Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

Μήνυμα Οικουμενικού Πατριάρχη για την εορτή των Χριστουγέννων



Ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ συλλειτουργοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ εὐλογημένα,
Μέσα εἰς τὴν ἀνὰ τὸν κόσμον ἐπικρατοῦσαν τελευταίως σκοτεινὴν ἀτμόσφαιραν τῆς σοβούσης ποικίλης κρίσεως, οἰκονομικῆς, κοινωνικῆς, ἠθικῆς καί, κυρίως, πνευματικῆς, ἡ ὁποία πολὺν θυμόν, πολλὴν πικρίαν, πολλὴν σύγχυσιν, πολλὴν ἀγωνίαν, πολὺ ἄγχος, πολλὴν ἀπογοήτευσιν καὶ πολὺν φόβον διὰ τὴν αὔριον προξενεῖ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, γλυκεῖα ἀκούεται ἡ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας:

«Δεῦτε, πιστοί, ἐπαρθῶμεν ἐνθέως καὶ κατίδωμεν συγκατάβασιν θεϊκὴν ἄνωθεν ἐν Βηθλεὲμ πρὸς ἡμᾶς ἐμφανῶς...»
(Ἰδιόμελον ΣΤ΄ Ὥρας Χριστουγέννων).

Πίστις ἀκλόνητος τῶν Χριστιανῶν εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς δὲν παρακολουθεῖ ἀφ' ὑψηλοῦ καὶ ἀδιαφόρως τὴν πορείαν τοῦ κατ' εἰκόνα καὶ ὁμοίωσίν Του ὑπὸ τοῦ ἰδίου, αὐτοπροσώπως, πλασθέντος ἀνθρώπου. Τούτου ἕνεκα καὶ ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ καὶ Λόγου Του ἦτο ἀπ' ἀρχῆς ἡ «εὐδοκία» Του, τὸ πρώτιστον θέλημά Του, ἡ «προαιώνιος βουλή» Του. Νὰ ἀναλάβῃ ὁ Ἴδιος, ἐξ ὑπερβολῆς ἀγάπης, τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ποὺ ἔπλασε, καὶ νὰ τὴν καταστήσῃ «θείας φύσεως κοινωνόν» (Β΄ Πέτρ. 1: 4).

Καὶ τοῦτο, πρὸ τῆς πτώσεως τῶν Πρωτοπλάστων, πρὸ καὶ αὐτῆς τῆς πλάσεώς των! Μετὰ τὴν πτῶσιν τῶν Πρωτοπλάστων, ἡ «προαιώνιος βουλὴ» τῆς Σαρκώσεως περιέλαβε τὸν Σταυρόν, τὸ Ἄχραντον Πάθος, τὸν Ζωοποιὸν Θάνατον, τὴν εἰς Ἅιδου Κάθοδον, τὴν Τριήμερον Ἔγερσιν, ὥστε ἡ παρείσακτος ἁμαρτία, ποὺ ἐδηλητηρίασε τὰ πάντα, καὶ ὁ λαθρεπιβάτης τῆς ζωῆς θάνατος νὰ τεθοῦν τελείως καὶ ὁριστικῶς ἐκποδών, καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀπολαύσῃ ἀκεραίαν τὴν Πατρικὴν κληρονομίαν τῆς αἰωνιότητος.

Ἀλλ' ἡ θεϊκὴ συγκατάβασις τῶν Χριστουγέννων δὲν περιορίζεται μόνον εἰς τὰ τῆς αἰωνιότητος. Ἀφορᾷ καὶ εἰς τὰ τῆς ἐπὶ γῆς πορείας ἡμῶν. Ὁ Χριστὸς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον διὰ νὰ εὐαγγελισθῇ τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν καὶ νὰ μᾶς εἰσαγάγῃ εἰς αὐτήν, ἀλλ' ἦλθεν ἐπίσης εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος τὴν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν.

