Ιστορικό - τοπογραφικό πλαίσιο
Από τα σημαντικότερα μοναστικά κέντρα του Βυζαντίου, που αναπτύχθηκαν στο βαλκανικό χώρο υπήρξε το Παπίκιο όρος, ταυτισμένο από το Στίλπ. Κυριακίδη με το τμήμα του ορεινού όγκου της Ροδόπης που βρίσκεται ΒΔ της Κομοτηνής. Μεγάλος αριθμός βυζαντινών ναών και άλλων κτισμάτων που έχουν εντοπιστεί βόρεια των οικισμών Πολύανθου, Ληνού Σώστη, Μίσχου και Θάμνας, που βρίσκονται στους πρόποδες της Ροδόπης, επιβεβαιώνουν την ορθότητα της άποψης αυτής, διορθώνοντας έτσι την προηγούμενη ταύτιση του Παπικίου με το όρος Ρίλα, που πρότεινε ο Αντ. Μηλιαράκης στα τέλη του 19ου αιώνα (1897). Σήμερα με βάση τα κατά τόπους εντοπισμένα μνημεία και τις ανασκαφικές έρευνες, που έχουν διενεργηθεί, προσδιορίστηκε με μεγαλύτερη ακρίβεια το Παπίκιο στο τμήμα της Ροδόπης που ορίζεται δυτικά από την κοίτη του ποταμού Κομψάτου και ανατολικά από τον επαρχιακό δρόμο Κομοτηνής – Καρυδιάς.
Η πρώτη αναφορά του Παπικίου στις γραπτές πηγές γίνεται στο Τυπικό του Γρηγορίου Πακουριανού, αξιωματούχου του Βυζαντίου, για τη μονή της Θεοτόκου Πετριτζονίτισσας (Μπατσκόβου), που συντάχθηκε το 1083, σύμωνα με το οποίο ο ναός του Αγίου Γεωργίου «ιδρυμένος κατά το Παπίκιον» συμπεριλαμβανόταν στα μετόχια της περαπάνω μονής. Πληροφορίες για το Παπίκιο αντλούμε και από τους βυζαντινούς ιστορικούς και χρονογράφους Νικήτα Χωνιάτη και Ιωάννη Κίνναμο που αναφέρουν την ύπαρξη «πλείστων σεμνείων» και «φροντιστηρίων» σε μερικά από τα οποία εκάρησαν μοναχοί επιφανή πρόσωπα του Βυζαντίου, όπως ο πρωτοστράτωρ Αλέξιος Αξούθ και ο νόθος γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ (1143 – 1180) σεβαστοκράτωρ Αλέξιος. Όσον για την ετυμολογία του ονόματος ο Σαβαΐτης μοναχός Ακάκιος (α΄ μισό 13ου αι.) μας πληροφορεί: «την κλήσιν δε έλαχεν εκ του είναι πλείστα μοναστήρια και μέγιστα περί τα τρις εκατόν και εβδομήκοντα. Αρχήν δε τη κατοικήσει του όρους γέρων τις πρώτος κατώκησεν την κλήσιν έχων πάππος και διά του τούτο Παπίκιον». Με την ιστορία του Παπικίου συνδέονται τα ονόματα του Γρηγορίου Παλαμά και του οσίου Μαξίμου Καυσοκαλυβίτη, που επισκέφθηκαν τη μοναστική κοινότητα στις αρχές του 14ου αι. και έμειναν στην περιοχή για σύντομο χρονικό διάστημα. Από την παράθεση και συσχέτιση των προσφερομένων ιστορικών μαρτυριών συμπεραίνεται ότι το μοναστικό κέντρο του Παπικίου βρισκόταν σε μεγάλη ακμή κατά τον 11ο – 12ο αι. Από το 13ο αι. και μετά σημειώνεται μια καθοριστική κάμψη στη ζωή του μοναστικού κέντρου, που φθάνει σε πλήρη παρακμή στα τέλη του 14ου αι. Στα μεταβυζαντινά χρόνια το Παπίκιον δεν υπάρχει ως μοναστικό κέντρο. Κοντά στα ερείπια των μοναστηριακών συγκροτημάτων ιδρύονται μικροί οικισμοί, οι κάτοικοι των οποίων εκμεταλλεύονταν τα γύρω από τα μοναστήρια καλλιεργήσιμα κτήματα.
