Τρίτη 9 Απριλίου 2013

Η ΠΛΩΤΙΝΟΠΟΛΗ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ



Ο Ηρακλής μάχεται με την λερναία Ύδρα

Ελληνική πόλη της Ρωμαϊκής εποχής έρχεται στο φως στην κοιλάδα του Έβρου Βρέθηκαν μοναδικής τέχνης ψηφιδωτά με μυθολογικά θέματα



Τμήμα ψηφιδωτού δαπέδου καθώς έρχεται στο φως . Θαλάσσιες, τερατόμορφες μορφές με Τρίτωνες ιχθυοκένταυρους .Νηρηίδες και δελφίνια απεικονίζονται σε ένα θαυμάσιο ψηφιδωτό δάπεδο της ρωμαϊκής εποχής βίλας, που ανασκάπτεται στο λόφο της Αγίας Πέτρας στο Διδυμότειχο.



Η θέση των ανασκαφών στο Διδυμότειχο


Και δεν είναι τα μόνα ευρήματα, καθώς αυτός ο βραχώδης, οχυρός λόφος φαίνεται ότι κρύβει την ρωμαϊκής εποχής Πλωτινόπολη δηλαδή την πόλη, που ίδρυσε ο ρωμαίος αυτοκράτορας Τραϊανός σε ένα στρατηγικό σημείο για τον έλεγχο της κοιλάδας του Έβρου δίνοντάς της το όνομα της γυναίκας του Πλωτίνης.

Ένα ακόμη ψηφιδωτό δάπεδο με γεωμετρικά σχήματα και σύμβολα βρέθηκε εξάλλου σε μία μεγάλη αίθουσα του κτιρίου, η οποία ταυτίζεται με το τυπικό για τις συνήθειες των Ρωμαίων triclinium, δηλαδή το δειπνητήριο.


Η ανασκαφή, που διεξάγεται με επικεφαλής τον αρχαιολόγο κ. Ματθαίο Κουτσουμανή έχει φέρει στο φως ως σήμερα το ανατολικό τμήμα του τρικλινίου, περί τα 70 τ. μ. επί συνόλου 130 _ 140 τ. μ. που υπολογίζεται ότι καταλάμβανε η έπαυλη. Σύμφωνα με τον κ. Κουτσουμανή μάλιστα ένα ακόμη ψηφιδωτό δάπεδο αποκαλύπτεται, μαζί με τμήματα τοιχογραφίας, η οποία χρονολογείται περί τα τέλη του 2ου με αρχές 3ου αιώνα.













Να σημειωθεί ότι η ταύτιση της Αγίας Πέτρας με την Πλωτινόπολη έχει γίνει από το 1959-60 από τον καθηγητή Γεώργιο Μπακαλάκη. Σύμφωνα με τον Ιεροκλέα και τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο εξάλλου ήταν μία από τις πέντε πόλεις της επαρχίας Αιμιμόντου. Επίσης στα εκκλησιαστικά χρονικά αναφέρεται ως έδρα επισκόπου της επαρχίας που υπαγόταν στο μητροπολίτη Αδριανουπόλεως. Από τον Προκόπιο επίσης είναι γνωστό ότι ο Ιουστινιανός ανοικοδόμησε τα τείχη της Πλωτινόπολης.

Τυχαίο εύρημα της πόλης υπήρξε το 1965 μία χρυσή, σφυρήλατη προτομή του ρωμαίου αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου (193-211 μ. Χ.) κατά την κατασκευή χαρακώματος από στρατιώτες και σε βάθος μόλις 1,60μ. Οι πρώτες συστηματικές ανασκαφικές έρευνες πραγματοποιήθηκαν από τη ΙΘ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων το καλοκαίρι του 1977 και στις αρχές της δεκαετίας του '80. Οι νέες ανασκαφές άρχισαν το 1996 και τώρα πλέον διεξάγονται με πιστώσεις του δήμου Διδυμοτείχου.
Η ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΠΛΩΤΙΝΟΠΟΛΗ ΥΠΟ ΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟ ΜΑΤΘΑΙΟ ΚΟΥΤΣΟΥΜΑΝΗ

Η ανασκαφική έρευνα στην Πλωτινόπολη πραγματοποιείται στο μέσον περίπου της ανατολικής, ομαλής πλαγιάς του λόφου απέναντι ακριβώς από τον ποταμό Έβρο, στην περιοχή όπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ανασκάφηκε το κτίριο με τα ψηφιδωτά δάπεδα. Ερευνάται η περιοχή Βόρεια (Τομέας Α) και Δυτικά (Τομέας Β) του κτιρίου με τα ψηφιδωτά, με σκοπό τον εντοπισμό κτισμάτων και τη μελέτη της στρωματογραφίας.

Τομέας Α

Ανασκάφηκαν λείψανα κτιρίων τα οποία μαζί με το κτίριο με τα ψηφιδωτά ανήκουν πιθανότατα σε ένα μεγάλο κτιριακό συγκρότημα. Η κεραμική, τα νομίσματα και τα άλλα κινητά ευρήματα δείχνουν ότι ο χώρος βρισκόταν σε χρήση από το 2ο μέχρι το τέλος του 6ου αι. μ.Χ..

Τομέας Β

Αποκαλύφθηκε δάπεδο κτιρίου ρωμαϊκών χρόνων (2ος αι. μ.Χ.) και σύστημα αγωγών που θα μπορούσε – αν λάβει κανείς υπόψη του και το υπόκαυστο που βρέθηκε λίγο βορειότερα – να σχετιστεί με ένα δημόσιο λουτρό ή με λουτρό πολυτελούς κατοικίας.



Το πιο εντυπωσιακό όμως εύρημα των χρόνων αυτών είναι ένα πηγάδι, με εσωτερική διάμετρο 2,20 μ., κατασκευασμένο με λαξευτούς γωνιόλιθους σύμφωνα με το ισοδομικό σύστημα τοιχοδομίας. Αποκαλύφτηκαν 14 σειρές γωνιολίθων, μέχρι το βάθος των 7,50 μ. Μόλις αποκαλύφθηκε και η 14η σειρά, άρχισε να φαίνεται η θεμελίωσή του πάνω στο φυσικό βράχο. Αφού λαξεύσανε το φυσικό βράχο, όπου υπήρχαν ρωγμές τοποθέτησαν ψημένες πήλινες πλάκες και κονίαμα, στη συνέχεια, όπου χρειαζόταν μικρότερους λαξευμένους γωνιολίθους διαφόρων σχημάτων για να τον ευθυγραμμίσουν, και στο τέλος άρχισαν να τοποθετούν τους κανονικούς γωνιολίθους. Μέχρι στιγμής, στο βάθος των 12,67 μ. όπου έχει φτάσει η ανασκαφή, δεν έχει ακόμη εντοπιστεί ο πυθμένας του.

Η ανασκαφή εξωτερικά του πηγαδιού δεν προχώρησε σε μεγάλο βάθος, από το φόβο μήπως η στατική κατάστασή του δημιουργούσε κάποιο πρόβλημα ασφάλειας. Αποκαλύφθηκε, ωστόσο, τμήμα της εξωτερικής πλευράς των γωνιολίθων. Επιπλέον, από την περιοχή αυτή συλλέχθηκε λεπτή κεραμική αυτοκρατορικών χρόνων. Εδώ πρέπει να σημειωθεί η μεγάλη ποσότητα λατύπης, γεγονός που αποδεικνύει ότι η τελική κατεργασία των γωνιολίθων πριν την τοποθέτησή τους γινόταν στην περιοχή αυτή.

Στο βόρειο τμήμα του πηγαδιού και σε βάθος 2,50 μ. από το σωζόμενο χείλος του βρέθηκε άνοιγμα διαστάσεων 2,25Χ1,15Χ1,80 μ. Στο πάνω μέρος φέρει τοξωτό υπέρθυρο που πατά σε δυο παραστάδες ύψους 1,80 μ. η κάθε μία. Φράσσεται με μία κάθετη λίθινη πλάκα η οποία φέρει αβαθείς αυλακώσεις προς την πλευρά του πηγαδιού.

Το άνοιγμα αυτό οδηγεί σε ορθογώνιο καμαροσκέπαστο θάλαμο.

Αφού αφαιρέθηκε η επίχωση, αποκαλύφθηκε το δάπεδο του θαλάμου το οποίο ήταν στρωμένο με πήλινες πλάκες που σώζονται στη θέση τους μόνο στο νότιο τμήμα. Παράλληλα, διαπιστώθηκε ότι ο θάλαμος έχει διαστάσεις 4Χ2,15Χ3,50 μ. και είναι κτισμένος με λαξευμένους γωνιόλιθους πάχους 0,46-0,52 μ. ο καθένας. Οι γωνιόλιθοι της πέμπτης σειράς είναι λαξευμένοι με τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργείται μία εσοχή, επάνω στην οποία πατά η θολωτή οροφή του. Στο κέντρο της θολωτής οροφής υπάρχει τετράγωνο άνοιγμα, ενώ στη ΒΑ γωνία βρέθηκε λίθινος κίονας.