Ἐχόρτασε θαυματουργικῶς κατ' ἐπανάληψιν τὰ πλήθη τῶν ἀκροατῶν τοῦ λόγου Του, ἐκαθάρισε λεπρούς, ἐστερέωσε παραλύτους, ἐχάρισε τὸ φῶς εἰς τυφλούς, τὴν ἀκοὴν εἰς κωφοὺς καὶ τὴν ὁμιλίαν εἰς ἀλάλους, ἀπήλλαξε δαιμονισμένους ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, ἀνέστησε νεκρούς, ὑπεστήριξε τὸ δίκαιον τῶν ἀδικουμένων καὶ λησμονημένων, ἐστηλίτευσε τὸν ἀθέμιτον πλουτισμόν, τὴν πρὸς τοὺς πτωχοὺς ἀσπλαγχνίαν, τὴν ὑποκρισίαν καὶ τὴν «ὕβριν» εἰς τὰς ἀνθρωπίνας σχέσεις, ἔδωκεν ἑαυτὸν ὑπόδειγμα ἐθελουσίου κενωτικῆς χάριν τῶν ἄλλων θυσίας! Ἴσως ἡ διάστασις αὕτη τοῦ μηνύματος τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως πρέπει νὰ προσεχθῇ περισσότερον κατὰ τὰ σημερινὰ Χριστούγεννα.

Πολλοὶ συνάνθρωποι καὶ συγχριστιανοὶ δοκιμάζουν φοβερὸν πειρασμὸν ἐκ τῆς σοβούσης κρίσεως. Εἶναι ἀναρίθμητοι αἱ στρατιαὶ τῶν ἀνέργων, τῶν νεοπτώχων, τῶν ἀστέγων, τῶν νέων μὲ τὰ «ψαλιδισμένα ὄνειρα». Ἀλλά, Βηθλεὲμ ἑρμηνεύεται «Οἶκος Ἄρτου»! Χρεωστοῦμεν, λοιπόν, οἱ πιστοὶ εἰς πάντας τοὺς ἐμπεριστάτους ἀδελφοὺς ὄχι μόνον τὸν «Ἐπιούσιον Ἄρτον», δηλαδὴ τὸν Χριστόν, ὁ Ὁποῖος εὑρίσκεται ἐσπαργανωμένος εἰς τὴν πενιχρὰν φάτνην τῆς Βηθλεέμ, ἀλλὰ καὶ τὸν καθημερινὸν ἐπιτραπέζιον ἄρτον τῆς ἐπιβιώσεως, καὶ ὅλα τὰ «ἐπιτήδεια τοῦ σώματος» (Ἰακ. 2: 16). Εἶναι ἡ ὥρα τῆς πρακτικῆς ἐφαρμογῆς τοῦ Εὐαγγελίου, ἐν ὑψηλῷ αἰσθήματι εὐθύνης!

Ἡ ὥρα, κατὰ τὴν ὁποίαν ἀκούεται ἐντονώτερος καὶ ἀπαιτητικώτερος ὁ ἀποστολικὸς λόγος: «Δεῖξον μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου» (Ἰακ. 2: 18)! Ὁ καιρός, δηλ. ἡ εὐκαιρία, νὰ «ἐπαρθῶμεν ἐνθέως» εἰς τὸ ὕψος τῆς οἰκειούσης ἡμᾶς μὲ τὸν Θεὸν βασιλικῆς ἀρετῆς τῆς Ἀγάπης.

Ταῦτα ἀπὸ τῆς ἁγίας καὶ μαρτυρικῆς καθέδρας τῆς Ἐκκλησίας τῶν τοῦ Χριστοῦ Πενήτων εὐαγγελιζόμενοι πρὸς τὰ ἀνὰ τὸν κόσμον τέκνα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐπικαλούμεθα ἐπὶ πάντας τὴν θεϊκὴν συγκατάβασιν, τὸ ἄπειρον ἔλεος, τὴν εἰρήνην καὶ τὴν χάριν τοῦ δι' ἡμᾶς ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου ἐνανθρωπήσαντος Μονογενοῦς Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, Ὧι ἡ δόξα, τὸ κράτος, ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνησις, σὺν Πατρὶ καὶ Πνεύματι, εἰς τοὺς αἰνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Φανάριον, Χριστούγεννα ,βι'
+ Ὁ Κωνσταντινουπόλεως

