τελικό κατακλυσμό. Για μία ακόμα φορά, όπως συνέβη και τον 13ο αιώνα, το οικουμενικό όνειρο του ελληνισμού θα συντριβεί το 1922, και ο σύγχρονος ελληνισμός θα επιστρέψει σε μια λογική έθνους-κράτους, όχι ταυτόσημη αλλά ανάλο­γη με εκείνη του 1204/1261.


Η απόπειρα μιας, λίγο-πολύ, ομαλής μετάβασης από τον μεσαιωνικόελληνισμό, τον βυζαντινό, στον νεώτερο, μέσα από τον σταδιακό μετασχη­ματισμό του Βυζαντίου, όπως συμβαίνει κατά τον 11ο και τον 12ο αιώνα, όταν αναδύεται ήδη η νεοελληνική ιδιοπροσωπία, θα συνθλιβεί κάτω από την ταυτόχρονη και συντονισμένη πίεση Ανατολής και Δύσης - και, στην πρώτη φάση, προπαντός της Δύσης.


Ο νεώτερος ελληνισμός θα διαμορφωθεί, λοιπόν, μετά την ολοκλήρωση της λατινο-φραγκικής κατάκτησης, το 1204, διά της αντιστάσεως στην υποταγή του και θα ζήσει εφτά αιώνες -έως το 1922- υπόδουλος, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, στην τουρκική Ανατολή ή τη Δύση, άλλωστε, η αποικιοκρατούμενη και υποδεέστερη θέση του έναντι της Δύσεως συνεχίζεται ακόμα, οκτώ αιώνες μετά, το 2006, όταν σύρονται αυτές οι γραμμές.


Η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού θα μεταβληθεί, έτσι, σε συγκρότηση εν δουλεία. Με όλες τις συνέπειες που έχει κάτι τέτοιο στην εμπέδωση ενός άτυπου χαρακτήρα που συνδυάζει την υποταγή και την αντίσταση, τη λήθηκαι τη μνήμη, τη ρήξη ανάμεσα στις ελίτ -που συχνά εντάσσονται υποχρεωτικώς στις δομές της ξένης κυριαρχίας- και το λαϊκό σώμα που διατηρεί την παράδοση. Θα χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα από την αντιπαράθεσηανάμεσα σε κάθε απόπειρα ψευδούς «εκσυγχρονισμού», η οποία γίνεται αντιληπτή ως βιασμός του λαϊκού σώματος, και τη διατήρηση της συνέχειας - μιας συνέχειας που, για να επιβεβαιωθεί, αναγκάζεται συχνά να προσφεύγει ακόμα και στον συντηρητισμό ή την ιδεολογική αρτη­ριοσκλήρυνση.


Δεν θα μπορέσουμε, λοιπόν, να ολοκληρώσουμε την Αναγέννηση, που είχε αρχίσει να διαφαίνεται από τον 11ο αιώνα και θα λάμψει για μια τελευταία φορά στον Μυστρά, αντιθέτως, οι λόγιοί μας είτε θα σκορπίσουν στη Δύση είτε θα ενταχθούν στην εκκλησιαστική παράδοση, που θα διατηρήσει σε εποχές δουλείας τη συνέχεια του ελληνισμού - με τίμημα την επιβολή μιας αττικίζουσας γλώσσας, την προσκόλληση στο γράμμα των κειμένων κ.ο.κ. Η «Αναγέννησή» μας θα μετατεθεί μερικούς αιώνες μετά, στον 18ο αιώνα -τόσο μακριά, ώστε κάποτε θα πιστέψουμε πως αυτή η απόπειρα υπήρξε και η πρώτη, ενταφιάζοντας έτσι την πρώιμη ελληνική Αναγέννηση, εκείνη της υστεροβυζαντινής περιόδου.


Αυτή η «αναστολή» της Αναγέννησής μας θα διακόψει την αδιάσπαστη συνέχεια ανάμεσα στον μεσαιωνικό και τον νεώτερο ελληνισμό, ανάμεσα στο έπος του Διγενή Ακρίτα, τη «Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου» και τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», το «Αξιον Εστί» και τη «Ρωμιοσύνη», ανάμεσα στον Μιχαήλ Ψελλό, τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον Μανουήλ Πανσέληνο και τον ... Ευάγγελο Παπανούτσο, τον Κώστα Παπαϊωάννου, τη Φιλοκαλική Αναγέννηση ή τον Κόντογλου και τον Τσαρούχη ... Θα μεσο­λαβή­σει η φραγκική κατάκτηση και θα ακολουθήσει, ως φυσική της συνέπεια, η τουρκική.