Στη βόρεια στενή πλευρά του θαλάμου αποκαλύφθηκε άλλο άνοιγμα, το οποίο και αποτελούσε την είσοδό του. Στο πάνω μέρος της εισόδου υπάρχει μονολιθικό τοξωτό υπέρθυρο, που πατά σε δύο παραστάδες, οι οποίες σχηματίζονται από τους γωνιόλιθους κατασκευής του θαλάμου. Στην εξωτερική πλευρά της εισόδου, ανατολικά και δυτικά αυτής, αποκαλύφθηκαν δύο τοίχοι – το μήκος των οποίων είναι 3,35 μ. και το μέγιστο ύψος τους 3 μέτρα – και ανάμεσά τους σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο θάλαμο.



Το παραπάνω συγκρότημα (πηγάδι και θάλαμος) έχει σχέση με την υδροδότηση. Θα πρέπει, δηλαδή, να χρησιμοποιούσαν το θάλαμο για την άντληση του νερού από το πηγάδι. Αυτό εξηγεί και τις αβαθείς αυλακώσεις που έχει η λίθινη πλάκα προς την πλευρά του πηγαδιού. Θα δημιουργήθηκαν από την τριβή του σχοινιού κατά την άντληση του νερού από το πηγάδι. Το δε νερό δε θα ξεπερνούσε το ύψος του ανοίγματος. Υποθέτουμε δηλαδή τη χρήση του κάπως έτσι: από τα σκαλοπάτια, λοιπόν, κατέβαινε, έμπαινε στο θάλαμο, και οδηγούνταν στο πηγάδι όποιος ήθελε ν’ αντλήσει νερό.



Η ανασκαφή συνεχίστηκε βόρεια του πηγαδιού και του θαλάμου. Κατά την διάρκεια της ανασκαφής διαπιστώθηκαν τρεις φάσεις εγκατοίκησης οι οποίες παρά τη χρονική απόσταση που τις διακρίνει έχουν κοινό στοιχείο την καταστροφή τους από φωτιά.

Στα ανώτερα στρώματα της επίχωσης η τελευταία οικοδομική φάση (6ος -7ος αι.) πιθανόν να συνδέεται με την μεταφορά της πόλης από τον Ιουστινιανό σε μια πιο οχυρή τοποθεσία, Δυτικά της Πλωτινόπολης. Αντιπροσωπεύεται με λίγα πενιχρά οικοδομικά λείψανα.

Στην παλαιοχριστιανική φάση (τέλη 4ου – 5ος αι. μ.Χ.) ανήκουν αποθηκευτικός πίθος που βρέθηκε στη θέση του και οι τοίχοι ενός κτιρίου στη θεμελίωση των οποίων χρησιμοποιήθηκαν οι παλαιότεροι ρωμαϊκοί (2ος – 3ος αι. μ.Χ.).

Το δάπεδο της ρωμαϊκής αίθουσας καλύπτεται από ψηφιδωτό με φυτικά και γεωμετρικά θέματα και είναι κατασκευασμένο με την τεχνική της κομμένης σε σχήμα κύβου πέτρας διαστάσεων 1.00 Χ 1.00 εκ.



Στο κατώφλι της ανατολικής εισόδου φέρει πέλτες εκατέρωθεν ρόμβου που ορίζονται από στενή ορθογώνια ταινία. Στο ανατολικό τμήμα του δωματίου κυριαρχούν οι λευκές ψηφίδες που αναπτύσσονται σε μια ενιαία επιφάνεια (1.60 Χ 5.30μ.) και ακολουθεί το μοτίβο της ελισσόμενης βλαστόσπειρας από τα άκρα της οποίας εκφύονται φύλλα κισσού.

Ταινίες με άσπρες και μαύρες ψηφίδες προοιωνίζουν την απαρχή της κεντρικής διακόσμησης. Οι διακοσμητικές ζώνες που πιθανότατα περικλείουν την κεντρική παράσταση, κοσμούνται με γεωμετρικά θέματα αποδοσμένα με μια αξιοθαύμαστη χρωματική ποικιλία που εξαντλείται μέσα από την αδιάκοπη εναλλαγή των σχημάτων που δίνει την εντύπωση χαλιού.

Στην εξωτερική ζώνη μέσα σε κίτρινο φόντο ρόμβοι μικρότεροι και μεγαλύτεροι από λευκές και μαύρες ψηφίδες εναλλάσσονται μεταξύ τους. Στην εσωτερική ζώνη ρόμβοι, τετράγωνα, τρίγωνα και σταυροί που δημιουργούνται από την χρήση του λευκού, του κόκκινου, του κίτρινου και του μαύρου χρώματος άλλοτε περιβάλλουν και περιβάλλονται, άλλοτε αποδίδονται μεμονωμένοι, κι άλλοτε αλληλοσυμπλέκονται αποκαλύπτοντας την διακοσμητική διάθεση του καλλιτέχνη και το υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο των κατοίκων της.

Πιστεύω ότι το παραπάνω δωμάτιο έχει άμεση σχέση με το κτίριο που ανασκάφτηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 από την κ. Σκαρλατίδου και έφερε ψηφιδωτά δάπεδα με μυθολογικές παραστάσεις (Η Λήδα και ο Κύκνος και οι Άθλοι του Ηρακλή). Πρόκειται ουσιαστικά για την βόρεια και την ανατολική πτέρυγα μιας πολυτελούς Ρωμαϊκής οικίας ή κάποιου οικοδομικού συγκροτήματος με δημόσιο χαρακτήρα (λουτρά).
Βέβαια η εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μετά τη συνέχιση της ανασκαφής και την ενοποίηση των παλαιών με τις νέες τομές και μέσα από τη συγκριτική μελέτη των ανασκαφικών δεδομένων.

rodopinews.gr/

Κάστρο Πόταμου (Κάστρο Άβαντα) στον Έβρο

Στον επαρχιακό δρόμο που οδηγεί από την Αλεξανδρούπολη προς το χωριό Άβαντα, στην ενδοχώρα, βόρεια της Αλεξανδρούπολης, πάνω έναν λοφίσκο, βρίσκονται τα εντυπωσιακά ερείπια μεσαιωνικού φρούριου, από το οποίο σώζονται τρεις τετράγωνοι πύργοι και, σε ορισμένα σημεία, διπλό τείχος.


Η κατασκευή του κάστρου μάλλον έγινε για να προστατευθεί η παραθαλάσσια περιοχή -και ειδικά η Τραϊανούπολη- από τις επιδρομές των Βουλγάρων και λοιπών βαρβάρων από το Βορρά.


Επιπλέον, το σημείο που είναι χτισμένο ελέγχει μια από τις διαβάσεις από την πεδιάδα της Κομοτηνής προς τα ανατολικά.


Η προέλευση του κάστρου δεν είναι ξεκάθαρη. Στην περιοχή βρέθηκαν και ίχνη οικισμού και οχυρώσεων προϊστορικής και αρχαϊκής περιόδου. Επίσης είναι βέβαιο ότι η τοποθεσία ήταν οχυρωμένη κατά τη Πρώτη Βυζαντινή περίοδο και ίσως από πιο πριν, από τους ρωμαϊκούς χρόνους.


Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, τα απομεινάρια του κάστρου προέρχονται από οικοδόμημα που έγινε από τους Γατελούζους, τους Γενουάτες κυρίαρχους της περιοχής κατά το 13ο αιώνα.


Νεότερες απόψεις ταυτίζουν το φρούριο με τη Βυζαντινή Περιστεριά.














Πηγή: www.kastra.eu





Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Οι Θρακιώτες Οικουμενικοί Πατριάρχες μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως


Συνοπτική ιστορική καταγραφή του βίου και της δράσεως των αγνώστων στο ευρύ κοινό Θρακών Πατριαρχών
Γράφει ο θεολόγος, εκκλησιαστικός ιστορικός και νομικός Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

Κύριλλος Γ’ ο Σπανός

Καταγόταν από την Ξάνθη. Έγινε μητροπολίτης Κορίνθου, δύο φορές Φιλιππουπόλεως και τέλος Τυρνόβου. Τον Ιούνιο του 1651 κατέλαβε πραξικοπηματικά τον Οικουμενικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, απάγοντας τον Ιωαννίκιο Β΄, αλλά η πατριαρχική Σύνοδος δεν τον ανεγνώρισε και μετά οκτώ ημέρες αντικαταστάθηκε από τον Αθανάσιο Β΄ τον Πατελάριο. Τον Μάρτιο του 1654 αναρριχήθηκε και πάλι στον Πατριαρχικό θρόνο και μετά από 14 ημέρες αντικαταστάθηκε από τον Παϊσιο Α΄, ο οποίος τον εξόρισε στην Κύπρο.

