Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

ΤΟ ΠΑΠΙΚΙΟΝ ΟΡΟΣ



Ιστορικό - τοπογραφικό πλαίσιο

Από τα σημαντικότερα μοναστικά κέντρα του Βυζαντίου, που αναπτύχθηκαν στο βαλκανικό χώρο υπήρξε το Παπίκιο όρος, ταυτισμένο από το Στίλπ. Κυριακίδη με το τμήμα του ορεινού όγκου της Ροδόπης που βρίσκεται ΒΔ της Κομοτηνής. Μεγάλος αριθμός βυζαντινών ναών και άλλων κτισμάτων που έχουν εντοπιστεί βόρεια των οικισμών Πολύανθου, Ληνού Σώστη, Μίσχου και Θάμνας, που βρίσκονται στους πρόποδες της Ροδόπης, επιβεβαιώνουν την ορθότητα της άποψης αυτής, διορθώνοντας έτσι την προηγούμενη ταύτιση του Παπικίου με το όρος Ρίλα, που πρότεινε ο Αντ. Μηλιαράκης στα τέλη του 19ου αιώνα (1897). Σήμερα με βάση τα κατά τόπους εντοπισμένα μνημεία και τις ανασκαφικές έρευνες, που έχουν διενεργηθεί, προσδιορίστηκε με μεγαλύτερη ακρίβεια το Παπίκιο στο τμήμα της Ροδόπης που ορίζεται δυτικά από την κοίτη του ποταμού Κομψάτου και ανατολικά από τον επαρχιακό δρόμο Κομοτηνής – Καρυδιάς.

Η πρώτη αναφορά του Παπικίου στις γραπτές πηγές γίνεται στο Τυπικό του Γρηγορίου Πακουριανού, αξιωματούχου του Βυζαντίου, για τη μονή της Θεοτόκου Πετριτζονίτισσας (Μπατσκόβου), που συντάχθηκε το 1083, σύμωνα με το οποίο ο ναός του Αγίου Γεωργίου «ιδρυμένος κατά το Παπίκιον» συμπεριλαμβανόταν στα μετόχια της περαπάνω μονής. Πληροφορίες για το Παπίκιο αντλούμε και από τους βυζαντινούς ιστορικούς και χρονογράφους Νικήτα Χωνιάτη και Ιωάννη Κίνναμο που αναφέρουν την ύπαρξη «πλείστων σεμνείων» και «φροντιστηρίων» σε μερικά από τα οποία εκάρησαν μοναχοί επιφανή πρόσωπα του Βυζαντίου, όπως ο πρωτοστράτωρ Αλέξιος Αξούθ και ο νόθος γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ (1143 – 1180) σεβαστοκράτωρ Αλέξιος. Όσον για την ετυμολογία του ονόματος ο Σαβαΐτης μοναχός Ακάκιος (α΄ μισό 13ου αι.) μας πληροφορεί: «την κλήσιν δε έλαχεν εκ του είναι πλείστα μοναστήρια και μέγιστα περί τα τρις εκατόν και εβδομήκοντα. Αρχήν δε τη κατοικήσει του όρους γέρων τις πρώτος κατώκησεν την κλήσιν έχων πάππος και διά του τούτο Παπίκιον». Με την ιστορία του Παπικίου συνδέονται τα ονόματα του Γρηγορίου Παλαμά και του οσίου Μαξίμου Καυσοκαλυβίτη, που επισκέφθηκαν τη μοναστική κοινότητα στις αρχές του 14ου αι. και έμειναν στην περιοχή για σύντομο χρονικό διάστημα. Από την παράθεση και συσχέτιση των προσφερομένων ιστορικών μαρτυριών συμπεραίνεται ότι το μοναστικό κέντρο του Παπικίου βρισκόταν σε μεγάλη ακμή κατά τον 11ο – 12ο αι. Από το 13ο αι. και μετά σημειώνεται μια καθοριστική κάμψη στη ζωή του μοναστικού κέντρου, που φθάνει σε πλήρη παρακμή στα τέλη του 14ου αι. Στα μεταβυζαντινά χρόνια το Παπίκιον δεν υπάρχει ως μοναστικό κέντρο. Κοντά στα ερείπια των μοναστηριακών συγκροτημάτων ιδρύονται μικροί οικισμοί, οι κάτοικοι των οποίων εκμεταλλεύονταν τα γύρω από τα μοναστήρια καλλιεργήσιμα κτήματα.

Όπως και στα άλλα μοναστικά κέντρα, έτσι και στο Παπίκιον, η πρώτη μορφή κοινοβιακού βίου θα πρέπει να ήταν η «ερημική». Το κοινοβιακό σύστημα εισήχθηκε αργότερα, όπως έγινε στο Άγιον Όρος και στο όρος των Κελλίων (Όσσα). Ο κοινοβιακός τρόπος μοναχισμού, που εφαρμόστηκε στο Παπίκιον, αποδεικνύεται σήμερα και με ανασκαφικά δεδομένα, μετά δηλαδή την αποκάλυψη οργανωμένων μοναστηριακών συγκροτημάτων κατά το κοινόβιο σύστημα. Η ανάπτυξη του κοινοβιακού συστήματος δεν κατήργησε τον ερημικό μοναχικό βίο. Η συνύπαρξη των δύο μοναστικών τύπων συμπεραίνεται και από το κείμενο του Ακακίου Σαββαΐτη, ο οποίος αναφέρει ότι στο μοναστήρι της Ελεούσας στο Παπίκιον υπήρχαν μοναχοί που διέμεναν άλλοι στο κοινόβιο και άλλοι σε ησυχαστήρια. Μολυβδόβουλλα με την επιγραφή «+ Θεοτόκε βοήθει τω Πρώτω του Παπικίου» μας πληροφορούν ότι ο θεσμός του «Πρώτου», ως μορφή μοναστικής διοίκησης εφαρμόστηκε από το 10ο – 11ο αι. Από τα τέλη του 12ου αι. σώζεται επιστολή του διάσημου κανονολόγου Θεοδώρου Βαλσαμώνα προς «τον καθηγητήν (Πρώτον) των κατά το Παπίκιον μοναστηρίων», σχετική με τον τρόπο απόκαρσης των μοναχών και το απαιτούμενο στάδιο δοκιμασίας τους.