«Το πιο γλυκό ψωμί» – θρακιώτικο λαϊκό παραμύθι


Κάποτε ήταν ένας πλούσιος βασιλιάς, πολύ πλούσιος, που ό,τι επιθυμούσε η
καρδιά του το ’χε. Όλα τα είχε, και τον έλεγαν ευτυχισμένο, ώσπου έπαθε μια
παράξενη ανορεξία και δεν είχε όρεξη να βάλει τίποτα στο στόμα του. Σιγά σιγά
αδυνάτιζε, κι άρχισε να γίνεται γκρινιάρης και παράξενος. Πολλοί γιατροί επήγαιναν
και τον έβλεπαν, μα τα γιατρικά τους τίποτα δεν μπορούσαν να του κάμουν. Η
ανορεξία του βασιλιά όλο και κρατούσε, κι εκείνος έρεβε μέρα με την ημέρα. Τίποτα
δε λιμπιζόταν να φάει ούτε «του πουλιού το γάλα», που λέει ο λόγος.
Οπού κάποια μέρα, έτυχε να περνάει από το παλάτι του ένας ασπρομάλλης
γέροντας φτωχός, που ήτανε όμως σοφός κι ήξερε από γιατρικά. Του είπανε λοιπόν
για το βασιλιά, κι ανέβηκε να τον δει. «Μήπως κουράζεσαι, βασιλιά μου;», τον
ρώτησε. «Τι λες, γιατρέ μου», του λέει ο βασιλιάς. «Όλη μέρα ξαπλωμένος απάνου
στο θρόνο μου, ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι δεν κουνώ». «Μήπως έχεις έγνοιες και
σκοτούρες για το λαό σου;» «Όχι, κάθε άλλο. Εγώ ζω ξέγνοιαστος, και καρφάκι δε
μου καίεται για κανέναν!» «Μήπως επιθύμησες ποτέ σου κάτι και δεν μπόρεσες να το
’χεις;» «Ούτε κι αυτό! Βασιλιάς είμαι, κι ό,τι γυρέψω, το βλέπω μπροστά μου!…».
Σκέφτηκε, σκέφτηκε λίγο ο γέροντας, υστέρα γυρίζει και λέει του βασιλιά:
«Άκουσε, βασιλιά μου: Καθώς βλέπω, δεν έχεις τίποτα σοβαρό. Εκείνο που φταίει
και δεν έχεις όρεξη να τρως, είναι το ψωμί που σου δίνουν στο παλάτι! Να διατάξεις
να σου φέρουν να φας το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου. Αν μπορέσεις να το ’χεις
αυτό, τότε θα γιατρευτείς!».
Από την ίδια μέρα ο βασιλιάς έδωσε διαταγή στους φουρναραίους του
παλατιού να ζυμώσουν και να του ψήσουν «το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου!».
Έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά οι ψωμάδες σ’ όλο το βασίλειο, ποιος θα κάμει στο
βασιλιά το πιο γλυκό ψωμί! Ζύμωσαν με ζάχαρη κι ανθόγαλα κάθε λογής ψωμιά και
του τα ’φεραν στο παλάτι να τα δοκιμάσει. Μα κανένα απ’ όλα εκείνα τα ψωμιά δεν
άνοιγε την όρεξη στο βασιλιά. Ούτε κι ήθελε να τα φάει. Το να του μύριζε, τ’ άλλο
του βρομούσε. Ώσπου μια μέρα, έξω φρενών ο βασιλιάς, έστειλε ανθρώπους του να
πάνε να βρούνε το γέροντα και να τον ξαναφέρουνε μπροστά του. Έτσι λοιπόν κι
έγινε.
Θα σε κρεμάσω, που με ξεγέλασες!», του φώναξε ο βασιλιάς μόλις τον είδε.
«Γιατί, βασιλιά μου;», τον ρώτησε ο γέροντας. «Γιατί το γλυκό ψωμί, που είπες να
μου φτιάξουνε να φάω, δε μου έκαμε τίποτα!» «Μπα;», έκαμε ο γέροντας. «Φαίνεται
πως το ψωμί που σου ζύμωσαν, δεν ήταν τόσο γλυκό όσο έπρεπε!» Ο βασιλιάς ήταν
πάλι έτοιμος ν αγριέψει, μα είδε το γέρο που κάτι συλλογιζότανε, και περίμενε.
«Άκουσε, βασιλιά μου», του λέει ο γέροντας ύστερ’ από λίγο. «Αν θέλεις να
δοκιμάσεις στ’ αληθινά το ψωμί που θα σε γιατρέψει, πρέπει να ’ρθεις μαζί μου για
τρεις μέρες μονάχα και να κάνεις ό,τι σου λέω. Αν δε γίνεις καλά, είσαι ελεύτερος να
μου πάρεις το κεφάλι!»
Κι ο βασιλιάς, παιδί μου, θέλοντας και μη, δέχτηκε να πάει μαζί με τον παρά-
ξενο γέροντα, εκεί που του ’λέγε. Φόρεσε κι αυτός φτωχικά ρούχα, ποδέθηκε
παλιοπάπουτσα, πήρε κι ένα μπαστούνι στα χέρια του κι έφυγε κρυφά από το
παλάτι, μακριά, κι επήγανε στον κάμπο, εκεί που καθόταν ο γέροντας, σε μια
καλύβα, μέσα σ’ ένα χωράφι σπαρμένο.
Ξημερώνοντας, έδωκε ο γέροντας στο βασιλιά ένα δρεπάνι και του λέει: «Έλα
να θερίσουμε!». Έπιασε ο βασιλιάς και θέριζε μες στο λιοπύρι ολάκερη μέρα. Έκαμε
καμιά σαρανταριά δεμάτια στάχυα. Ήρθε το βράδυ, πέσανε ξεροί να κοιμηθούνε.
Ούτε φαΐ όλη μέρα, ούτε τίποτα. Έμενε, βλέπεις, κι ο γέροντας νηστικός.

Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, ξύπνησε ο γέροντας το βασιλιά και του λέει:
«Σήκω τώρα, να πάρουμε όλ’ αυτά τα δεμάτια, να τα πάμε στ’ αλώνι να τ’
αλωνίσουμε!». Κουβάλησε στην πλάτη του ο βασιλιάς περσότερ’ από τα μισά, κι
ύστερα όλη μέρα, γκαπ γκουπ, τα κοπάνιζε με το δάρτη, ώσπου κάμανε το στάρι
σωρό, τ’ ανεμίσανε και το βάλανε στο σακί. Κι όλη μέρα την περάσανε πάλε έτσι,
νηστικοί κι οι δυο τους, μόνο λίγο νερό ήπιανε από τη στέρνα, που ήτανε κοντά
στην καλύβα. Πέσανε πάλι κουρασμένοι το βράδυ και κοιμηθήκανε.
Την τρίτη μέρα, το χάραμα, ο γέροντας σήκωσε το βασιλιά: «Ξύπνα», του λέει,
«τώρα να πάμε το στάρι μας στο μύλο να τ’ αλέσουμε! Πάρ’ το εσύ στην πλάτη σου,
γιατί εγώ δεν μπορώ, και πάμε εκεί στην κορφή του βουνού, που ’ναι ο μύλος».
Τι να κάμει ο βασιλιάς, αφού έτσι ήτανε η συφωνία, φορτώνεται το σακί στην
πλάτη, και κουρασμένος κι ελεεινός το κουβάλησε στην κορφή. Τώρα αρχίνησε και
να πεινάει, μα δεν έλεγε ακόμα τίποτα.
Αλέσανε το στάρι τους, και για να μην τα πολυλογούμε, γυρίσανε κατά το
μεσημέρι στην καλύβα, πάλι ο βασιλιάς φορτωμένος τ’ αλεύρι. «Έλα τώρα να
ζυμώσουμε», του λέει ο γέρος. Ξεχώρισε ως δέκα λίτρες αλεύρι, το ’ρίξε στη σκάφη
κι έβαλε το βασιλιά να ζυμώνει. Ύστερα τον έστειλε στο λόγγο να κόψει ξύλα, κι
αργά κατά το βράδυ βάλανε κι εκάψανε το φούρνο, για να ψήσουνε 3-4 καρβέλια. Ο
βασιλιάς τώρα πεινούσε κι επερίμενε πότε να ψηθούν τα ψωμιά, για να φάει! Μα πιο
πολύ τα λιμπιζόταν, όταν άρχισε να βγαίνει από το φούρνο η μυρωδιά τους. «Πεινάω
πολύ», λέει του γέρου. «Περίμενε και θα φας!», του απάντησε κείνος.
Σε λίγο βγήκανε τα καρβέλια, αχνιστά και ροδοψημένα. Σαν πεινασμένος
λύκος τότε ο βασιλιάς άρπαξε το καρβέλι, το έκοψε με τα χέρια του κι άρχισε να
τρώει. Μα με την πρώτη μπουκιά που κατάπιε, το πρόσωπό του έγινε κόκκινο από
χαρά και φώναξε: «Μάλιστα! Αυτό είναι το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου! Κι όμως
ούτε μια κουταλιά ζάχαρη δεν έριξα στο ζυμάρι του!». Τότε ο γέροντας χαμογέλασε
και του είπε: «Βασιλιά μου, πρέπει να ξέρεις πως η ζάχαρη του ψωμιού σου ήταν ο
ιδρώτας που έχυσες για να το φτιάξεις. Τώρα είσ’ ελεύτερος να ξαναπάς στο παλάτι
σου. Κοίτα μονάχα να δουλεύεις αποδώ κι εμπρός, και θα δεις πως η όρεξη δε θα
σου λείψει».
Ο βασιλιάς ακολούθησε την ορμήνεια του γέροντα, κι όταν γύρισε στο παλάτι
του, δούλευε κάθε μέρα για το λαό του, εκατέβαινε και στον κήπο του γι’ άλλες
δουλειές, κι από τότε γιατρεύτηκε από την ανορεξία κι έτρωε καλά, που μακάρι να
τρώαμε κι εμείς έτσι!