Κύριλλος Στ΄

Εγεννήθη στην Αδριανούπολη το 1775 και το κοσμικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος Σερμπετζόγλου. Ο τότε μητροπολίτης Αδριανουπόλεως και μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Καλλίνικος ο Δ΄ τον βοήθησε να σπουδάσει, τον χειροτόνησε διάκονο και τον προσέλαβε ως γραμματέα του. Παρέμεινε βοηθός του όταν ο Καλλίνικος ανέλαβε τη μητρόπολη Νικαίας (1792) και αργότερα όταν εξελέγη Πατριάρχης (1801). Ήδη ως αρχιδιάκονος συνέβαλε στην αναδιοργάνωση της Μεγάλης του Γένους Σχολής, προσφέροντας μάλιστα χρήματα από την προσωπική του περιουσία. Υπήρξε λόγιος και συγγραφέας.
Τον Σεπτέμβριο του 1803 εξελέγη μητροπολίτης Ικονίου, όπου και παρέμεινε για επτά συναπτά έτη ενισχύοντας με κάθε τρόπο την παιδεία, ιδρύοντας σχολεία, ενισχύοντας οικονομικά τους φτωχούς μαθητές, μοιράζοντας δωρεάν βιβλία και φροντίζοντας για την επισκευή και την ανέγερση εκκλησιών.
Τον Οκτώβριο του 1810 ανέλαβε την μητρόπολη Αδριανουπόλεως και στις 4 Μαρτίου του 1813 εξελέγη στον Οικουμενικό Θρόνο και αφοσιώθηκε με περισσότερες δυνάμεις στο παιδαγωγικό και κοινωφελές έργο του. Συνετέλεσε στη διάδοση της Αγίας Γραφής της Βιβλικής Εταιρείας και του Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου. Ενίσχυσε επίσης τη Μεγάλη του Γένους Σχολή και την αντίστοιχη της Τραπεζούντας, ενώ ίδρυσε σχολή για την διδασκαλία και της βυζαντινής – εκκλησιαστικής μουσικής (1815).
Υπήρξε ακόμη κρυφός σύμβουλος της επαναστατικής Φιλικής Εταιρείας και με απόφαση του Σουλτάνου Μαχμούτ του Β΄, εξαναγκάσθηκε σε παραίτηση από τον Οικουμενικό θρόνο στις 13 Δεκεμβρίου του 1818, παρά βέβαια τις προσπάθειες πολλών εκπροσώπων των πιστών να τον κρατήσουν στο θρόνο. Εξορίσθηκε στο Άγιον Όρος, έπειτα μετέβη στην Αίνο και τελικά εγκαταστάθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στην Αδριανούπολη.
Με την έκρηξη της εθνικοαπελευθερωτικής επαναστάσεως του 1821 και τους φοβερούς διωγμούς και σφαγές των κληρικών από τους Οθωμανούς, ο Σουλτάνος διέταξε και την θανάτωση του Κυρίλλου. Ο Κύριλλος συνελήφθη από τον Βαλλή (νομάρχη) της Αδριανουπόλεως και απαγχονίστηκε. Το λείψανό του παρέμεινε στην αγχόνη επί τρεις ημέρες και έπειτα ερρίφθη στον ποταμό Έβρο, ώσπου το βρήκε ο μυλωνάς Χρήστος Αργυρίου από το χωριό Πύθιο του Νομού Έβρου. Ο Κύριλλος είναι εθνομάρτυρας και Άγιος της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας του Χριστού. Ο Άγιος Κύριλλος συνέγραψε γύρω στους 150 λόγους και εξέδωσε διάφορα ιστορικού περιεχομένου δοκίμια.

Αγαθάγγελος

Εγεννήθη σε κάποιο χωριό, κοντά στην Αδριανούπολη στην οποία έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Εκάρη μοναχός στη μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους και αργότερα (γύρω στα 1800) χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και διορίσθηκε εφημέριος στην ελληνική κοινότητα της Μόσχας. Τον Νοέμβριο του 1815 εξελέγη μητροπολίτης Βελιγραδίου και τον Αύγουστο του 1825 μητροπολίτης Χαλκηδόνος. Τελικώς στις 26 Σεπτεμβρίού του 1826 εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Κατόπιν εντολής του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ έστειλε αντιπροσώπους του Πατριαρχείου στον Ιωάννη Καποδίστρια ζητώντας υποταγή στην Υψηλή Πύλη. Ο Κυβερνήτης όμως απήντησε ότι οι Έλληνες ήταν αποφασισμένοι να επιμείνουν στον αγώνα τους για την ελευθερία τους. Πάντως η ενέργεια του Πατριάρχου θεωρήθηκε αντεθνική και σε συνδυασμό με κάποιες οικονομικές και διοικητικές ατασθαλίες προκάλεσε τον εκθρονισμό του, στις 5 Ιουλίου του 1830. Μετά από ένα σύντομο χρονικό διάστημα επιτηρήσεώς του από εφημερίους στο Καδίκιοϊ της Κωνσταντινουπόλεως, εξορίσθηκε στην Καισάρεια, αλλά κατόρθωσε να διαφύγει στην Αδριανούπολη, όπου εκοιμήθη στις αρχές του 1832.

Άνθιμος Ε΄ ο Χρυσαφίδης

Κατήγετο από το Νεοχώριο Ραιδεστού της Ανατολικής Θράκης. Υπήρξε πρωτοσύγκελλος της μητροπόλεως Δέρκων. Αργότερα εξελέγη μητροπολίτης Αγαθουπόλεως (1815-1821) και στη συνέχεια μετετέθη στις μητροπόλεις Αγχιάλου (1821-1831) και Κυζίκου (1831-1841). Μετρίας μορφώσεως και παιδείας, αλλά άνδρας ενάρετος και με πολλές διοικητικές ικανότητες υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες της εκθρονίσεως του Πατριάρχου Ανθίμου Δ΄, τον οποίο και διεδέχθη στις 5 Μαΐου του 1841. Πατριάρχευσε για ένα περίπου έτος, έως την 12η Ιουνίου του 1842.

Διονύσιος Ε΄

Εγεννήθη στην Αδριανούπολη το έτος 1820 και το κοσμικό του επώνυμο ήταν Χαριτωνίδης. Από το 1840 και για 11 συναπτά έτη εδίδασκε το μάθημα των ελληνικών στις Σαράντα Εκκλησιές και στο Διδυμότειχο. Το 1851 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1856 είχε φθάσει στο αξίωμα του Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το έτος 1858 έως και την Κρητική επανάσταση του 1866 υπήρξε μητροπολίτης Κρήτης και στη συνέχεια Διδυμοτείχου (1868-1837), Αδριανουπόλεως (1873-1880, 1886-1887) και Νικαίας (1880-1886).
Στις 23 Ιανουαρίού του 1887 διαδέχθηκε στον Οικουμενικό και Πατριαρχικό Θρόνο τον Ιωακείμ Δ΄και πατριάρχευσε μέχρι τον θάνατό του στις 13 Αυγούστου του 1891.
Τήρησε σκληρή στάση έναντι του Σουλτάνου, όταν έγινε προσπάθεια από την Υψηλή Πύλη να καταργήσει τα προνόμια της Εκκλησίας. Τότε ο Διονύσιος εκήρυξε την Εκκλησία εν διωγμώ και διέκοψε τις ιερουργίες από την 3η Οκτωβρίου του 1890 έως και την 24η Δεκεμβρίου του 1890, κατορθώνοντας να γίνουν σεβαστά τα προνόμια της Ορθοδόξου Εκκλησίας από μέρους του Σουλτάνου. Κυβέρνησε το πλοίο της Εκκλησίας αποτελεσματικά, καρποφόρα, αλλά και πολύ αυστηρά. Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης έχει σκιαγραφήσει τον χαρακτήρα του αειμνήστου Διονυσίου στο έργο του «Με του βοριά τα κύματα».

Ο από Μαρωνείας Οικουμενικός Πατριάρχης Νεόφυτος ο Ζ΄ (1789-1794, 1799-1801)


Ο μοναδικός Μητροπολίτης Μαρωνείας, ο οποίος ανήλθε στον οικουμενικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως - Μία άγνωστη πτυχή της τοπικής εκκλησιαστικής μας ιστορίας που φανερώνει τους ακατάλυτους δεσμούς μας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως


Ο από Μαρωνείας (1771-1789) μετέπειτα οικουμενικός πατριάρχης Νεόφυτος ο Ζ΄, κατά κόσμον Νικόλαος, εγεννήθη στη Σμύρνη και απέκτησε τη βασική παιδεία στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή της γενέτειράς του, πλησίον του γνωστού λογίου της περιόδου εκείνης Ιερόθεου Δενδρινού.
Εχρημάτισε στην συνέχεια μέγας αρχιδιάκονος του οικουμενικού πατριαρχείου και κατά τον Μάϊο του 1771, εχειροτονήθη μητροπολίτης Μαρωνείας, την οποία διεποίμανε μέχρι την 1η Μαΐου του 1789, οπότε και εξελέγη για πρώτη φορά οικουμενικός πατριάρχης.
Στη διάρκεια της αρχιερατείας του στη Μητρόπολη Μαρωνείας κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για την αναβάθμιση της παιδείας, την ανέγερση σχολείων, την οργάνωση του κοινοτικού συστήματος αυτοδιοικήσεως και την ανέγερση νέων ναών, μεταξύ των οποίων και ο ιστορικός ναός της Αγίας Αναστασίας Μάκρης, που επί τουρκοκρατίας υπήγετο στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Μαρωνείας.
Τον συγκεκριμένο ναό δεν ανήγειρε ως μητροπολίτης Μαρωνείας, αλλά συνέβαλε ως οικουμενικός πατριάρχης με την χορήγηση χρημάτων στην ανέγερσή του, κατά το έτος 1800.
Ίσως, υπόθεση κάνουμε, να συνέβαλε στην ανέγερση και του μητροπολιτικού ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κομοτηνής, ο οποίος ανηγέρθη κατά το ίδιο έτος (1800).
Όταν τον Μάιο του 1789 ο Νεόφυτος εξελέγη οικουμενικός πατριάρχης απεφάσισε να δώσει άμεσες λύσεις στα χρονίζοντα εκκλησιαστικά ζητήματα που απασχολούσαν το Φανάρι.Κατά την διάρκεια της πρώτης πατριαρχείας του (1789-1794) εκδόθηκαν τρεις «κανονικές διατάξεις», εκ των οποίων η κυριότερη είναι εκείνη που καταδικάζει τον πανθεϊσμό. Παράλληλα οργάνωσε τα οικονομικά του πατριαρχείου και των μοναστηρίων, ενώ συγχρόνως ρύθμισε την εκκλησιαστική υπαγωγή πολλών ιερών μονών σε διάφορες μητροπόλεις, καθώς και τον τρόπο της εσωτερικής τους διοικήσεως.
Ο πατριάρχης Νεόφυτος αναίρεσε συνοδικά την συνοδική αποδοκιμασία του βιβλίου «Περί συνεχούς μεταλήψεως», που είχε συγγράψει ο πρώην μητροπολίτης Κορίνθου Μακάριος.
Το 1792 επανεξεδόθη διορθωμένο το Ευχολόγιο της Εκκλησίας και ιδρύθη τακτική ελληνική σχολή στην Καισάρεια. Το δε επόμενο έτος (1793) με προτροπή του εκδόθηκαν τα δώδεκα μηνιαία της Εκκλησίας με την προσθήκη του τυπικού στην κάθε εορτή του χρόνου.
Επί των ημερών του Νεοφύτου ανηγέρθη ο ιερός ναός του Αγίου Αχιλλείου Λαρίσης, όπου επί 26 έτη δεν ετελείτο ο θεία λειτουργία, καθώς και ο καταστραφείς από πυρκαγιά ιερός ναός της Αγίας Φωτεινής στην Σμύρνη.
Ιδιαίτερη μέριμνα επέδειξε για την ανασύσταση της πατριαρχικής μουσικής σχολής στην Κωνσταντινούπολη και για την αναδιοργάνωση της Μεγάλης του Γένους Σχολής.
Ο Νεόφυτος την 1η Μαρτίου του 1894 εξαναγκάσθηκε σε παραίτηση, αποσύρθηκε στη Χάλκη και μετά στη Ρόδο, την Πάτμο (1796) και το Άγιον Όρος.
Υποστηριζόμενος από τον μεγάλο διερμηνέα της Υψηλής Πύλης Κωνσταντίνο Υψηλάντη εκλήθη και πάλι στην διοίκηση της εκκλησίας για δεύτερη φορά, στις 19 Δεκεμβρίου του 1798, και ανέλαβε τα πατριαρχικά του καθήκοντα τον Ιανουάριο του 1799.
Στη διάρκεια της δευτέρας πατριαρχείας (1798-1801) του, ο Νεόφυτος μερίμνησε κατά τα έτη 1799/1800 για την επαναλειτουργία της Αθωνιάδος Σχολής του Αγίου Όρους και την επίλυση των προβλημάτων της ιστορικής σχολής της Νάξου.
Παράλληλα ίδρυσε μετά από 413 έτη την μητρόπολη Κερκύρας και ευλόγησε, ύστερα από την σχετική άδεια της Υψηλής Πύλης, τη νέα σημαία του Ιονίου Κράτους στον πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου.
Επί του Νεοφύτου ενεκρίθη, κατόπιν πολλών συζητήσεων, η μετάφραση και έκδοση στην καθομιλουμένη γλώσσα των ιερών κανόνων της ορθοδόξου εκκλησίας.
Τότε εκδόθηκαν το «Κανονικόν» του Χριστόφορου και το «Πηδάλιον» Νικοδήμου του Αγιορείτου, ο οποίος εξέδωσε στην Κωνσταντινούπολη και το Μ. Ευχολόγιον. Με την άδεια του πατριάρχου Νεοφύτου εξεδόθησαν από το πατριαρχικό τυπογραφείο και οι κανόνες του Ιωάννου Νηστευτού.
Στην προσπάθεια να εμποδίσει την εξάπλωση αιρετικών ή και αντιθέων ιδεών, ο Νεόφυτος αναγκάσθηκε να αφορίσει τον μοναχό Χριστόδουλο τον Ακαρνάνα, του οποίου τα δημόσια κηρύγματα και τα γραπτά κείμενα μετέφεραν στο ποίμνιο ιδέες και θεωρίες που ήταν ουσιαστικά αντίθετες προς την ορθόδοξη πίστη.
Ο πατριάρχης Νεόφυτος ο Ζ΄, στις 17 Ιουνίου του 1801, εξαναγκάσθηκε και πάλι σε παραίτηση και εξορίστηκε στο Άγιον Όρος.

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

Ο Βασίλειος Βησσαρίων


Ο Βησσαρίων Γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου, τότε πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών. Το έτος γεννήσεώς του τοποθετείται μετά από τις πιο πρόσφατες έρευνες γύρω στο 1408, στις 2 Ιανουαρίου. Για αιώνες το κοσμικό του όνομα θεωρούνταν λανθασμένα Ιωάννης, πρόσφατα επικράτησε το όνομα Βασίλειος σαν ορθότερο. Αφού έλαβε την βασική του παιδεία στην Τραπεζούντα πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου φοίτησε κοντά στοΓεώργιο Χρυσοκόκη.

Το 1423 έγινε μοναχός με το όνομα Βησσαρίων. Το 1431 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και κατόπιν μετέβη στο Μυστρά για να παρακολουθήσει τα μαθήματα του διαπρεπούς φιλοσόφου Γεωργίου Πλήθωνα Γεμιστού. Με τον Πλήθωνα μυήθηκε στην πλατωνική φιλοσοφία, της οποίας αργότερα θα γίνει ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους στην Δύση. Το 1436 έγινε ηγούμενος σε μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης και τον επόμενο χρόνο αρχιεπίσκοπος Νικαίας. Μετείχε στην βυζαντινή αντιπροσωπία στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας ως ο διαπρεπέστερος εκπρόσωπος των ενωτικών, αν και αρχικά ανήκε στην παράταξη των ανθενωτικών. Στις 6 Ιουλίου του 1439 ήταν αυτός που ανέγνωσε στα ελληνικά την διακήρυξη της ένωσης των Εκκλησιών στον καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας, παρουσία του πάπα Ευγενίου του Δ΄ και του αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου.

Μετά το πέρας της Συνόδου επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου του ανακοινώθηκε η προαγωγή του σε Καρδινάλιο από τον Πάπα Ευγένιο Δ΄, μαζί με τον Ισίδωρο του Κιέβου. Το 1441 αναχώρησε ξανά για την Δύση για να αναλάβει τα καθήκοντά του σαν καρδινάλιος αλλά και εξαιτίας του εχθρικού κλίματος εναντίον των ενωτικών στην Κωνσταντινούπολη και δεν επέστρεψε ποτέ πια τον ελληνικό χώρο. Γρήγορα εξοικειώθηκε με την λατινική γλώσσα και κουλτούρα και απέκτησε επιρροή στο εσωτερικό της καθολικής Εκκλησίας. Στον θυρεό του σαν καρδινάλιος επιλέγει την παράσταση με δύο χέρια, ένα από την ανατολή και ένα από την Δύση, που κρατούν έναν σταυρό, για να επισημάνει την πίστη του στην Ένωση των Εκκλησιών.Το 1450 ο πάπας Νικόλαος Ε΄ του ανέθεσε την διακυβέρνηση της Μπολώνιας, τότε μέρος του παπικού κράτους. Σε αυτή την θέση έμεινε μέχρι το 1455, όταν πέθανε ο Νικόλαος Ε΄.

Το νέο της άλωσης της Κωνσταντινούπολης το 1453 τον βρήκε στην Μπολώνια και από εκείνη την στιγμή ο ίδιος έγινε σημείο αναφοράς για τους Έλληνες πρόσφυγες που κατέφευγαν στην Ιταλία και που σε αυτόν τον σπουδαίο συμπατριώτη τους έβρισκαν έναν προστάτη. Κύριο μέλημα του όμως, κυρίως μετά το σοκ της άλωσης της Πόλης, ήταν η διάσωση της κλασσικής ελληνικής κληρονομιάς από την τουρκική επέκταση. Με τα οικονομικά μέσα που είχε στην διάθεσή του σαν καρδινάλιος άρχισε να συγκεντρώνει ελληνικά χειρόγραφα από τον ελληνικό χώρο και να προωθεί τις ελληνικές σπουδές στην Δύση, τοποθετώντας σε έδρες ελληνικών τους πιο μορφωμένους Έλληνες που έρχονταν από την κατακτημένη Ελλάδα, κυρίως την Κωνσταντινούπολη.