Το Παπίκιον με τις δύσβατες κορυφές του, την πυκνή βλάστηση και τα πολλά νερά ήταν φυσικό να προσελκύσει ασκητές και ερημίτες, που επιζητούσαν την τέλεια απομόνωση, ενώ δεν απέτρεπε και την επικοινωνία με τον «έξω κόσμο», αφού παράλληλα με τους πρόποδές του έβαινε η Εγνατία οδός, που δεν έπαυσε να χρησιμοποιείται στα βυζαντινά χρόνια. Σημαντικός λόγος για την προσέλκυση των ασκητών θα πρέπει να υπήρξε η εξαιρετική θέα από το Παπίκιον προς τον κάμπο του Ν. Ροδόπης και της Ξάνθης. Το μάτι ξεκουράζεται και έχει κανείς την αίσθηση, βλέποντας τον κόσμο από ψηλά, ότι ξεφεύγει από τη γήινη σφαίρα με γαληνεμένη ψυχή. Στο βάθος του ορίζοντα ΝΑ διακρίνεται ο ΄Ισμαρος και η περιοχή της Μαρώνειας και ΝΔ τα Άβδηρα και η περιοχή του Πόρτο – Λάγος. Στους πρόποδες του Παπικίου κείται η Μαξιμιανούπολη (Μοσυνόπολη) και δυτικότερα στο μυχό της Βιστωνίδα η Αναστασιούπολη (Περιθεώριον). Αν και η πρώτη αναφορά του Παπικίου γίνεται το 1083 στο Τυπικό του Γρηγορίου Πακουριανού για τη Μονή της Θεοτόκου Πετριτζονίτισσας (Μπατσκόβου), δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πρώτες εγκαταστάσεις μοναχών στην περιοχή θα πρέπει να αναχθούν σε προγενέστερους χρόνους, πιθανότατα στην εποχή της Εικονομαχίας. Ήταν φυσικό για τους εικονολάτρες μοναχούς των αστικών κέντρων να αναζητήσουν καινούργιους τόπους λατρείας και άσκησης σε ορεινές και δύσβατες περιοχές.

Αξιόλογες πληροφορίες για το Παπίκιον αντλούμε από μία οροθετική στήλη με την επιγραφή: «+ Οριαιοι διαφέροντες τη ευαγεστάτη μονή του Δικαίου Αντωνίου». Η επιγραφή αυτή που χρονολογείται στις αρχές του 14ου αι. έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί αποτελεί: α) την πρώτη μαρτυρία, με βάση αρχαιολογικά δεδομένα, επώνυμης μονής στην περιοχή, β) οριαίο λίθο (οροθέσιο), που δηλώνει την ύπαρξη ορίων δικαιοδοσίας μεταξύ των μονών και γ) ότι το αξίωμα του «δικαίου» απαντά και στο Παπίκιον. Η μοναστική οργάνωση του Παπικίου με τους θεσμούς του «πρώτου» και του «δικαίου» φανερώνει την αλληλεπίδραση των μοναστικών κέντρων στον τομέα της διοίκησης. Το Παπίκιον ως μοναστικό κέντρο θα πρέπει να είχε στενές σχέσεις με τα άλλα μοναστικά κέντρα του Βυζαντίου και ιδιαίτερα με τα πλησιέστερα του Αγίου Όρους και του Γάνου. Σημαίνουσες προσωπικότητες της Ουθοδοξίας εκείνης της εποχής, όπως ο Γρηγόριος Σιναΐτης, Μάξιμος Καυσοκαλυβίτης, και Γρηγόριος Παλαμάς, περιόδευαν στα κέντρα αυτά μεταφέροντας τις θρησκευτικές τους θεωρίες και αντιλήψεις. Μια σειρά από μολυβδόβουλλα, που βρέθηκαν τα τελευταία χρόνια στο Παπίκιον, βεβαιώνει την ύπαρξη αλληλογραφίας μεταξύ των κατόχων των μολυβδοβούλλων και των μοναστηριών. Μερικά μάλιστα από αυτά ανήκουν σε γνωστά από βυζαντινές πηγές πρόσωπα, όπως του πρωτονωβελισσίμου Κωνσταντίνου Γαβρά, του κριτού Κωνσταντίνου Μανουηλίτη και του μητροπολίτου Άργους – Ναυπλίου Ιωάννου.

Μνημεία από ανασκαφές

Στις μέχρι τώρα σχετικές για το Παπίκιο γνώσεις μας, βασισμένες στις γραπτές ιστορικές πηγές, έρχονται να προστεθούν καινούργιες πληροφορίες μέσα από αρχαιολογικά δεδομένα, με τις ανασκαφικές έρευνες που διενεργήθηκαν από το 1983 μέχρι και το 1994. Οι έρευνες αυτές αποκάλυψαν κοντά στους οικισμούς Κερασιά, Σώστη Ληνό και Μίσχο τρεις μονόχωρους, σε σχήμα ελεύθερου σταυρού βυζαντινούς θολοσκέπαστους ναούς, δύο εκτεταμένα μοναστηριακά συγκροτήματα (Σώστη και Ληνού) και ερείπια βυζαντινού λουτρώνα.

Μονόχωροι ναοί

Από τους τρεις μονόχωρους ναούς οι δύο βρίσκονται στην περιοχή του οικισμού Κερασιά και ο τρίτος μεταξύ της Κερασιάς και του Σώστη. Ανήκουν, όπως προαναφέρθηκε, στην ομάδα των μονόχωρων θολοσκέπαστων σταυροειδών ναών με συνεπτυγμένες τις κεραίες του σταυρού. Αρχιτεκτονικά ο τύπος αυτός αποκτά ευρεία διάδοση μετά το 10ο αι. Μολονότι η ανασκαφική έρευνα περιορίστηκε αποκλειστικά στο χώρο των ναών, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αποτελούν καθολικά μικρών μοναστηριών. Για την ευχερέστερη διάκρισή τους οι ναοί έχουν συμβατικά διασταλεί με τα ισάριθμα πρώτα γράμματα της αλφαβήτου.


www.athosmemory.com

Μαξιμιανούπολης - Ροδόπη

Από τις σημαίνουσες πόλεις της Θράκης, από τους ρωμαϊκούς μέχρι τους υστεροβυζαντινούς χρόνους υπήρξε η Μαξιμιανούπολις. Κτισμένη στον κάμπο της Ροδόπης, 7 χλμ. δυτικά της Κομοτηνής, στον άξονα της Εγνατίας οδού παρουσιάζει διαχρονική σπουδαιότητα με διαφορετικές κατά εποχή ονομασίες: Παιζούλαι κατά την αρχαιότητα, Μαξιμιανούπολις στους ύστερους ρωμαϊκούς - παλαιοχριστιανικούς χρόνους, Μοσυνόπολις κατά τη μεσοβυζαντινή και την υστεροβυζαντινή περίοδο και Μεσσινέ Καλέ στους μεταβυζαντινούς χρόνους.