Τα αίτια μιας αποσιώπησης

Πώς και γιατί, λοιπόν, σβήστηκε και αποσιωπήθηκε το 1204 από τη συλλογική μνήμη, παρότι αποτέλεσε ένα γεγονός αποφασιστικότερης σημασίας και από αυτή την Αλωση του 1453; Διότι, το 1204, η Κωνσταντινούπολη παρέμενε ακόμα η βασιλίδα των πόλεων σε όλη την Ευρώπη και, ανάμεσα στ' άλλα, διέθετε ένα ή ίσως και δύο Πανεπιστήμια, ενώ το 1453 ήταν ήδη, στο μεγαλύτερο μέρος της, ένας ακατοίκητος σωρός ένδοξων ερειπίων.


Πώς και γιατί δεν αντιμετωπίζεται από το σύγχρονο ελληνικό κράτος και τους οργανικούς του διανοούμενους ως τογενέθλιο ορόσημο στην ιστορία του νεώτερου ελληνικού έθνους, παρόλο που το επισημαίνουν όλοι οι μεγάλοι ιστο­ρικοί μας, άσχετα από την ιδεολογική τους κατεύθυνση;


Αυτή η αποσιώπηση έχει βαθύτατα ελατήρια, διότι η αναγνώριση του «1204» ως της αφετηρίας του νεώτερου ελληνισμού θα λειτουργούσε ως ιδεολογική θρυαλλίδα για το καθεστώς της εξάρτησης και της υποταγής στη Δύ­ση:


Κατ' αρχάς, διότι θα καταδείκνυε πως οι νεώτεροι Έλληνες συγκρότησαν την ταυτότητά τους σε αντιπαράθεση και με τη δυτική αποικιοκρατία και όχι μόνο με τους Οθωμανούς, αντιπαράθεση η οποία δεν περιορίζεται στη θρησκευτική σύγκρουση ή την οικονομική -μια μόνιμη απομύζηση ή στρέβλωση, που συνεχίζεται ακόμα και σήμερα-, αλλά υπήρξε και σε μεγάλο βαθμό εδαφική. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως οι Βενετσιάνοι κατείχαν τηνΚύπρο μέχρι το 1571, την Κρήτη μέχρι το 1667, την Πελοπόννησο, με διαλείμματα, μέχρι το 1715, τα Ιόνια Νησιά μέχρι το 1797, για να τα πάρουν με τη σειρά τους οι Γάλλοι και να τα κρατήσουν οι Αγγλοι μέχρι το 1861. ΗΚύπρος, δε, πέρασε από τους Λουζινιάν στους Ενετούς, στη συνέχεια στους Τούρκους και μετά στους Άγγλους μέχρι το 1960, ενώ τα Δωδεκάνησα θα επιστρα­φούν στην Ελλάδα από τους Ιταλούς μόλις το 1948.


Οι εισβολές και επιδρομές από τη Δύση ήταν αναρίθμητες από το 1071 και δώθε. Σταυροφορίες, Νορμανδοί, 1204, Καταλανοί, Ναΐτες Ιππότες, για να φθάσουμε στους αποκλεισμούς για τον Πατσίφικο, στις αποβάσεις στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την Ιταλική και ΓερμανικήΚατοχή, τέλος την αγγλική και αμερικανική επέμβαση. Ακόμα και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, η νησιωτική και δυτική Ελλάδα παρέμενε, για τριακόσια ή τετρακόσια χρόνια, μια no man's land όπου συγκρούονταν Οθωμανοί και Δυτικοί, κυρίως Βενετσιάνοι, για την κατοχή ενός στρατηγικού «ενδιάμεσου χώρου», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εγχώρια οικονομία και τους ελληνικούς πληθυσμούς.


Η αποφασιστική στιγμή της «στροφής» υπήρξε η περίοδος ανάμεσα στο 1071 και τον 14ο αιώνα, την οποία συμβολικά χαρακτηρίζουμε ως «1204», όταν οι Φράγκοι θα απομυζήσουν και θα διαμελίσουν τον βυζαντινό ελληνισμό, για να τον παραδώσουν ανήμπορο στα χέρια των Οθωμανών. Ο ελληνισμός δεν θα μπορέσει ποτέ πια να σταθεί στα πόδια του ως αυτόνομος χώρος, ως συνέχεια της ελληνικής «οικουμένης», και θα επιβιώνει στο εξής ως ένας απλός μεθοριακός χώρος μεταξύ Ανατολής και Δύσης.


Η αποδοχή αυτών των διαπιστώσεων θα έθετε ως αίτημα, προφανώς, την ολοκλήρωση της απο-αποικιοποίησης του ελληνικού χώρου και θα οδηγούσε, με μια δεύτερη λογική συνεπαγωγή, στη διαπίστωση πως η αποικιοκρατία συνεχίζεται με νέες μορφές και παραμένει ζητούμενο η απόσεισή της. Με όλες τις ιδεολογικές, πολιτικές και οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας παρα­δοχής.