Στο κονκλάβιο του 1455, για την εκλογή του νέου πάπα, για πολύ μικρή διαφορά ψήφων δεν έγινε ποντίφικας. Από τους λόγους που κάτι τέτοιο δεν συνέβη ήταν η ελληνική του καταγωγή, η προσκόλλησή του στο μοναστικό τρόπο ζωής και η απουσία κάποιας πολιτικής δύναμης που θα τον προωθούσε. Μετά τον θάνατο του πάπα Καλλίστου Γ΄, το 1458, πάλι για μικρή διαφορά δεν κατάφερε να εκλεγεί. Ο νέος πάπας όμως, Πίος Β΄, γρήγορα έκανε τον Βησσαρίωνα έναν από τους σημαντικότερους συμβούλους του. Το κύριο μέλημα του Πίου Β΄ ήταν η οργάνωση μιας Σταυροφορίας εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι με τις επεκτατικές τους τάσεις αποτελούσαν τον υπ' αριθμόν ένα κίνδυνο για τον χριστιανικό κόσμο, κυρίως την Βενετία και την Ουγγαρία. Ο πάπας θέλοντας να ενώσει την χριστιανική Ευρώπη κάτω από την καθοδήγησή του, έβρισκε στον τουρκικό κίνδυνο, ο οποίος ήταν παρ'όλα αυτά πραγματικός, μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να κερδίσει πολιτικό και ηθικό κύρος. Το 1459 ο πάπας οργάνωσε μία πανευρωπαϊκή σύνοδο στη Μάντοβα για την οργάνωση της Σταυροφορίας πετυχαίνοντας ωστόσο πολύ μικρή ανταπόκριση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων της Ευρώπης.

Αμέσως μετά το πέρας της συνόδου (1460) ο Πίος έστειλε τον Βησσαρίωνα στην Γερμανία για να πείσει τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Γ΄ και τους Γερμανούς πρίγκηπες να σταματήσουν τις μεταξύ τους συγκρούσεις και να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους για την Σταυροφορία. Το 1463 ο Βησσαρίων αναγορεύτηκε Λατίνος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (ένας τίτλος με συμβολικό μόνον χαρακτήρα) και τον ίδιο χρόνο έγινε εκπρόσωπος του πάπα στην Βενετία για να οργανώσει την Σταυροφορία του πάπα, η οποία έπρεπε να πραγματοποιηθεί το καλοκαίρι του 1464. Τα σχέδια ματαιώθηκαν με τον θάνατο του Πίου Β΄ τον Αύγουστο του 1464 στην Αγκώνα ενώ ετοίμαζε την άφιξη του στόλου για την Σταυροφορία. Στο μεταξύ όμως οι Βενετοί είχαν αρχίσει τον δικό τους πόλεμο με τους Τούρκους στην Πελοπόννησο. Για τους Βενετούς αυτός ο πόλεμος που θα κρατήσει 16 χρόνια θα είναι καταστροφικός, ο Βησσαρίων όμως έβλεπε τώρα στην Βενετία την κληρονόμο του Βυζαντίου. Αυτός είναι ένας από τους λόγους πού το 1468 θα χαρίσει στην πόλη της Βενετίας την ανεκτίμητη βιβλιοθήκη του: σχεδόν 1000 χειρόγραφα, ελληνικά και λατινικά, που θα αποτελέσουν τον πυρήνα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας. Κυρίως όμως, τα βιβλία αυτά έπρεπε, σύμφωνα με τις επιθυμίες του ίδιου του Βησσαρίωνα, να είναι στην διάθεση των Ελλήνων για να μην ξεχάσουν ποιες είναι οι ρίζες τους τώρα που δεν έχουν πατρίδα.

Από το 1464 και μετά η πολιτική δράση του Βησσαρίωνα περιορίζεται. Ασχολείται περισσότερο με τη μελέτη και την συγγραφή. Γράφει το σημαντικότερό του έργο In calumniatorem Platonis(Εναντίον του συκοφάντη του Πλάτωνα) για να υπερασπιστεί την πλατωνική φιλοσοφία από τους αριστοτελικούς επικριτές της.

To 1470 οι Τούρκοι κατακτούν την Εύβοια (Νεγροπόντε), την δεύτερη σημαντικότερη αποικία των Βενετών στο Αιγαίο μετά την Κρήτη, και το νέο συνταράσσει την Δύση. Συγκλονισμένος από τις επιτυχίες των Τούρκων στην Ανατολή (το 1460 οι Τούρκοι κατέλαβαν την Πελοπόννησο, το 1461 την ιδιαίτερη πατρίδα του Βησσαρίωνα, Τραπεζούντα) ο Βησσαρίων γράφει μια σειρά επιστολών προς τους ηγεμόνες της Ιταλίας και μεταφράζει στα λατινικά τον πρώτο Ολυνθιακό του Δημοσθένη, όπου ο συγγραφέας προειδοποιεί τους Αθηναίους για τον μακεδονικό κίνδυνο και τις επεκτατικές βλέψεις του Φιλίππου, καθαρή αναφορά στον κίνδυνο που αποτελεί ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ για την Δύση αν οι ηγεμόνες αδιαφορήσουν ακόμη και δεν συμβάλλουν στην εξουδετέρωσή του. Αυτά τα κείμενα θα τυπωθούν ενώ ο Βησσαρίων ζει και θα έχουν για πολλές δεκαετίες μεγάλη διάδοση. Ο πάπας Σίξτος Δ΄ θα του αναθέσει το 1471 μιαν ακόμη αποστολή, στην Γαλλία αυτή την φορά, για την οργάνωση πάλι μιας εκστρατείας εναντίον των Τούρκων. Η υποδοχή του βασιλιά της Γαλλίας ήταν όμως ψυχρή, λόγω των προβλημάτων μεταξύ του πάπα και του βασιλιά για εκκλησιαστικά ζητήματα. Στην επιστροφή του στην Ιταλία ο Βησσαρίων αρρώστησε και πέθανε στις 18 Νοεμβρίου 1472 στην Ραβέννα, πριν ακόμη φτάσει στην Ρώμη. Η κηδεία του έγινε μερικές ημέρες αργότερα στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων στην Ρώμη, που ήταν στην δικαιοδοσία του, παρουσία των άλλων καρδιναλίων και του πάπα. Εκεί βρίσκεται σήμερα ο τάφος του και η επιγραφή στα ελληνικά που συνέθεσε ο ίδιος ενώ ακόμη ζούσε: «ΤΟΥΤ'ΕΤΙ ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ ΖΩΝ ΑΝΥΣΑ ΣΩΜΑΤΙ ΣΗΜΑ ΠΝΕΥΜΑ ΔΕ ΦΕΥΞΕΙΤΑΙ ΠΡΟΣ ΘΕΟΝ ΑΘΑΝΑΤΟΝ», που σημαίνει «Ενώ ακόμη ζούσα, ο Βησσαρίων ανήγειρα αυτό το μνημείο για το σώμα, το πνεύμα θα πάει στον αθάνατο Θεό».

Ο Βησσαρίων είχε επαφές με τους σημαντικότερους ουμανιστές της εποχής του και η επίδρασή του στους κύκλους των διανοουμένων ήταν πολύ μεγάλη. Η δράση του όμως για την οργάνωση της Σταυροφορίας δεν είχε κανένα αποτέλεσμα από όσα ο ίδιος προσδοκούσε. Επιπλέον η ένωση των Εκκλησιών δεν είχε βρει, για διάφορους λόγους, απήχηση στον ορθόδοξο κόσμο και ακολούθως η ένταξή του Βησσαρίωνα στην καθολική Εκκλησία επέφερε μια «damnatio memoriae» για το πρόσωπό του στον ελληνορθόδοξο κόσμο ακόμη και στην νεώτερη βιβλιογραφία. Ο ίδιος ο Βησσαρίωνας ήταν απόλυτα πεπεισμένος για την επιλογή του να ξεπεράσει, θυσιάζοντας το, το θρησκευτικό μέρος της ταυτότητάς του για να περισώσει αυτό που ίδιος θεωρούσε σημαντικότερο: την ελληνική του διάσταση, εννοούμενη πολιτισμικά. Για αυτόν ο τουρκικός ζυγός απειλούσε την εθνική ταυτότητα των Ελλήνων επειδή τους στερούσε, μαζί με την πολιτική ανεξαρτησία, την δυνατότητα της ελληνικής παιδείας, όχι της θρησκευτικής ελευθερίας (την οποία εξάλλου οι Τούρκοι σεβόντουσαν στους αλλόθρησκους υπηκόους τους εφόσον αυτοί πλήρωναν τους φόρους τους). Ωστόσο η ελπίδες των ενωτικών σε μια λυτρωτική επέμβαση της Δύσης στη Ανατολή ήταν υπερβολικές, όχι μόνο επειδή η Δύση ίσως να μην ήθελε ένα δυνατό Βυζάντιο, αλλά και επειδή η Δύση κατακερματισμένη και σε μια φάση κρίσιμη της ιστορίας της δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει επιθετικά τους Τούρκους, παρά μόνον αμυντικά και πάλι με μεγάλες δυσκολίες. Σε μια εποχή δραματικών αλλαγών όπως αυτές που βίωνε ο ελληνισμός στον 15ο αιώνα, οι επιλογές ήταν λίγες και πάντα επίπονες και ο Βησσαρίωνας έκανε τις δικές του.
Το έργο