Όπως και στα άλλα μοναστικά κέντρα, έτσι και στο Παπίκιον, η πρώτη μορφή κοινοβιακού βίου θα πρέπει να ήταν η «ερημική». Το κοινοβιακό σύστημα εισήχθηκε αργότερα, όπως έγινε στο Άγιον Όρος και στο όρος των Κελλίων (Όσσα). Ο κοινοβιακός τρόπος μοναχισμού, που εφαρμόστηκε στο Παπίκιον, αποδεικνύεται σήμερα και με ανασκαφικά δεδομένα, μετά δηλαδή την αποκάλυψη οργανωμένων μοναστηριακών συγκροτημάτων κατά το κοινόβιο σύστημα. Η ανάπτυξη του κοινοβιακού συστήματος δεν κατήργησε τον ερημικό μοναχικό βίο. Η συνύπαρξη των δύο μοναστικών τύπων συμπεραίνεται και από το κείμενο του Ακακίου Σαββαΐτη, ο οποίος αναφέρει ότι στο μοναστήρι της Ελεούσας στο Παπίκιον υπήρχαν μοναχοί που διέμεναν άλλοι στο κοινόβιο και άλλοι σε ησυχαστήρια. Μολυβδόβουλλα με την επιγραφή «+ Θεοτόκε βοήθει τω Πρώτω του Παπικίου» μας πληροφορούν ότι ο θεσμός του «Πρώτου», ως μορφή μοναστικής διοίκησης εφαρμόστηκε από το 10ο – 11ο αι. Από τα τέλη του 12ου αι. σώζεται επιστολή του διάσημου κανονολόγου Θεοδώρου Βαλσαμώνα προς «τον καθηγητήν (Πρώτον) των κατά το Παπίκιον μοναστηρίων», σχετική με τον τρόπο απόκαρσης των μοναχών και το απαιτούμενο στάδιο δοκιμασίας τους.
Το Παπίκιον με τις δύσβατες κορυφές του, την πυκνή βλάστηση και τα πολλά νερά ήταν φυσικό να προσελκύσει ασκητές και ερημίτες, που επιζητούσαν την τέλεια απομόνωση, ενώ δεν απέτρεπε και την επικοινωνία με τον «έξω κόσμο», αφού παράλληλα με τους πρόποδές του έβαινε η Εγνατία οδός, που δεν έπαυσε να χρησιμοποιείται στα βυζαντινά χρόνια. Σημαντικός λόγος για την προσέλκυση των ασκητών θα πρέπει να υπήρξε η εξαιρετική θέα από το Παπίκιον προς τον κάμπο του Ν. Ροδόπης και της Ξάνθης. Το μάτι ξεκουράζεται και έχει κανείς την αίσθηση, βλέποντας τον κόσμο από ψηλά, ότι ξεφεύγει από τη γήινη σφαίρα με γαληνεμένη ψυχή. Στο βάθος του ορίζοντα ΝΑ διακρίνεται ο ΄Ισμαρος και η περιοχή της Μαρώνειας και ΝΔ τα Άβδηρα και η περιοχή του Πόρτο – Λάγος. Στους πρόποδες του Παπικίου κείται η Μαξιμιανούπολη (Μοσυνόπολη) και δυτικότερα στο μυχό της Βιστωνίδα η Αναστασιούπολη (Περιθεώριον). Αν και η πρώτη αναφορά του Παπικίου γίνεται το 1083 στο Τυπικό του Γρηγορίου Πακουριανού για τη Μονή της Θεοτόκου Πετριτζονίτισσας (Μπατσκόβου), δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πρώτες εγκαταστάσεις μοναχών στην περιοχή θα πρέπει να αναχθούν σε προγενέστερους χρόνους, πιθανότατα στην εποχή της Εικονομαχίας. Ήταν φυσικό για τους εικονολάτρες μοναχούς των αστικών κέντρων να αναζητήσουν καινούργιους τόπους λατρείας και άσκησης σε ορεινές και δύσβατες περιοχές.