Για την ιστορία της πόλης στα παλαιοχριστιανικά χρόνια ελάχιστα γνωρίζουμε. Από τη μνεία δύο επισκόπων της πόλης στις οικουμενικές συνόδους των ετών 431 και 449 αντίστοιχα συνάγεται ότι υπήρξε έδρα επισκοπής, υπαγόμενης αρχικά στη μητρόπολη Τραϊανουπόλεως, που αναδείχθηκε σε ανεξάρτητη αρχιεπισκοπή μετέπειτα. Από τον 6ο αι. και μετά παύει να αναφέρεται στα εκκλησιαστικά συνταγμάτια μέχρι την οικουμενική σύνοδο του 879, οπότε ξαναμνημονεύεται ως επισκοπή Μοσυνοπόλεως που είναι και το καινούργιο όνομα της πόλης. Η επισκοπή εξακολουθεί να αναφέρεται στα μετά τον 9ο αι. εκκλησιαστικά συνταγμάτια, χωρίς όμως την αναφορά του εκάστοτε επισκόπου.

Σε αντίθεση με την παλαιοχριστιανική Μαξιμιανούπολη η βυζαντινή Μοσυνούπολη μνημονεύεται στις πηγές πολλές φορές, καθόσον αναδεικνύεται σε πρωτεύουσα του βυζαντινού θέματος του «Βολερού». Την πόλη είχε κέντρο και ορμητήριο στους αγώνες του εναντίον των Βουλγάρων ο Βασίλειος Β΄ (976-1025). Αργότερα ο Αλέξιος Α΄ (1081-1118) επισκέφθηκε και κατασκήνωσε στη Μοσυνούπολη και εδώ μάλιστα συνέλαβε τους λιποτακτήσαντες από το βυζαντινό στρατό Παυλικιανούς κατά τη διάρκεια του πολέμου του εναντίον των Νορμανδών και τους φυλάκισε σύμφωνα με τη χαρακτηριστική περιγραφή της Άννης Κομνηνής. Το 1096 διέρχεται από την πόλη η 4η στρατιά της Α΄ Σταυροφορίας, ενώ το 1185 καταλαμβάνεται πρόσκαιρα από τους Νορμανδούς. Το 1191 σταθμεύει στην περιοχή ο στρατηγός Αλέξιος Βρανάς και το 1204 καταλαμβάνεται από τους Λατίνους και παραχωρείται στο Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο. Το 1206 γνωρίζει τις καταστρεπτικές συνέπειες της εκστρατείας του τσάρου Καλογιάννη (1197-1207) και το 1225 ανακαταλαμβάνεται για το Βυζάντιο από το Θεόδωρο Λάσκαρη. Ήδη από το 13ο αι. η πόλη παρουσιάζει έντονη κάμψη, που φθάνει σε πλήρη μαρασμό, καθώς το 1343 ο αυτοκράτωρ Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός περνώντας από την περιοχή τη χαρακτηρίζει ως «πόλιν εκ πολλών ετών κατεστραμμένην».

Δέλτα του Έβρου

Η παλιότερη ονομασία του Έβρου ήταν Ρόμβος και είναι άγνωστο από πού έλαβε αυτό το όνομα. Αργότερα το ποτάμι ονομάσθηκε Έβρος, από τον Έβρο γιο του βασιλιά της Θράκης Κάσσανδρου, που πνίγηκε στα νερά του. Η αιτία αυτής της δραματικής ιστορίας ήταν οι συκοφαντίες της μητριάς του Έβρου προς τον Κάσσανδρο, ότι ο γιος του προσπάθησε να την βιάσει.
Σύμφωνα με ένα Θρακικό μύθο στον Έβρο έριξαν οι Βάκχες το κεφάλι του Ορφέα, αφού πρώτα τον κατασπάραξαν. Ο ποταμός Έβρος μπαίνει στο Ελληνικό έδαφος από τη Βουλγαρία, βόρεια από το χωριό Ορμένιο, που αποτελεί το βορειότερο ελληνικό οικισμό, και επί 15 χιλιόμετρα περίπου καθορίζει τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Στη συνέχεια, σε όλο το μήκος του, μέχρι τις εκβολές ( 215,5 χιλ .) εκτός ενός μικρού τμήματος (τρίγωνο του Καραγάτς , 12,5 χλμ.), καθορίζει τα ελληνοτουρκικά σύνορα.
Ο Έβρος είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Βαλκανικής Χερσονήσου, αλλά από το μήκος του , των 530 χλμ., στο ελληνικό έδαφος βρίσκονται μόνο τα 218. Πηγάζει από τα όρη Ρίλα της Βουλγαρίας και διασχίζει την Ανατολική Ρωμυλία με το όνομα Μαρίτσα.
Εκβάλλει στο Θρακικό πέλαγος ανατολικά, της Αλεξανδρούπολης στον ανοιχτό κόλπο της Αίνου όπου απο τις φερτές ύλες έχει σχηματισθεί μεγάλο Δέλτα, που έχει έκταση 150.000 στρέμματα (15.000 ha).
Αυτό ακριβώς το Δέλτα είναι το τμήμα του ποταμού με την μεγάλη οικολογική αξία. Τόπος αναπαραγωγής και ξεχειμωνιάσματος για χιλιάδες υδρόβια πουλιά. Οι πρώτες προτάσεις για την προστασία της περιοχής του Δέλτα έγιναν από την Ελλην. Εταιρία Προστασίας της φύσης, το 1962. Τότε η περιοχή ήταν ένας πραγματικός παράδεισος για τα πουλιά. Παρά τις αλλοιώσεις που έχει υποστεί από τότε, το Δέλτα του Έβρου παραμένει και σήμερα ένας από τους σημαντικότερους βιότοπους της Ευρώπης. Ο Έβρος χωρίζεται, στην περιοχή του Δέλτα , σε δυο κύριους βραχίονες. Ο ένας η λεγόμενη ευθυγράμμιση, δέχεται το μεγαλύτερο όγκο των νερών του ποταμού. Ο άλλος είναι η παλιά κοίτη, που αποτελεί το σύνορο με την Τουρκία. Το 1971 το Δέλτα του Έβρου περιλήφθηκε στους υγρότοπους Rasmsar. Από τότε δυστυχώς έχει υποστεί σημαντική υποβάθμιση, εξαιτίας των αναχωμάτων, των καναλιών και των αποξηράνσεων που έγιναν στην περιοχή.