Συνέγραψε πλήθος θεολογικών έργων, κυρίως προς υπεράσπισης της Ένωσης των Εκκλησιών. Έχει συντάξει πλήθος λόγων για την προώθηση της σταυροφορικής κίνησης, μια ανθολογία κλασικών κειμένων, μεταφράσεις αρχαιοελληνικών κειμένων στα Λατινικά, ένα Εγκώμιο της Τραπεζούντας. Σημαντικότατο θεωρείται το φιλοσοφικό του έργο για την υπεράσπιση της Πλατωνικής φιλοσοφίας, τη σύνοψη της Αριστοτελικής Φιλοσοφίας. Επίσης κατά τα πρότυπα του Θωμά Ακινάτη προσπάθησε να εντάξει την Πλατωνική φιλοσοφία στη Χριστιανική σκέψη.
Βιβλιογραφία

Θεματική Βιβλιογραφία

Η σημαντικότερη βιογραφία του Βησσαρίωνα είναι ακόμη αυτή του Ludwig Mohler, Kardinal Bessarion als Theologe, Humanist und Staatsmann. Darstellung, τόμ. 1, (1923); Άλλοι δύο τόμοι του ιδίου, τόμ. 2, Bessarionis in calumniatoren Platonis libri IV (1927) και τόμ. 3, Aus Bessarions Gelehrtenkreis. Abhandlungen, Reden, Briefe (1942), Paderborn 1923-1942 (Quellen und Forschungen aus dem Gebiete der Geschichte, 20, 22, 24). Μια παλιά βιογραφία του Βησσαρίωνα από τον L. Bandini, De vita et rebus gestis Bessarionis cardinalis nicaeni commentarius, Romae, 1777 (το ίδιο έργο και στην Ελληνική Πατρολογία (Patrologia Graeca) του Migne, τομ. 161). Στα ελληνικά υπάρχει μιά παλιά βιογραφια του A. A. Kύρου, Βησσαρίων ο ΄Ελλην, 2 Bde., Αθήνα, 1947.

Ενδιαφέρουσες οι συλλογές άρθρων της Concetta Bianca, Da Bisanzio a Roma – Studi sul cardinale Bessarione, Roma e Rinascimento 1999 και του John Monfasani, Byzantine Scholars in Renaissance Italy: Cardinal Bessarion and Other Emigrés. Selected essays, Aldershot 1995. Ο καλαίσθητος κατάλογος μιας εκθεσης στην Βενετία αφιερωμένη στον Βησσαρίωνα με τίτλο Bessarione e l' Umanesimo, Napoli 1994, G. Fiaccadori (επιμ.)περιέχει πολλά ενδιαφέροντα άρθρα για τον Έλληνα Καρδινάλιο και φωτογραφίες χειρογράφων και άλλων αντικειμένων. Για την δραστηριότητα του Βησσαρίωνα κατά την Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντιας βλ. Joseph Gill, „The sincerity of Bessarion the Unionist“, Journal of Theological Studies, n.s., 26 (1975): 377-392; του ιδίου, „Was Bessarion a Conciliarist ar a Unionist before the Council of Florence?“, Orientalia Christiana Analecta, 204 (1977): 201-219. Στα ελληνικά επίσης το βιβλίο του Z. N. Tσιρπανλή, Το κληροδότημα του καρδιναλίου Βησσαρίωνος για τους φιλενωτικούς της βενετοκρατούμενης Κρήτης (1439-17ος αι.), Θεσσαλονίκη, 1967.


Μνημειακός τάφος του Βησσαρίωνα στη βασιλική των Αγίων Αποστόλων στη Ρώμη.
Τελικά αρρώστησε και πέθανε στις 18 Νοεμβρίου 1472 στην Ραβέννα.

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

Ο Τίμιος Σταυρός στα μαύρα νερά τ ης Βενετίας





Ο Τίμιος Σταυρός στα μαύρα νερά της Βενετίας



                                            
                                        Ο Τίμιος Σταυρός (το μικρό τεμάχιο στην κορυφή)
                                           της Scuola Grande di San Giovanni Evangelista.
                                                   Προέρχεται από τα Ιεροσόλυμα και
                                                       αποθησαυρίζεται στην Βενετία.
                                           Εθεωρείτο κάποτε σύμβολο της Βενετίας.




Η Scuola Grande di San Giovanni Evangelista (= Μεγάλη Σχολή του Αγίου Ιωάννη του Ευαγγελιστή) είναι μια αδελφότητα της Βενετίας, αρχικά μια μεσαιωνική κοινωνική οργάνωση που ιδρύθηκε επάνω σε πνευματικές αρχές.



Ο σταυρός της Scuola είναι το κεντρικό θέμα στον πίνακα του Τιτσιάνου "Πορτρέτο της οικογένειας Vendramin" (1543-1547). Όπως είναι το βενετικό έθιμο της εποχής, ο πίνακας αναπαριστά μόνο τα άρρενα μέλη της ευγενικής οικογένειας των Vendramin: τα αδέλφια Andrea and Gabriele, καθώς και τους επτά γιους του Andrea. Ένας πρόγονος των Vendramin με το όνομα Andrea ήταν πρόεδρος της Scuola Grande di San Giovanni Evangelista. Ο πίνακας του Τιτσιάνου έχει περιγραφεί ως «ένα από τα ωραιότερα ομαδικά πορτρέτα στην ιστορία της ζωγραφικής». Σήμερα βρίσκεται στην National Gallery του Λονδίνου.



                                                    
                                                                 Βενετία, Ιταλία


Φανταστική απεικόνιση των fragellants του 14ου αιώνα.
Ο πίνακας είναι του Pierre Grivolas και έγινε το 1906.
Βρίσκεται στο μουσείο Calvet.

Η Scuola Grande di San Giovanni Evangelista ιδρύθηκε το 1261 από μια ομάδα flagellants. Οι flagellants ήταν ένα ριζοσπαστικό κίνημα της καθολικής εκκλησίας του 13ου και 14ου αιώνα με χαρακτήρα μαχητικό και σταυροφορικό. Χαρακτηριστικό τους ήταν ότι συνήθιζαν να αυτομαστιγώνονται στην διάρκεια δημόσιων τελετών. Η καθολική εκκλησία τους ανακήρυξε αργότερα αιρετικούς, ενώ η Βενετία έθεσε εκτός νόμου τις δημόσιες αυτομαστιγώσεις των μελών τους, την ίδια χρονιά που ιδρύθηκε η αδελφότητά τους.


                            
                                      Χαρακτικό που απεικονίζει τον σταυρό της Scuola.
                                    Από το βιβλίο του Jacobo da Voragine, Legendario di Sancti,
                                                                      Βενετία 1518.

Η αδελφότητα με την ίδρυσή της θα επιδοθεί σε φιλανθρωπικές και άλλες κοινωνικές δραστηριότητες καλύπτοντας μερικές από τις φιλανθρωπικές λειτουργίες της πόλης, ενώ ταυτόχρονα θα γίνει προστάτης των τεχνών, για να καταλήξει με το πέρασμα του χρόνου μία από τις πέντε μεγάλες και ισχυρές Scuole Grandi της Βενετίας.


                           
                               Χαρακτικό που απεικονίζει τον σταυρό της Scuola.
                          Από το βιβλίο Miracoli della Croce Santissima della Scuola
                                   di San Giovanni Evangelista, Βενετία 1590.




Το 1369 ο Philip de Mezières, απεσταλμένος του σταυροφορικού Λατινικού Βασιλείου της Ιερουσαλήμ και της Κύπρου, με σκοπό τη συγκέντρωση στρατιωτικής βοήθειας εναντίον των Αράβων, θα δωρήσει στην αδελφότητα ένα τεμάχιο του Τιμίου Σταυρού που εξακολουθεί να κατέχει η αδελφότητα μέχρι και σήμερα. Η παρουσία αυτού του τεμαχίου του Τιμίου Σταυρού θα βοηθήσει την αδελφότητα να γίνει μια πλούσια και ισχυρή οργάνωση, προσελκύοντας πλούσια και ισχυρά μέλη στις τάξεις της, ειδικά μετά από θαύματα που επιτελούσε ο Τίμιος Σταυρός.


                                   
                                   Ο σταυρός της Scuola Grande di San Giovanni Evangelista





Τα μέλη της αδελφότητας με την χαρακτηριστική άσπρη στολή τους προσκυνούν τον Τίμιο Σταυρό.


Από πίνακα του Giovanni da Bologna με τίτλο Madonna dell’Umiltà, santi e confratelli della Scuola Grande San Giovanni Evangelista di Venezia που βρίσκεται στην Gallerie dell’Accademia της Βενετίας.