Αξιόλογες πληροφορίες για το Παπίκιον αντλούμε από μία οροθετική στήλη με την επιγραφή: «+ Οριαιοι διαφέροντες τη ευαγεστάτη μονή του Δικαίου Αντωνίου». Η επιγραφή αυτή που χρονολογείται στις αρχές του 14ου αι. έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί αποτελεί: α) την πρώτη μαρτυρία, με βάση αρχαιολογικά δεδομένα, επώνυμης μονής στην περιοχή, β) οριαίο λίθο (οροθέσιο), που δηλώνει την ύπαρξη ορίων δικαιοδοσίας μεταξύ των μονών και γ) ότι το αξίωμα του «δικαίου» απαντά και στο Παπίκιον. Η μοναστική οργάνωση του Παπικίου με τους θεσμούς του «πρώτου» και του «δικαίου» φανερώνει την αλληλεπίδραση των μοναστικών κέντρων στον τομέα της διοίκησης. Το Παπίκιον ως μοναστικό κέντρο θα πρέπει να είχε στενές σχέσεις με τα άλλα μοναστικά κέντρα του Βυζαντίου και ιδιαίτερα με τα πλησιέστερα του Αγίου Όρους και του Γάνου. Σημαίνουσες προσωπικότητες της Ουθοδοξίας εκείνης της εποχής, όπως ο Γρηγόριος Σιναΐτης, Μάξιμος Καυσοκαλυβίτης, και Γρηγόριος Παλαμάς, περιόδευαν στα κέντρα αυτά μεταφέροντας τις θρησκευτικές τους θεωρίες και αντιλήψεις. Μια σειρά από μολυβδόβουλλα, που βρέθηκαν τα τελευταία χρόνια στο Παπίκιον, βεβαιώνει την ύπαρξη αλληλογραφίας μεταξύ των κατόχων των μολυβδοβούλλων και των μοναστηριών. Μερικά μάλιστα από αυτά ανήκουν σε γνωστά από βυζαντινές πηγές πρόσωπα, όπως του πρωτονωβελισσίμου Κωνσταντίνου Γαβρά, του κριτού Κωνσταντίνου Μανουηλίτη και του μητροπολίτου Άργους – Ναυπλίου Ιωάννου.
Μνημεία από ανασκαφές
Στις μέχρι τώρα σχετικές για το Παπίκιο γνώσεις μας, βασισμένες στις γραπτές ιστορικές πηγές, έρχονται να προστεθούν καινούργιες πληροφορίες μέσα από αρχαιολογικά δεδομένα, με τις ανασκαφικές έρευνες που διενεργήθηκαν από το 1983 μέχρι και το 1994. Οι έρευνες αυτές αποκάλυψαν κοντά στους οικισμούς Κερασιά, Σώστη Ληνό και Μίσχο τρεις μονόχωρους, σε σχήμα ελεύθερου σταυρού βυζαντινούς θολοσκέπαστους ναούς, δύο εκτεταμένα μοναστηριακά συγκροτήματα (Σώστη και Ληνού) και ερείπια βυζαντινού λουτρώνα.
Μονόχωροι ναοί
Από τους τρεις μονόχωρους ναούς οι δύο βρίσκονται στην περιοχή του οικισμού Κερασιά και ο τρίτος μεταξύ της Κερασιάς και του Σώστη. Ανήκουν, όπως προαναφέρθηκε, στην ομάδα των μονόχωρων θολοσκέπαστων σταυροειδών ναών με συνεπτυγμένες τις κεραίες του σταυρού. Αρχιτεκτονικά ο τύπος αυτός αποκτά ευρεία διάδοση μετά το 10ο αι. Μολονότι η ανασκαφική έρευνα περιορίστηκε αποκλειστικά στο χώρο των ναών, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αποτελούν καθολικά μικρών μοναστηριών. Για την ευχερέστερη διάκρισή τους οι ναοί έχουν συμβατικά διασταλεί με τα ισάριθμα πρώτα γράμματα της αλφαβήτου.
www.athosmemory.com