Το κύριο χαρακτηριστικό του τοπίου είναι στο Δέλτα οι απέραντες, ανοιχτές εκτάσεις, που σκεπάζονται από αβαθή νερά ή είναι στεγνές, γεμάτες με μικρά φυτά που αγαπούν το υφάλμυρο νερό.
Η μονοτονία σπάει εδώ και εκεί από τα αρμυρίκια, που σχηματίζουν συστάδες στις όχθες των τελμάτων και των τάφρων ή από τους πυκνούς καλαμιώνες. Το χειμώνα το τοπίο αυτό μεταβάλλεται συχνά σ΄ έναν απέραντο χιονισμένο κάμπο και τα νερά παγώνουν, δίνοντας μιαν άλλη όψη στην περιοχή

Ο ψυχρότερος μήνας στο Δέλτα του Έβρου είναι ο Ιανουάριος, με μέση θερμοκρασία +1,40 C και ο θερμότερος ο Αύγουστος, με μέση θερμοκρασία +30,60 C. Η μέση ετήσια θερμοκρασία του αέρα είναι +15,30 C ενώ το μέσο ύψος βροχής φθάνει το Δεκέμβριο τα 95,2 χιλιοστά και τον Αύγουστο τα 12,9 χιλιοστά. Το ετήσιο ύψος βροχής (μέσος όρος) είναι 580 χιλιοστά.


Το μεγαλύτερο μέρος του Δέλτα καλύπτεται σήμερα από αλοφυτική βλάστηση, δηλαδή φυτά που αντέχουν στα αλατούχα εδάφη. Τοπικά εμφανίζεται και ξηροφυτική βλάστηση, στις ζώνες που έχουν αποξηρανθεί και δεν πλημμυρίζουν ούτε το χειμώνα με το νερό. Στην παράκτια ζώνη συναντάμε επίσης διάφορα αλόφυτα, προσαρμοσμένα στη θαλασσινή αλμύρα.
Στο Δέλτα του Έβρου συναντάμε μια αρκετά μεγάλη ποικιλία βιοτόπων, όπως γυμνά αλίπεδα, υφάλμυρα έλη με Salicornia europaea και Halimione sp., χορτολείβαδα, καλλιέργειες σταριού και καλαμποκιού περιοχές με αρμυρίκια (Tamarix sp.) μικρά παραποτάμια δάση, υπολείμματα των αρχαίων δασών, καλαμιώνες, έλη εποχιακά ή μόνιμα, με γλυκό νερό, λιμνοθάλασσες, αμμώδεις ακτές και φυτοκοινωνίες με Halocnemum sp. κατά μήκος των ακτών, όπως και αμμοθίνες, που σχηματίζουν συχνά ένα φράγμα.
Στον καθένα από τους παραπάνω βιότοπους φωλιάζουν ή βρίσκουν την τροφή τους διαφορετικά είδη πουλιών.