Στα τέλη του 15ου αιώνα η αδελφότητα ανέθεσε σε γνωστούς αναγεννησιακούς ιταλούς ζωγράφους να ζωγραφίσουν μία σειρά από πίνακες με την ιστορία του τεμαχίου του Τιμίου Σταυρού που κατείχε η ίδια. Από τους πίνακες αυτούς σώζονται μόνον οκτώ και βρίσκονται σήμερα στην κατοχή της Gallerie dell' Accademia της Βενετίας. Είναι οι παρακάτω:



Vittore Carpaccio, Miracolo della Croce a Rialto (1496).
Το αντικείμενο αυτού του πίνακα είναι η θεραπεία ενός δαιμονισμένου από τονΠατριάρχη του Grado, Francesco Querini, στο παλάτι του στο Ριάλτο, με την θαυματουργική ενέργεια του Τιμίου Σταυρού της Scuola. Το θαύμα λαμβάνει χώρα στον εξώστη του παλατιού στο πάνω αριστερό μέρος του πίνακα. Η θέση του γεγονότος πάνω αριστερά επιτρέπει την προσοχή να επικεντρωθεί στη γέφυρα του Ριάλτο και στις όχθες του Μεγάλου Καναλιού με την έντονη καθημερινή ζωή του τόπου.





Giovanni Mansueti, Miracolo della Croce in Campo San Lio (περίπου 1496).
Αυτός ο πίνακας ασχολείται με ένα θαυμαστό γεγονός που συνέβητο 1474 κατά τη διάρκεια της κηδείας ενός μέλους της Αδελφότητας, που δεν πίστευε σταθερά στη δύναμη του Τιμίου Σταυρού κατά τη διάρκεια της ζωής του. Η λειψανοθήκη που περιέχει το ιερό τεμάχιο οδηγείται στην εκκλησία του Αγίου Λέοντος για την κηδεία, αλλά στην πλατεία έξω από την εκκλησία έγινε τόσο βαρύ που δεν μπορούσε να μεταφερθεί πέρα από ένα σημείο. Έτσι ένας άλλος σταυρός έπρεπε ως εκ τούτου ναχρησιμοποιηθεί για την κηδεία. Η παρουσίαση της πλατείας του Αγίου Λέοντος είναι στατική και αναλυτική, ο ρυθμός των σχεδίων των σωμάτων μονότονος και ο χρωματισμός κάπως υπολείπεται σε πλουσιότητα και ενδιαφέρον, αλλά η εικόνα είναι ωστόσο πολύτιμη για την μαρτυρία που προσφέρει για την αρχιτεκτονική και τα κοστούμια της εποχής.






Lazzaro Bastiani, Offerta della reliquia della Croce alla Scuola Grande di San Giovanni Evangelista (περίπου 1496).
Αυτός ο πίνακας απεικονίζει την πιο σημαντική στιγμή στην ιστορία του τεμαχίου του Τιμίου Σταυρού για την αδελφότητα: η τελετή κατά την οποία προσφέρθηκε στην Scuoladi San Giovanni Evangelista από τον Philip de Mezières, το 1369. Η εκδήλωση, η οποία λαμβάνει χώρα μέσα στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Ευαγγελιστή, φαίνεται από έξω και επιβεβαιώνει την παρουσία ενός χαρακτηριστικού αρχιτεκτονικού στοιχείου της Βενετίας που έχει εξαφανισθείεδώ και πολύ καιρό: κτίρια φτιαγμένα από πλίνθους. Το ενδιαφέρον του πίνακα έγκειται επομένως κυρίως στην αξία που προσφέρει ωςαναντικατάστατο ιστορικά τεκμήριο της αστικής Βενετίας, η οποία έχει πλέον εξαφανιστεί για πάντα.






Gentile Bellini, Processione in piazza San Marco (1496).
Ο πίνακας που έχει ζωγραφισθεί σε ευρεία οπτική γωνία απεικονίζει την δημόσια λιτάνευση του Τιμίου Σταυρού της αδελφότητας στην πλατεία του Αγίου Μάρκου στην Βενετία. Τα μέλη της αδελφότητας είναι ντυμένα με τη χαρακτηριστική ολόσωμη άσπρη στολή τους -παρατηρήστε τους και στους άλλους πίνακες- και στέκονται στο προσκήνιο, ενώ πίσω τους οι αρχές του τόπου λιτανεύουν τον Τίμιο Σταυρό πάνω σε φορείο με υφασμάτινο χρυσό ουρανό (μπαρλακί). Η σκηνή αποδίδεται με φυσικότητα και με κάθε λεπτομέρεια σε διευρυμένη τεχνητά προπτική, έτσι που ο Bellini επιτυγχάνει ένα χορωδιακό μεγαλείο προσώπων και κτιρίων στον πίνακά του.




Gentile Bellini, Miracolo della Croce caduta nel canale di San Lorenzo (1500).
Ο Bellini ζωγράφισε τρεις πίνακες, ο δεύτερος είναι το θαύματου Τιμίου Σταυρού που ανακτάται από το κανάλι του S. Lorenzo. Σύμφωνα με το θρύλο το θαυματουργικό γεγονός συνέβει μεταξύ του 1370 καιτου 1382 κατά τη διάρκεια της ετήσιας λιτάνευσης του Τιμίου Σταυρού, όταν αυτός μεταφερόταν από τη Scuola στην εκκλησία του Αγίου Λαυρεντίου. Όταν η πομπή περνούσε τη γέφυρα μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Λαυρεντίου, ο Τίμιος Σταυρός έπεσε στα νερά του καναλιού από την πολυκοσμία και τις ωθήσεις του πλήθους. Ο Σταυρός όμως επέπλεε στην επιφάνεια, διαφεύγοντας ως εκ θαύματος τηνανάσυρσή του από όλους τους πιστούς που βούτηξαν στο κανάλι για να το σώσουν, εκτός του Andrea Vendramin, προέδρου της αδελφότητας, ο οποίος και τελικά θα τον ανασύρει. Η σκηνή έχει αποδοθεί με πιστότητα ντοκιμαντέρ, αλλά φαίνεται σαν μέσα από ένα υδαρές φως. Η ίδιααιθέρια ατμόσφαιρα επικαλύπτει τόσο τους συμμετέχοντες στην εκδήλωση, όσο και τους θεατές του θαύματος που περιλαμβάνουν πραγματικέςσύγχρονες μορφές, όπως την Κατερίνα Κορνάρο, βασίλισσα της Κύπρου, που είναι η πρώτη από τις κυρίες γονατιστή μπροστά και αριστερά.Μερικοί άνθρωποι έχουν ήδη βουτήξει στα νερά του καναλιού, και μια γυναίκα στα δεξιά πιέζει τον Μαυριτανό σκλάβο της να κάνει το ίδιο, ωστόσο ο Andrea Vendramin έχει ήδη αρπάξει τον Τίμιο Σταυρό και τον μεταφέρει στην ακτή. Χαρακτηριστικό της αστικού τοπίου της μεσαιωνικής Βενετίας, όπως φαίνεται στον πίνακα, είναι και οι πήλινες σαν γλάστρες καμινάδες των σπιτιών της.




                       
Gentile Bellini, Guarigione di Pietro dei Ludovici (1501). Ο πίνακας απεικονίζει την θεραπεία του Pietro dei Ludovici που συνέβει όταν ο ίδιος ήρθε σε επαφή με μια λαμπάδα που είχε αγγίξει το τεμάχιο του Τιμίου Σταυρού της αδελφότητας. Η σκηνή λαμβάνει χώρα μέσα σε μία μικρή εκκλησία με ένα εξαιρετικά κομψό κιβώριο που πάνω του φέρει τον αετό, σύμβολο του Αγίου Ιωάννη του Ευαγγελιστή. Αυτή η λεπτομέρειακαθώς επίσης και το τρίπτυχο στο βωμό, δείχνουν ότι ο Bellini επιθυμούσε να αποδώσει τη σκηνή στο εσωτερικό της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη του Ευαγγελιστή. Ο πίνακας επικεντρώνεται περισσότερο στη λεπτομερή απόδοση του συγκροτήματος των αρχιτεκτονικών επιφανειών, εντός των οποίων οι ανθρώπινες φιγούρες διαδραματίζουν τους ρόλους τους.




             
Giovanni Mansueti, Guarigione della figlia di Benvegnudo da San Polo (περίπου 1501).
Το θέμα αυτού του πίνακα είναι η θαυματουργική θεραπεία, το 1414, της μικρής κόρης του Benvegnudo. Έχοντας μείνει παράλυτη από τη γέννησή της, θα θεραπευτεί και θα αποκτήσει την κίνηση των άκρων της, όταν θα έρθει σε επαφή με τρία κεριά που ο πατέρας της είχε τοποθετήσει και αφήσει σε επαφή με το τεμάχιο του Τιμίου Σταυρού της αδελφότητας. Ο πίνακας παρουσιάζει ένα πλούσια διακοσμημένο και επιλωμένο εσωτερικό σπιτιού, στο οποίο η κίνηση του πλήθους που παρατηρεί το γεγονός αποδίδεται με ζωντάνια και ακρίβεια.





                                            
Benedetto Diana, Miracolo della reliquia della Croce (περίπου 1501). Ο πίνακας διηγείται την ιστορία για το πώς ο τετραετής γιος του AlviseFinetti θα θεραπευθεί ερχόμενος σε επαφή με τον Τίμιο Σταυρό μετά τον θανάσιμο τραυματισμό του από πτώση από το πατάρι του σπιτιού του.Ειδικά υποβλητική και ατμοσφαιρική είναι η απόδοση της σκηνής με την ημιλιπόθυμη μάνα και το μαύρο από το πέσιμο σχεδόν νεκρό παιδί της στο εσωτερικό της αυλής ενός βενετσιάνικου palazzo του δέκατου πέμπτου αιώνα.