Και όμως, η αναγνώριση της σημασίας του 1204 ως αφετηριακού ορόσημου για τη συγκρότηση του νέου ελληνισμού θα αποκαθιστούσε αδιαμφισβήτητα και την ενότητα της διαχρονίας μας, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, διά μέσου του Βυζαντίου, και η νεώτερη ελληνική ιστορία θα χωριζόταν σε τρεις υποπεριόδους: 1204-1453 / 1453-1821 / 1821 έως σήμερα. Θα κατέρρεε, συνεπώς, το καινοφανές -ίσως στα όρια του αστεϊσμού, αλλά κυρίαρχο στην ύστερη μεταπολίτευση- ιδεολόγημα που θέλει τη συγκρότηση του νεώτερου ελληνισμού να έχει ως αφετηρία τον «Διαφωτισμό» του 18ου αιώνα, δηλαδή να είναι πλήρως προσδεδεμένη και παράγωγη της δυτικοευρωπαϊκής εθνογένεσης, και όχι τον 12ο-13ο αιώνα, ως συνέχεια του Βυζαντίου.


Θα έπρεπε να αλλάξει κατεύθυνση η σύγχρονη κυρίαρχη ιδεολογία -διανοουμένων και κράτους- και να στραφεί προς τη διερεύνηση της ελληνικήςιδιαιτερότητας, και έχοντας αυτή ως αφετηρία να μελετηθούν οι συνάφειές της τόσο με τη Δύση όσο και με την Ανατολή. Ούτε λίγο ούτε πολύ, θα ζητούσαμε από το ελληνικό κράτος και τους οργανικούς του διανοούμενους να αποσείσουν τουλάχιστον διακοσίων χρόνων τυφλή υποταγή στο δυτικό παράδειγμα!


Ίσως η λήθη της σημασίας του 1204, που χαρακτήριζε την κυρίαρχη ιδεολογία στον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα, να ήταν σε ένα βαθμό κατανοητή -δεδομένου ότι η αντιπαράθεση με την Τουρκία κατελάμβανε σχεδόν όλο τον ορίζοντα. Μετά τη μεταπολίτευση, όμως, μεταλλάσσεται σε ασύγγνωστη συστηματική παρασιώπηση, απόκρυψη και διαστρέβλωση της ιστορίας, η οποία θα επεκταθεί, σταδιακώς, από την πρώτη στη ... δεύτερη «Αλωση».


Τωόντι, η παλαιότερη «διαφωτιστική» ή φιλοδυτική γενιά διανοουμένων, το παλαιό ελληνικό κράτος, είχαν θέσει ως ορόσημο της γένεσης του νεοελληνικού έθνους το 1453. Έτσι τουλάχιστον διαφύλατταν κάτι από το αντιστασιακό ήθος του, έστω και αν ήταν μονομερές και μονόπλευρο, προς την Τουρκοκρατία και μόνο, αποκρύπτοντας την αποικιοκρατική υπαγωγή τους στη Δύση. Η νεώτερη γενιά των διανοουμένων, όμως, και το θνήσκον ελληνικό κράτος της εποχής της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», τείνει να μεταθέσει τα όρια της γένεσης του ελληνικού έθνους στη μετά το 1821 περίοδο, ως συνέπεια της συγκρότησης του «κράτους» - το έθνος καθίσταται απότοκο της κρατικής υπόστασης και όχι το αντίστροφο. Έτσι, εγκαταλείπεται πλέον κάθε αντιστασιακή διάσταση της συγκρότησης του ελληνικού έθνους, ακόμα και έναντι της τουρκικής «Ανατολής», έστω και αν συνεχίζεται, για παράδειγμα, η κατοχή της Κύπρου. Η παρασιώπηση της δυτικής αποικιοκρατίας και του αντιστασιακού ήθους του νεώτερου ελληνισμού έχει, εν τέλει, ως έσχατη και αναγκαία συνέπεια και την υποτίμηση της οθωμανικής κυριαρχίας.


Είμαστε, λοιπόν, υποχρεωμένοι να αναπλεύσουμε το ρεύμα της ιστορίας: Για να αναγνωρίσουμε την ιδιοπροσωπία μας, πρέπει να ανατρέξουμε σε ένα προγενέστερο του 1453 ορόσημο, εκείνο του 1204, έστω και αν επαναλαμβάνουμε απλώς ή ανασύρουμε από τη λήθη αυτά που έχουν τονί­σει οι σημαντικότεροι ιστορικοί μας.


Οκτώ αιώνες μετά το 1204, θέτουμε και πάλι ως προϋπόθεση για την απο-αποικιοποίηση της σκέψης μας -τουλάχιστον αυτής, μια και η αποτίναξη των υλικών δεσμών είναι πολύ πιο δύσκολη- το αίτημα της αναγνώρισης μιας ταυτότητας συγκροτημένης διά της αντιστάσεως.