Στην περιοχή του Δέλτα έχουν παρατηρηθεί μέχρι σήμερα πάνω από 300 είδη πουλιών. Απο αυτά άλλα φωλιάζουν ή ξεχειμωνιάζουν εκεί και άλλα μένουν για να ξεκουραστούν, κατά τη διάρκεια της μετανάστευσή τους
Ο αριθμός των ειδών που έχουν παρατηρηθεί στο Δέλτα του Έβρου είναι πάρα πολύ μεγάλος αν σκεφθεί κανείς ότι όλα τα πουλιά της Ελλάδας αριθμούν τα 408 είδη.
Κατά τη διάρκεια του χειμώνα στην περιοχή μπορεί να παρατηρήσει κανείς Λαγγόνες (Phalacrocorax pygmeus), Αργυροτσικνάδες (Egretta alba), Σταχτοτσικνάδες (Ardea cinerea) , Κύκνους (cygnus olor και Cygnus cygnus), Χήνες (Anser erytrhopus), μικρούς αριθμούς Πελεκάνων και σχεδόν όλα τα είδη παπιών που ξεχειμωνιάζουν στη χώρα μας (Anas platyrynchos, Apenelope, A.strepera, A.acuta, A.crecca κ.τ.λ.). Επίσης ξεχειμωνιάζουν στο Δέλτα αρκετές Βαρβάρες (Tadorna tadorna) και Καστανόχηνες (Tadorna ferruginea).
Την ίδια εποχή τριγυρίζουν στο Δέλτα και οι τελευταίοι θαλασσαετοί (Haliaetus albicilla). ’λλα αρπακτικά που ψάχνουν στη περιοχή, για τροφή, είναι ο Καλαμόκιρκος (Circus aeruginosus), ο Βαλτόκιρκος (Circus cyaneus), ο Πετρίτης (Falco peregrinus) και ορισμένοι σπάνιοι χειμωνιάτικοι επισκέπτες , όπως ο Στεπογέρακας (Falco cherrug) και ο Νανογέρακας (Falco columbarius).
Χιλιάδες γλάροι πλημμυρίζουν αυτή την εποχή τα λασποτόπια του Δέλτα, ψάχνοντας για τροφή όπως ο Μαυροκεφαλόγλαρος (Larus melanocephalus), ο Λεπτόραμφος (Larus genei) και ο Νανόγλαρος (Larus minutus). Εδώ επίσης ξεχειμωνιάζει ένας μεγάλος αριθμός από Φαλαρίδες (Fulica atra).
Παλαιότερα φώλιαζαν στο Δέλτα ορισμένα σπάνια είδη πουλιών, όπως ο Φαραετός (Pandion haliaetus), ο Γερανός (Grus grus), οι Χαλκόκοτες (Plegadis Falcinellus) και οι Χουλιαρομύτες (Platalea leucorodia).Τώρα πια οι εμφανίσεις τους είναι μόνο τυχαίες ή κατά τη μετανάστευση, γιατί καταστράφηκαν οι τόποι αναπαραγωγής του. Κόπηκαν δέντρα και περιορίσθηκαν οι καλαμιώνες κ.λ.π.
Με τον ερχομό της ’νοιξης (αρχές με μέσα Μαίου), αρχίζουν το φώλιασμα πολλά σπάνια είδη πουλιών, όπως οι Στρειδοφάγοι (Haematopus ostalegus), οι Κοκκινοσκέληδες (Tringa totanus), οι θαλασσοσφυριχτές (Charadrius alexandrinus), οι Πετροτριλίδες, τα Νεροχελίδονα, τα γλαρόνια (Ποταμογλάρονο, Νανογλάρονο, Γελογλάρονο), ο Μαυροκέφαλος γλάρος, ο Πορφυροτσικνίας, ο Λευκοτσικνίας, οι Καλημάνες, ο Κρυπτοτσικνίας, ο Νυχτοκόρακας και άλλα.
Επίσης στο Δέλτα φωλιάζουν σε μικρούς αριθμούς, οι Αγκαθοκαλημάνες (Hoplopterus spinosus), σπάνιο είδος που φωλιάζει μόνο στη Θράκη και πουθενά αλλού στην Ευρώπη.
Κατά τη διάρκεια της ανοιξιάτικης και φθινοπωρινής αποδημίας παρατηρούνται στο Δέλτα πολλά σπάνια είδη παρυδάτων πουλιών όπως Δρεπανοσκαλίθρες (Calidris ferruginea), Σταχτοσκαλίθρες (Calidris temminckii) και πιο σπάνια Μπεκατσινοσκαλίθρες (Limicola Falcinellus).
’λλα αποδημητικά είδη που ξεκουράζονται στο Δέλτα είναι ο Πρασινοσκέλης (Tringa nebularia), ο Χαλικοκυλιστής (Arenaria interpres), ο Μαχητής (Philomachus pugnax) και η σπάνια Λεπτομύτα (Numenius tenuirostris), είδη που ταξιδεύουν ως τη Σοβιετική Ένωση. Ειδικά κατά την ανοιξιάτικη μετανάστευση παρατηρούνται κοπάδια από Μαυροκιρκίνεζα (Falco vespertinus), Στεπόκιρκους (Circus marcourus), Λειβαδόκιρκους (Circus pygargus) και Φιδαετούς (Circaetus gallicus).
Σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του χρόνου παρατηρούνται στο Δέλτα τα Φοινικόπετρα ή Φλαμίγκο (Phoenocoprerus ruber). Όμως μέχρι αυτή τη στιγμή δεν έχει γίνει αντιληπτό φώλιασμα του είδους στην περιοχή.
Κατά τα μέσα Αυγούστου το Δέλτα είναι σημείο για χιλιάδες πελαργούς που ετοιμάζονται για μετανάστευση προς την Αφρική, μέσο Τουρκίας και Μέσης Ανατολής. Τα κοπάδια παραμένουν για λίγες μέρες στον Έβρο για να τραφούν καλά και να πάρουν δυνάμεις για το μεγάλο ταξίδι τους.
Το καλοκαίρι εμφανίζονται στο Δέλτα μεγάλα κοπάδια από Ερωδιούς, Πάπιες , Αργυροπελέκανους, Λαγγόνες και Κορμοράνους. Η γεωγραφική θέση του Έβρου είναι τέτοια που ευνννοεί την παρουσία πολύ σπάνιων για τη χώρα μας πουλιών, που ξεπέφτουν εκεί σαν περιστασιακοί επισκέπτες , κυρίως από την Ασία, όπως η Αγελοκαλημάνα, ο Χαραδρίος της Κασπίας, ο Ψαρόγλαρος, οΛεύκουρος, η Δακτυλιδόχηνα, ο Νανόκυκνος κ.α.


Εκτός από τα πουλιά ο Έβρος φημίζεται και για την πλούσια ιχθυοπανίδα του που περιλαμβάνει 29 είδη ψαριών.Αυτά είναι η Λέστια (Abramis brama), η Μαλαμίδα (Vimba melanops), ο Κουτσουράς (Carassius carassius), η Πεταλούδα (Carassiys auratus gibelio), ο Ασημοκυπρίνος (Hypopthalmichthys molitrix), η Θρακοβελονίτσα (Sabanejewia aurata balcanica), το Περκί (Perca fluviatilis), το Ποταμολαύρακο (Stizostedion lucioperca), το Ηλιόψαρο (Lepomis gibbosus), ο Ποντογωβιός (Knipowitschia caucasica), ο Ρινογωβιός (Proterorhinus marmoratus), ο Πρασινογωβιός (Zosterissessor ophiocephalus), το φασί (Platichthys flesus luscus), το Τυλινάρι (Leuciscus cephalus macedonicus), το Τσαιλάκι (Leucisus bonysthenicus), το Ασπρογρίβαδο (Aspius aspius), ο Γουρουνομύτης (Chondrostoma vardarensis), η Βιργιάνα (Barbus cyclolepis cyclolepis), το Σίρκο (Alburnus alburnus), το Γυφτόψαρο (Gobio gobio bulgaricus), η Πέστροφα (Salmo trutta macedonicus), το Ξυρύχι (Acipencer sturio), η Τούρνα (Esox lusius), το Τσιρώνη (Rutilus rutilus) και το Μικροσίρκο (Leucaspius delineatus)’λλα είδη ψαριών του Δέλτα είναι ο Γουλιανός (Silurus glanis) και στις λιμνοθάλασσες το Χέλι (Anguila anguila), ο Κέφαλος (Mugil cephalus) και το Λαβράκι, (Dicentranchus labrax).


Ο επισκέπτης της περιοχής θα έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και άλλα ζώα, όπως πολλά είδη αμφιβίων και ερπετών.Τα κυριότερα αμφίβια είναι οι Τρίτωνες (Triturus cristatus και Triturus vulgaris), οι Βομβίνες (Bombina bombina και Bombina variegata), ο Πηλοβάτης (Pelobates syriacus), ο Φρύνος (Bufo bufo ), ο Πρασινόφρυνος (Bufo viridis), ο Δενδροβάτραχος (Hyla arborea), η Σαλαμάνδρα (Salamandra salamandra) και οι Βάτραχοι (Rana ribibunda και Rana graeca).