Έργο - σταθμός στην πολιτιστική και μουσειακή υποδομή της Αλεξανδρούπολης



Τις τελευταίες μέρες μπήκε στην τελική της ευθεία η υλοποίηση του έργου της εσωτερικής διαμόρφωσης του Ιστορικού Μουσείου Αλεξανδρούπολης. Οι άνθρωποι του Συλλόγου Αρχαιοφίλων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς Νομού Έβρου, ελπίζουν βάσιμα πλέον ότι το μουσείο θα παραδοθεί σύντομα στους πολίτες και τους επισκέπτες της πόλης μας, χάρη στην υπογραφή της σύμβασης στις 16 Νοεμβρίου 2010 με την οποία το έργο ανατέθηκε στην εταιρία TETRAGON ΕΠΕ ύστερα από την διενέργεια διεθνούς διαγωνισμού που έγινε τον Ιούλιο του 2010.

Αξίζει να αναφερθεί ότι η ανάθεση αυτή υπήρξε το αποτέλεσμα της τριετούς προγραμματικής σύμβασης που συνήψαν με το Ιστορικό Μουσείο τον Ιούνιο του 2009 η Υπερνομαρχία Ροδόπης – Έβρου, η Νομαρχία Έβρου και ο Δήμος Αλεξανδρούπολης, με την οποία οι τρεις αυτοί φορείς ανέλαβαν να χρηματοδοτήσουν το έργο. Το έργο αφορά στη διαμόρφωση της μόνιμης έκθεσης που είναι αφιερωμένη στην ιστορία της Αλεξανδρούπολης και της ευρύτερης περιοχής της. Η έκθεση αυτή θα φιλοξενείται στον πρώτο όροφο του κτιρίου του Ιστορικού Μουσείου Αλεξανδρούπολης, ενώ στον ημιώροφο του ίδιου κτιρίου θα εκτίθεται η συλλογή της γνωστής λαογράφου Ελένης Φιλιππίδη...»