Πηγές: το παρόν άρθρο είναι αναδημοσίευση απο το http://leipsanothiki.blogspot.gr

Scuola Grande di San Giovanni Evangelista

National Gallery

Gallerie dell' Accademia

Wikipedia

Web Gallery of Art








Το καρφί της Σταύρωσης του θησαυρού της Θεοφανούς Σκλήραινας, αυτοκράτειρας των Γερμανών



Καρφί της Σταύρωσης από τον λεγόμενο θησαυρό της Θεοφανούς.
Μέρος της προίκας μιας δωδεκαετούς βυζαντινής πριγκιποπούλας

που στάλθηκε στη Γερμανία για να παντρευτεί και να καταλήξειαυτοκράτειρα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και να κυβερνήσει
με σιδερένια πυγμή.


Ο θησαυρός της Θεοφανούς αποθησαυρίζεται
στο Essen της Γερμανίας.

Η Θεοφανώ Σκλήραινα (960 - θαν. 15 Ιουνίου 991) ή Θεοφανώ της Γερμανίας γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν η σύζυγος του Όθωνα Β', αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και μητέρα του Όθωνα Γ΄, του επονομαζόμενου και "θαύμα του κόσμου".



Άγαλμα της Θεοφανούς στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου,
Eschwege Γερμανία.


Ο Όθων Α΄ είχε ζητήσει μια βυζαντινή πριγκίπισσα για να νυμφευφθεί το γιο του, τον Όθωνα Β', έτσι ώστε να επισφραγιστεί μια συνθήκη μεταξύ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μετά από έναν αποτυχημένο πρώτο γύρο διαπραγματεύσεων με τον Νικηφόρο Β' Φωκά, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Β' Τσιμισκής έστειλε την ανιψιά του Θεοφανώ, η οποία έφτασε με κάθε μεγαλοπρέπεια το 972, με συνοδεία και φέροντας μεγάλο θησαυρό ως δώρο, σε ηλικία 12 ετών.


Η Ευρώπη το 965. Στο κέντρο με κόκκινο χρώμα η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Thietmar, αυτό δεν άρεσε στον Όθωνα Α΄ επειδή η Θεοφανώ δεν ήταν πριγκίπισσα αλλά ανιψιά του αυτοκράτορα. Η Θεοφανώ προσδιορίζεται στη σύμβαση του γάμου της ως neptis (δηλαδή ανιψιά ή εγγονή) του αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή.



Το γαμήλιο σύμφωνο της Θεοφανούς.

Η Θεοφανώ ήταν, ωστόσο, από διακεκριμένη ευγενή οικογένεια. Πρόσφατη έρευνα έχει καθιερώσει την Θεοφανώ ως κόρη της Σοφίας Φωκά, ξαδέρφης του Τσιμισκή και ανιψιά του Νικηφόρου Φωκά.



Ο Ιησούς Χριστός στέφει και ευλογεί τον Όθωνα Β' και την Θεοφανώ.
Βυζαντινή μικροτεχνία σε ελεφαντόδοτο, Μουσείο de Cluny, Παρίσι, Γαλλία.

Γεγονός ήταν ότι αντιμετωπίστηκε άσχημα από τους Γερμανούς. Ο Βενεδικτίνος χρονογράφος 'Αλπερτ του Μετς την περιγράφει ως μία δυσάρεστη γυναίκα που μιλούσε πολύ. Επικρινόταν επίσης για παρακμιακή συμπεριφορά, αφού ήθελε να κάνει μπάνιο κάθε μέρα και να φορά πολυτελή φορέματα και κοσμήματα, αλλά προσδιορίστηκε επίσης με τον τίτλο του πρώτου ανθρώπου που εισήγαγε το πηρούνι στην Δυτική Ευρώπη. Οι χρονογράφοι περιγράφουν με ζωηρά χρώματα την κατάπληξη των Γερμανών, όταν "η Θεοφανώ χρησιμοποιούσε ένα διπλό χρυσό δόντι για να φέρει το φαγητό στο στόμα της", αντί να χρησιμοποιεί τα χέρια της όπως ήταν ο κανόνας.



Ασημένιο βυζαντινό πηρούνι. Η μία άκρη σχηματίζει οπλή ζώου.

Η Θεοφανώ και ο Όθων Β' παντρεύτηκαν από τον Πάπα Ιωάννη ΙΓ' στις 14 Απριλίου 972 και η Θεοφανώ στέφθηκε αυτοκράτειρα την ίδια μέρα στη Ρώμη. Ο Όθων Β', ο άντρας της, πέθανε ξαφνικά στις 7 Δεκεμβρίου του 983, όταν η Θεοφανώ ήταν μόλις 23 χρονών.



Το κάλυμμα ενός από τα πολλά Ευαγγέλια που έφερε μαζί της ως προίκα η μικρή Θεοφανώ
ή κατασκευάστηκαν κατά εντολή της όταν έγινε τελικά αυτοκράτειρα.
Στο κάτω μέρος μπροστά στον Ιησού Χριστό...



...η Θεοφανώ προσκυνά και προσφέρει αυτό το ίδιο ευαγγέλιο στον Ιησού Χριστό.
Συνεπικουρείται δεξιά και αριστερά από τους αγίους S. WALDBURG και S. PINNOSA (επιγραφές).


Λεπτομέρεια της πιο πάνω εικόνας.



Το πίσω μέρος της στάχωσης του ευαγγελίου.

Μέχρι τότε η Θεοφανώ είχε καταφέρει να γεννήσει πέντε παιδιά:


- την Σοφία Α' (975 – 1039), που θα γίνει ηγουμένη του Γκάντερσχαϊμ και του Έσσεν,
- την Αδελαΐδα Α' (977-1040), επίσης ηγουμένη του Κουέντλινμπουργκ και Γκέντερσχαϊμ,
- την Ματίλντα (979 –1025),
- τον Όθωνα Γ΄(980 – 1002),
- μία κόρη, δίδυμη αδελφή του Όθωνα Γ΄, η οποία πέθανε το 980.


Μερικές μέρες μετά τον θάνατο του άντρα της, τα Χριστούγεννα του 983, η Θεοφανώ θα δει το παιδί της, 3 χρονών, να ανακηρύσσεται αυτοκράτορας και την ίδια να κυβερνά ως Αυτοκράτειρα Κηδεμόνας στη θέση του γιου της. Ο γιος της θα απαχθεί από τον Δούκα της Βαυαρίας, Ερρίκο τον ΙΙ, αλλά τελικά θα υποχρεωθεί να τον επιστρέψει στα χέρια της μητέρας του. Η Θεοφανώ θα κυβερνήσει την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μέχρι τον θάνατό της, το 991, όταν ήταν μόλις 41 χρονών.


THEOPHANU IMPERATRIX (=ΘΕΟΦΑΝΩ ΑΥΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑ) 960-991

Ο χρονικογράφος Thietmar θα γράψει γι' αυτήν "Αν και η Θεοφανώ ήταν του αδύναμου φύλου, μετριοπαθής, αξιόπιστη και με καλούς τρόπους, θα προστατέψει τελικά την βασιλική εξουσία για τον γιο της με ανδρική πυγμή, όντας φίλη με τους τίμιους, αλλά τρομερή με τους επαναστάτες και αντίθετους".
Όταν πέθανε και επειδή ο Όθων ΙΙΙ ήταν ακόμα παιδί, η γιαγιά του, η Αδελαΐδα της Ιταλίας, θα αναλάβει την βασιλεία μέχρι ο Όθωνας ΙΙΙ να γίνει αρκετά ώριμος ώστε να αναλάβει αυτός.



Η σαρκοφάγος της Θεοφανούς στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονος, Κολωνία, Γερμανία.



DOMINA THEOPHANU IMPERATRIX (= ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΘΕΟΦΑΝΩ ΑΥΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑ)


Από την εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονος στην Κολωνία.
Η Θεοφανώ έφερε μαζί της στη Γερμανία και λείψανα του Αγίου Παντελεήμονος.

Ανάμεσα στα αντικείμενα που έφερε μαζί με την προίκα της ήταν και ένα καρφί της Σταύρωσης, καθώς και ένας σταυρός με τεμάχιο Τιμίο Ξύλου. Όλα τα αντικείμενα του επονομαζόμενου "θησαυρού της Θεοφανούς" εκτίθενται τώρα στο Essen της Γερμανίας, στο θησαυροφυλάκειο του καθεδρικού ναού της πόλης.



Το καρφί της Σταύρωσης από τον λεγόμενο θησαυρό της Θεοφανούς.



Το καρφί της Σταύρωσης από τον λεγόμενο θησαυρό της Θεοφανούς.
Έχουν γίνει περαιτέρω διακοσμήσεις και ανακαινίσεις της θήκης
κατά τη διάρκεια της ιστορικής της πορείας.




Το καρφί διακρίνεται καθαρά στο εσωτερικό της θήκης από ορεία κρύσταλλο.



Λεπτομέρεια της διακόσμησης.



Σταυροθήκη της Θεοφανούς που φέρει τεμάχιο Τιμίου Ξύλου.

Πηγές: το παρόν άρθρο είναι αναδημοσίευση απο το http://leipsanothiki.blogspot.gr