Στην περιοχή υπάρχουν σημαντικοί πληθυσμοί χελωνών (Testudo hermanni και Testudo graeca). Στις ρηχές λιμνούλες ζουν σημαντικοί αριθμοί από Νεροχελώνες (Emys orbicularis και Mauremys caspica) και Νερόφιδα (Natrix tesselata).Υπάρχουν επίσης στην περιοχή η Τρανόσαυρα (Lacerta trilineata), η Σμαραγδόσαυρα (Lacerta situla) ή Οχιά (Vipera ammodytes), ο Λαφιάτης (Elaphe quatorlineata), ο Έρυξ (Eryx jaculus) το Γατόφιδο (Telescopus fallax) και άλλα .Στο Δέλτα του Έβρου, αλλά και στη γύρω περιοχή υπάρχουν αρκετά είδη θηλαστικών. Μεταξύ αυτών τα πιο σπάνια είναι η Βίδρα (Lutra lutra), η Στικτοϊκτιδα (Vormela peregusna), ο Σπερμόφιλος (Citellus cittelus), το τσακάλι (Canis aureus) και ο Λύκος (Canis lupus).


Το Δέλτα του Έβρου είναι το ακρώτατο όριο της Ελληνικής Θράκης. ’λλοτε η Θράκη ήταν χώρα απέραντη, που εκτεινόταν σε όλη τη σημερινή Βουλγαρία και σε τμήμα της Σερβίας, όπως επίσης στη σημερινή Ευρωπαϊκή Τουρκία.Αρχικά η Θράκη ονομαζόταν Πέρκη, αργότερα όμως, σύμφωνα με τους αρχαίους μύθους, πήρε το όνομά της Θράκης, κόρης του Ωκεανού και αδελφής της Ευρώπης, της Ασίας και της Λιβύης (σημερινής Αφρικής).Στη σημερινή κοιλάδα του Έβρου και γύρω από το Δέλτα κατοικούσαν κατά την αρχαιότητα οι Οδρύσες, η ισχυρότερη και πολυαριθμότερη από τις φυλές των αρχαίων Θρακών, που υπήρξαν, για ένα μεγάλο διάστημα σύμμαχοι των Αθηναίων.Κατά τους Περσικούς πολέμους οι νότιες Θρακικές φυλές υποτάχθηκαν στους Πέρσες και αναγκάστηκαν να τους ακολουθήσουν στην εκστρατεία τους κατά της Ελλάδας.Στην περιοχή του Έβρου βρισκόταν μια πόλη που ονομαζόταν Δορίσκος. Έξω από αυτήν την πόλη σταμάτησαν οι Πέρσες και έγινε και η καταμέτρηση της απέραντης στρατιάς τους.


Με λεωφορείο, από την Αθήνα στην Αλεξανδρούπολη. Υπάρχει καθημερινά ένα δρομολόγιο . ΚΤΕΛ Αθήνας. Πληροφορίες Τηλ. (01) 512 5954. Από τη Θεσσαλονίκη για την Αλεξανδρούπολη πραγματοποιούνται καθημερινά 5 δρομολόγια, ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης. Πληροφορίες τηλ. : (031) 514 111.
Με τρένο, από την Αθήνα στην Αλεξανδρούπολη. Καθημερινά 3 δρομολόγια. Οργ. Σιδ. Ελλάδας (ΟΣΕ) Αθήνα τηλ. : 524 0646 - 8.
Από Θεσσαλονίκη για Αλεξανδρούπολη 4 καθημερινά δρομολόγια. Πληρ. : ΟΣΕ Θεσσαλονίκης (031) 517 517.
Με το αεροπλάνο, δυο ως τέσσερις πτήσεις την ημέρα από την Αθήνα για Αλεξανδρούπολη, το καλοκαίρι. Το χειμώνα εκτελούνται 3 - 8 πτήσεις την εβδομάδα. Πληροφορίες : Ο.Α. Αθήνας. Τηλ. : (01) 961 6161, Ο.Α. Αλεξανδρούπολης, Τηλ. : (0551) 26 361.

Στην Αλεξανδρούπολη υπάρχουν 20 ξενοδοχεία, πάνω από 300 ενοικιαζόμενα δωμάτια και το κάμπινγκ, ΑΚΤΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ (Τηλ. : 26 055), που λειτουργεί από τον Απρίλιο ως τον Οκτώβριο, δυναμικότητας 720 ατόμων. Για περισσότερες πληροφορίες : ΕΟΤ Αλεξανδρούπολης τηλ :28735.
Στις Φέρρες, κωμόπολη 5.000 κατοίκων, 29 χλμ. ΒΑ από την Αλεξανδρούπολη, χτισμένη δίπλα στο Δέλτα. Υπάρχουν λίγα ενοικιαζόμενα δωμάτια. Εδώ μπορεί να βρει κανείς φαγητό. Δήμος : πληροφορίες τηλ : 22 211.
Μέσα στον υγρότοπο υπάρχει ο Βιολογικός Σταθμός της Ελληνικής Εταιρείας Προστασίας της φύσης, o οποίος φιλοξενεί επιστήμονες και φοιτητές (Έλληνες και ξένους) οι οποίοι έχουν σαν σκοπό τη μελέτη του Δέλτα.
Μπορεί να φιλοξενήσει μέχρι 10 άτομα τη φορά. Για περισσότερες πληροφορίες απευθυνθείτ στην Ε.Ε.Π.Φ. και στα τηλ. : (01) 322 4944, 322 5285.

Χριστουγενιάτικη συνταγή της μπάμπω - Συνταγή Νέου Χειμωνίου

 

Θα χρειαστούμε έντερα (παχύ έντερο) ενός γουρουνιού. Τα πλένουμε με νερό και μαγειρική σόδα και από τις δυο μεριές. Αφού τα πλύνουμε αρκετά νερά τα βάζουμε σε νερό με ξύδι και λίγο αλάτι για να «ασπρίσουν». Πριν τα γεμίσουμε τα πλένουμε άλλα δυο νερά.