«Πιστεύουμε ότι με το Ιστορικό Μουσείο της Αλεξανδρούπολης, η πόλη μας αποκτά επιτέλους το δικό της μουσείο. Με την έννοια αυτή ένα όνειρο γίνεται πραγματικότητα ύστερα από προσπάθειες πολλών χρόνων. Είμαστε βέβαιοι πως η επιστημονική του τεκμηρίωση, ο σύνθετος χαρακτήρας του και η χρήση των πλέον σύγχρονων μέσων θα το καταστήσουν σημείο αναφοράς και μοναδικό τοπόσημο στο πολιτιστικό, εκπαιδευτικό και ερευνητικό τοπίο της ευρύτερης περιοχής μας» δήλωσε ο πρόεδρος του Συλλόγου Αρχαιοφίλων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς Νομού Έβρου, Νίκος Πινάτζης.
Θεματικές ενότητες έκθεσης

Οι θεματικές ενότητες της έκθεσης για την ιστορία της πόλης θα ξεκινούν από την αρχαιότητα, με φωτογραφίες, τεκμήρια και ευρήματα από τους αρχαιολογικούς χώρους και τις ανασκαφές που έχουν γίνει κατά καιρούς στην περιοχή. Η ενότητα αυτή έγινε σε συνεργασία με την ΙΘ' Εφορία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων της Κομοτηνής, η οποία μάλιστα παραχώρησε για τον σκοπό αυτόν και αξιόλογο υλικό. Στη συνέχεια, περνώντας από τους βυζαντινούς και οθωμανικούς χρόνους, διαρθρώνεται η θεματική ενότητα που είναι αφιερωμένη στη δημιουργία της πόλης, στην οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο ο σιδηρόδρομος και το λιμάνι.

Το πρώτο ρυμοτομικό σχέδιο της πόλης, ο πολυεθνικός χαρακτήρας που πήρε στις πρώτες δεκαετίες μετά από την ίδρυσή της, τα κτίρια, τα ξενοδοχεία, τα ξένα προξενεία, οι χάρτες με τις μετέπειτα εξελίξεις στον κορμό της πόλης, καθώς και τα τοπόσημά της εμφανίζονται σε μια μεγάλη θεματική ενότητα που αφορά στην αρχιτεκτονική φυσιογνωμία της Αλεξανδρούπολης.

Η οικονομική ζωή της πόλης με το λιμάνι, τον σιδηρόδρομο, τα επαγγέλματα, τις συντεχνίες και τα σωματεία καταλαμβάνουν μια άλλη μεγάλη θεματική ενότητα. Ακολουθεί η πολιτική ιστορία από την ίδρυσή της ως τη μεταπολίτευση με κομβικό βέβαια σημείο την απελευθέρωση του 1920. Η κοινωνική και πνευματική ζωή της πόλης αποτυπώνεται σε χωριστή ενότητα, στην οποία εντάσσονται πλήθος φωτογραφιών επιφανών πολιτών και απλών ανθρώπων, εικόνες της καθημερινής ζωής, καθώς και χαρακτηριστικά που δημιουργούν μια ενδιαφέρουσα ενότητα φορτισμένη με το άρωμα και την αίσθηση περασμένων αλλά αλησμόνητων εποχών.

Η κεντρική ενότητα που κυριαρχεί στο χώρο είναι αυτή που παρουσιάζει τις θρησκευτικές και εθνοτικές ομάδες που διαμόρφωσαν τον πληθυσμιακό ιστό της πόλης, είτε στην πρώτη της περίοδο, την οθωμανική, που αρχίζει με την ίδρυσή της το 1869 και τελειώνει το 1913, είτε με την απελευθέρωση της το 1920 και την άφιξη των προσφύγων μετά από το 1922.