Γέμιση

2 κιλά συκώτι χοιρινό

2 κιλά κρέας χοιρινό

καρδιά, νεφρά, σπλήνα, (πνευμόνια προαιρετικά) χοιρινά

½ κιλό ρύζι

κόκκινο πιπέρι, ρίγανη, μαυροπίπερο, μπαχάρι σε σκόνη, κύμινο,

αλάτι

λίγο πράσο

Εκτέλεση

Ζεματάμε λίγο το συκώτι. Το ψιλοκόβουμε. Ψιλοκόβουμε και

το κρέας, την καρδιά, τα νεφρά, τη σπλήνα, τα πνευμόνια και το

πράσο.

Δένουμε τη μια άκρη με κλωστή κι αρχίζουμε να γεμίζουμε με το

χέρι. Δε βάζουμε πολλή γέμιση για να μη σπάσει το έντερο. Δένουμε

και την άλλη άκρη.

Μαγείρεμα

Σε κατσαρόλα βάζουμε νερό, ρίγανη, αλάτι, λάδι, λίγα κομματάκια κρέας (παλιά τρώγανε το ζουμί σαν σούπα). Όταν αρχίσει το νερό να βράζει βάζουμε την μπάμπω. Την τρυπάμε σε πολλές μεριές με πιρούνι ή ξυλάκι από σουβλάκι, για να μη φουσκώσει. Βράζουμε σε σιγανή φωτιά για περίπου μια ώρα.

                                                            Σταματοπούλου Σοφία – Σταματόπουλος Θύμιος

Η Παναγία η κοσμοσώτειρα


Στο νοτιοανατολικό άκρο του Ν. Έβρου, δίπλα στον ομώνυμο θρυλικό ποταμό και το Δέλτα του, δεσπόζει η σημερινή πόλη των Φερών με το ναό της Παναγίας Κοσμοσώτειρας στο κέντρο της να την κοσμεί ως τις μέρες μας. Η ιστορική διαδρομή των Φερών ταυτίζεται με αυτή της Μονής, έχοντας βέβαια την ίδια χρονική αφετηρία.

Το μοναστήρι της Παναγίας Κοσμοσώτειρας χτίστηκε το 1151/52 από τον Σεβαστοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό, γιο του αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού. Ο Ισαάκιος Κομνηνός έχει περάσει στην ιστορία σαν ικανότατος Στρατηγός με πολλές νικηφόρες μάχες στο ενεργητικό του. Ταυτόχρονα οι πηγές τον αναφέρουν και σαν συγγραφέα / ποιητή. Η άμετρη φιλοδοξία του τον οδήγησε σε πράξεις απονενοημένες. Πραξικοπηματικές απόπειρες ενάντια στον αυτοκράτορα αδελφό του Ιωάννη Π και μετέπειτα ενάντια στον ανιψιό του αυτοκράτορα Μαννουήλ είχαν σαν συνέπεια πολυετείς εξορίες. Εκεί, στις απομακρυσμένες βυζαντινές επαρχίες της Παλαιστίνης και της Συρίας, ο Ισαάκιος προχώρησε σε άνομες συμμαχίες ενάντια στην αυτοκρατορική του οικογένεια.

Το 1151/52 ο Ισαάκιος Κομνηνός εγκαινιάζει το μοναστηριακό του συγκρότημα και συγγράφει το Τυπικό του. Πρόκειται για κείμενο - μαρτυρία, χάρη στο οποίο γνωρίζουμε το καθεστώς λειτουργίας της μονής, τα περιουσιακά στοιχεία της, καθώς και σημαντικότατα στοιχεία για τα κτίσματα και τη γενική διαμόρφωση του Κομνήνειου αυτού μοναστικού ιδρύματος. Το 'Τυπικόν Ισαακίου Αλεξίου Κομνηνού της Μονής Θεομήτορος της Κοσμοσώτειρας' φωτίζει ακόμη, πτυχές της τοπικής μας ιστορίας.

Προσφέρει όλη την περιουσία του, κινητή και ακίνητη, στο μοναστήρι της Βήρας, καθιστώντας το έτσι ιδιαίτερα εύπορο και στηρίζοντας οικονομικά την αυτονομία του. Απέραντες εκτάσεις καλλιεργημένης γης με τους οικισμούς τους στο νότιο τμήμα της βυζαντινής Θράκης - που περιλάμβανε και μεγάλο τμήμα της πόλης της Αίνου -, 12 ποταμόπλοια που έφεραν έσοδα στο μοναστήρι, το απόλυτο δικαίωμα διαχείρισης των ποταμών 'Μαρίτζα' και Σαμία, καθώς και το Μετόχι του Αγ. Στεφάνου του Αυρηλιανού στην Κωνσταντινούπολη, περνούν στην κατοχή της Μονής.

Το Ιδρυμα ήταν μεγαλοπρεπές και ισάξιο των υπόλοιπων αυτοκρατορικών μονών της Οικογένειας των Κομνηνών ( Μονή της Χώρας Παντοκράτορος Χριστού). Ο κτήτορας Ισαάκιος Κομνηνός κατασκευάζει αρχικά το Καθολικό. Τις εργασίες παρακολουθεί ο ίδιος. Ο αρχιτεκτονικός του τύπος είναι σταυροειδής με τρούλο, σε μια - σπανιότατη - παραλλαγή του δικιονίου. Ο Γραμματικός του Μιχαήλ δίνει στο ναό την μεγαλοπρέπεια που του αρμόζει. Ο ναός , αν και μετρίου όγκου , γίνεται επιβλητικός χάρη στο εντυπωσιακό ύψος που του προσφέρει ο αρχιτέκτονας, μαζί με τον ιδιαίτερα μεγάλο τρούλο , τις σοφές αναλογίες των διαστάσεων, τη έλλειψη κιονοστοιχιών. Το έργο προκαλεί το θαυμασμό, όχι μόνο των συγχρόνων του, αλλά και των σημερινών μελετητών. Οι αγιογράφοι που φτάνουν από την Βασιλεύουσα αποτυπώνουν τη θεία ζωή της Παναγίας και του Χριστού με την αριστουργηματική τεχνοτροπία της Κωνσταντινουπολίτικης Σχολής. Από τις αγιογραφίες που σώζονται ως σήμερα, ξεχωρίζουν αυτές στο κέντρο του ναού. Πρόκειται για ανεπίγραφες αγιογραφίες τεσσάρων στρατιωτικών αγίων, που έχουν ταυτιστεί με πρόσωπα της οικογένειας των Κομνηνών , περιλαμβάνονται και του κτήτορα. Το αστραφτερό μάρμαρο του δαπέδου, των κιόνων, του τέμπλου καθώς και η επένδυση χρυσού φωτίζουν το εσωτερικό του ναού μαζί με το πλήθος των παραθύρων.

Γύρω από το Καθολικό οι τεχνίτες κατασκεύασαν τα κελιά και τα λουτρά των μοναχών, την Τράπεζα, την Βιβλιοθήκη με το σκευοφυλάκιο , το οίκημα του γραμμικού Μιχαήλ, τον πύργο με τα σήμαντρα, τη δεξαμενή νερού και τα περιέκλεισαν στον εσωτερικό περίβολο. Στο νοσοκομείο της Μονής ο Ισαάκιος επιθυμεί να καταφεύγουν και όσοι από τους κατοίκους των γύρω χωριών ασθενούν. Γνωρίζουμε ακόμη, πως υπήρχαν και δεύτερα λουτρά για τους περιοίκους και τους επισκέπτες. Μαζί με τα παραπάνω, ο ξενώνας, το δεσποτικό και το παρεκκλήσι το αγίου Προκοπίου προστατευόταν από τον εξωτερικό περίβολο. Οι μύλοι , οι στάβλοι, το νεκροταφείο των μοναχών τοποθετήθηκαν έξω από τα τείχη της Μονής.
Η ίδρυση του μοναστηρίου έγινε η αιτία να δημιουργηθεί εδώ ένας νέος οικισμός, η Βήρα (σημερινές Φέρες). Οι κάτοικοί της ήταν κυρίως εργάτες γης, που απασχολούνταν στα απέραντα κτήματα της μονής εξαναγκάστηκαν σε μετοίκηση από γειτονικά χωριά - που ανήκαν στην κυριότητα του Ισαάκιου.

Οι λεηλασίες των επόμενων αιώνων κατέστρεψαν το έργο ζωής του Ισαάκιου Κομνηνού. Μαζί χάθηκε κι όλη η κινητή περιουσία της Μονής πολύτιμες εικόνες - μωσαϊκή της Παναγίας Κοσμοσώτειρας, χρυσή του Παντοκράτορος Χριστού και αργυρή της Παναγίας , η πλούσια βιβλιοθήκη, τα έγγραφα της Μονής

(13ος / 14ος αι.), που οι συγκρούσεις των Βουλγάρων, Τούρκων και Φράγκων με τους Βυζαντινούς (13ος αι.) , καθώς και οι εμφυλιοπολεμικές συγκρούσεις (14ος αι.), κατασπάρασσαν την περιοχή μας , ως την οριστική κατάληψη της από τους από τους Τούρκους το 1380. Η Βήρα γίνεται θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων. Το 1342 οι έγκλειστοι στο "καρτερώτατον φρούριον" περίοικοι αγρότες και μοναχοί αντιστέκονται σθεναρά στην πολιορκία του Ιωάννη Vi Καντακουζηνού. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των σύγχρονων με τα γεγονότα χρονικογράφων, το μοναστηριακό συγκρότημα του Ισαάκιου Κομνηνού λειτουργούσε ως τέτοιο περίπου μέχρι τα μέσα του 14ου αι. και οδήγησαν στην εγκατάλειψη της Μονής και τον αποδεκατισμό των κατοίκων της Βήρας. Ετσι προετοίμασαν το έδαφος για την οριστική κατάληψη της Βήρας από τους Τούρκους γύρω στο 1380.

Οι Τούρκοι κατακτητές γκρέμισαν τα τείχη και τα περισσότερα κτίσματα της Μονής, διατήρησαν όμως το καθολικό της και το μετέτρεψαν σε μουσουλμανικό τέμενος, αφιερωμένο στον κατακτητή της, Σουλείμαν. Σαν τέτοιο λειτούργησε για πεντέμισι αιώνες, ως το 1920, χρονιά που η Θράκη πέρασε οριστικά στην ελληνική επικράτεια. Δέκα χρόνια αργότερα επισκέπτεται τις Φέρες ο Α. Ορλάνδος, απεσταλμένος του Υπ. Παιδείας και Θρησκευμάτων, και ξεκινά τις πρώτες εργασίες συντήρησης της εκκλησίας της Παναγίας Κοσμοσώτειρας. Κατά τις επόμενες δεκαετίες και ως τις μέρες μας, ήλθαν στο φως οι σπουδαίες αγιογραφίες που αναφέραμε, αφαιρέθηκε το μεταγενέστερο κοκκινωπό επίχρισμα στους εξωτερικούς τοίχους, αποκαλύπτοντας έτσι σημαντικά στοιχεία σχετικά με την κατασκευή του ναού. Το πιο σημαντικό από αυτά είναι το κεραμικό ανάγλυφο με τον μονοκέφαλο αετό στον ανατολικό τοίχο του καθολικού. Πρόκειται για το έμβλημα των Κομνηνών, που δεν θα συναντήσουμε σε κανένα άλλο βυζαντινό μνημείο στον ελλαδικό χώρο. Το κεραμικό αυτό ανάγλυφο πιστοποιεί την πραγμάτωση της επιθυμίας του κτήτορα, ο ναός της Κοσμοσώτειρας να γίνει και το μαυσωλείο του.

Από όλο το συγκρότημα των οικοδομημάτων της Μονής της Βήρας σήμερα σώζεται μόνο το καθολικό, ο Ναός της Παναγίας της Κοσμοσώτηρας. Αν ίσως στα θεμέλια κάθε μεγαλοπρεπούς κτίσματος και στους μυχούς κάθε φιλανθρώπων σπλάχνων κρύβεται το φίδι της υπερηφάνειας, τότε και τα μεν και τα δε είναι καταδικασμένα να χαθούν στο πέρασμα των αιώνων. Μόνο ο οίκος του Θεού ως κομμάτι επίγειο του Παραδείσου, όπου μέσα κατοικεί ένσαρκος ο Θεός, είναι "καταδικασμένος" να υπάρχει πάντοτε στους αιώνες.

Κάλαντα θράκης Χρόνης - Αηδονίδης & Νεκταρία Καραντζή