Στην τελευταία θεματική ενότητα ο επισκέπτης του μουσείου μπορεί να θαυμάσει την Αλεξανδρούπολη όπως προβάλλει μέσα από τα μάτια και τα κείμενα των ντόπιων λογοτεχνών. Στον ημιώροφο του κτιρίου θα αναπτυχθεί η σημαντική συλλογή από ποδιές και φορεσιές Σαρακατσάνων της λαογράφου Ελ. Φιλιππίδη, εμπλουτισμένη με αναφορές στην προσωπικότητα και τη συμβολή της στην πνευματική και κοινωνική ζωή της πόλης.
Στόχοι και επιδιώξεις

Βασική επιδίωξη του Ιστορικού Μουσείου είναι να πλαισιωθούν όλες οι εκθέσεις του με σύγχρονα διαδραστικά μέσα (οθόνες αφής, προβολές, ηχητικά και φωτογραφικά τεκμήρια κ.α.), προκειμένου με τον τρόπο αυτό να δημιουργηθεί μια σύγχρονη και συνεχώς ανανεούμενη υποδομή. Στόχος μας είναι το Ιστορικό Μουσείο να γίνει ελκυστικό σε όλες τις κατηγορίες των επισκεπτών, δηλαδή σε πολίτες και επισκέπτες της πόλης μας, σε μαθητές, φοιτητές αλλά και σε ερευνητές, οι οποίοι θα έχουν τη δυνατότητα να μελετήσουν το υλικό και να το αξιοποιήσουν ποικιλότροπα.

Επειδή η συγκέντρωση φωτογραφιών, τεκμηρίων και κειμηλίων βρίσκεται στην τελική της φάση, καλούνται όλοι οι πολίτες της Αλεξανδρούπολης να αγκαλιάσουν το Μουσείο τους και να συνεισφέρουν στον εμπλουτισμό του, δίνοντας προς χρήση ή δωρίζοντας υλικό που θα μπορούσε να ενταχθεί στις θεματικές ενότητες που προαναφέρθηκαν. Σημειώνουμε ότι, μολονότι ως σήμερα έχει αποκτηθεί σημαντικό από ποιοτική και ποσοτική άποψη υλικό, κάθε προσφορά είναι πολύτιμη και, συνεπώς, και ευπρόσδεκτη.
Πηγή: Εφημερίδα Η ΓΝΩΜΗ

Το Μετάξι


Η ιστορία του μεταξιού χάνεται στα βάθη των αιώνων και είναι συνυφασμένη με κινέζικους μύθους. Φαίνεται ότι πολλούς αιώνες πριν αρχίσει η κατεργασία του μεταξιού ο μεταξοσκώληκας ζούσε σε άγρια μορφή πάνω στα μορεόδεντρα. Σύμφωνα με τους Κινέζους συγγραφείς, η τέχνη της εκτροφής του μεταξοσκώληκα και η κατεργασία του μεταξιού ανακαλύφθηκε τυχαία από την αυτοκράτειρα Σι Λιγκ Τσι γύρω στο 2690 π.Χ. Σύμφωνα με τον μύθο η αυτοκράτειρα έπινε στους βασιλικούς κήπους το τσάι της, όταν ξαφνικά μία κουκουλόφουσκα έπεσε μέσα στο βραστό νερό του τσαγιού. Στην προσπάθειά της να την βγάλει έξω, τράβηξε μία εξαιρετικά λεπτή αλλά ανθεκτική κλωστή, την πρώτη μεταξωτή ίνα.

Από τότε άρχισε η ανάπτυξη της συροτροφίας στην Κίνα και κατοχυρώθηκε ως μυστικό από τους Κινέζους για περίπου 2.000 χρόνια. Το μυστικό της σηροτροφίας μεταφέρθηκε στην Ιαπωνία μόλις τον 8ο αιώνα π.Χ. από Κινέζους μετανάστες που μετέφεραν κρυφά τον σπόρο του μεταξοσκώληκα και την τεχνογνωσία. Τέλος, κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. με τις εκστρατείες του Μέγα Αλέξανδρου το μετάξι έγινε γνωστό στους αρχαίους Έλληνες και στους Ρωμαίους. Έως τον 5ο αιώνα π.Χ. το εμπόριο του μεταξιού το έλεγχαν οι Πέρσες και οι Σύριοι. Σύμφωνα με την παράδοση η διάδοση της μεταξοκαλλιέργειας από την Ανατολή στη Δύση έγινε από μοναχούς του Βυζαντίου. Οι βυζαντινοί μοναχοί με εντολή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού για τη μετάδοση της Χριστιανικής θρησκείας περιηγήθηκαν στην Περσία και την Κίνα και κατά την διάρκεια των περιηγήσεων τους μελετούσαν κάθε τι που είχε σχέση με τον μεταξοσκώληκα και την επεξεργασία του. Έτσι στο τέλος της περιοδείας τους, το 554 μ.Χ., μετέφεραν κρυφά μέσα στις κούφιες μαγκούρες τους αβγά μεταξοσκώληκα. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την παράδοση περιήλθε η συροτροφία στο Βυζάντιο. Κατά την εποχή εκείνη μεγάλα σηροτροφικά κέντρα αναδείχτηκαν η Κόρινθος, η Θήβα και η Κως. Τι γίνεται στη Δύση Κατά την περίοδο των σταυροφοριών, οι Φράγκοι έπαιρναν αιχμάλωτους σηροτρόφους από το βυζάντιο και τους μετέφεραν στις πατρίδες τους, όπου και τους χρησιμοποιούσαν για την μετάδοση της τεχνογνωσίας που κατείχαν και για την βελτίωση της οργάνωσης των σηροτροφικών μονάδων που λειτουργούσαν στη Δύση. Επίσης το 730 μ.Χ. Άραβες πειρατές μετέφεραν μέσω των αιχμαλώτων τους την σηροτροφία στην Σικελία.
Από τις αρχές του 16ου αιώνα η επεξεργασία του μεταξοσκώληκα και η παραγωγή του μεταξιού παίρνει πλέον βιομηχανική μορφή και γνωρίζει μία συνεχή τεχνολογική ανάπτυξη κατά τον 18ο αιώνα. Τα σημαντικότερα κέντρα επεξεργασίας και εμπορίας του μεταξιού που υπήρχαν την εποχή αυτή ήταν η Λυών, η Τουρ και η Αβινιόν της Γαλλίας καθώς και η Γένοβα, η Βενετία, η Φλωρεντία και το Κόμο της Ιταλίας. Το 1882 η παρουσίαση της συνθετικής ίνας στην διεθνή εμπορική έκθεση του Παρισιού αποτέλεσε καθοριστικό γεγονός που μείωσε την παραγωγή μεταξιού στην Ευρώπη τις επόμενες δεκαετίες.
 Επίσης στην μείωση της παραγωγής του μεταξιού στη Γαλλία συντέλεσε και η μεγάλη επιδημία της πιπερίτιδας που έπληξε τους μεταξοσκώληκες (1820 - 1825). Βέβαια όλα τα παραπάνω γεγονότα βοήθησαν την αύξηση της παραγωγής μεταξιού στην Ελλάδα και ειδικότερα στο Σουφλί, του οποίου το μετάξι υπερείχε ποιοτικώς από εκείνα της Γαλλίας και της Ιταλίας. Για αρκετούς αιώνες η εκτροφή του μεταξοσκώληκα αποτελούσε παραδοσιακή απασχόληση των κατοίκων του Βιλαετιού της Ανδριανούπολης. Το 1823 - 1824 ένας αγγλικός οίκος έδειξε ενδιαφέρον για την αγορά του επεξεργαζόμενου ντόπιου μεταξιού εκτινάζοντας στα ύψη την τιμή πώλησής του. Ταυτόχρονα εμφανίστηκε και η ασθένεια της πιπερίτιδας στη Γαλλία και στην Ιταλία και η μεγάλη ζήτηση κουκουλιών έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη της σηροτροφίας στην περιοχή. Οι εκτάσεις γύρω από τον ποταμό Έβρο ενδείκνυται για τη φύτευση μουριών και η περιοχή του Σουφλίου μετατρέπεται σε έναν απέραντο μορεώνα. Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι του Σουφλίου ασχολούνται με το μετάξι είτε ως παραγωγοί είτε ως εργάτες στα εργοστάσια είτε ως έμποροι. Στις αρχές του 1880 το Σουφλί εμφανίζεται ως σημαντικό σηροτροφικό κέντρο που παράγει το 40% των κουκουλιών του Βιλαετίου της Ανδριανούπολης.
 www.silkmuseum.gr