Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Στο «φως» χαμένο χειρόγραφο του ιστορικού Κριτόβουλου για το τέλος του Βυζαντίου


Άγνωστες πτυχές των τελευταίων χρόνων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά και των πρώτων χρόνων μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, αποκαλύπτονται σε ένα κιτρινισμένο χειρόγραφο που ήταν ξεχασμένο στο αρχείο του Παλατιού του Τόπκαπι με τον κωδικό CI3. 

Αυτόπτης μάρτυρας ιστορικών γεγονότων εκείνης της εποχής, ο εξέχων Ιμβριώτης γαιοκτήμονας Κριτόβουλος, κατέγραψε τα όσα συνέβησαν τα δύο τελευταία χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δίνοντας σημαντικές πληροφορίες για την κατάκτηση των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου, βασιζόμενος στα προσωπικά του βιώματα αλλά και σε αφηγήσεις συγχρόνων του.

Δεν περιορίστηκε, όμως, μόνο σ’ αυτά, αλλά συνέχισε να καταγράφει και τα όσα διαδραματίστηκαν κατά τα πρώτα 17 χρόνια μετά την Άλωση, βασιζόμενος σε πληροφορίες που είχε λόγω της προσωπικής του σχέσης τόσο με τον Πατριάρχη Γεννάδιο όσο και με το νεαρό τότε Σουλτάνο Μώαμεθ τον Πορθητή.
Το χειρόγραφο αυτό θα κυκλοφορήσει και θα παρουσιαστεί στην Κωνσταντινούπολη, στο Μουσείο του Πέρα, στις 21 Μαΐου, με τη μορφή ενός δίγλωσσου βιβλίου (ελληνικά, στην Αττική διάλεκτο, και τουρκικά), με τίτλο «Η ιστορία του Κριτόβουλου 1451-1467», από τις εκδόσεις Heyamola.

«Ο ιστορικός Κριτόβουλος πρέπει να είχε γεννηθεί μεταξύ 1400 και 1410 στην Ίμβρο. Το πραγματικό του όνομα ήταν Μιχαήλ Κριτόπουλος και καταγόταν από οικογένεια ευγενών γαιοκτημόνων. Το όνομά του το άλλαξε σε Κριτόβουλος, λόγω του θαυμασμού του για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και την Αττική διάλεκτο. Τέτοιες αλλαγές ονομάτων συνηθίζονταν εκείνη την εποχή» εξηγεί ο φιλόλογος Άρης Τσοκώνας, ο οποίος μετέφρασε την Ιστορία του Κριτόβουλου στα τουρκικά.

Το χειρόγραφο του Κριτόβουλου παρέχει σημαντικές πληροφορίες, οι οποίες δεν απαντώνται αλλού, για θέματα, όπως είναι οι έριδες μεταξύ των φόρου υποτελών κρατιδίων κατά τη διάρκεια της πτώσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τις σχέσεις τους με τους Οθωμανούς ή τον ανταγωνισμό Βενετών-Γενοβέζων.

Δίνει ακόμη αυθεντικές και λεπτομερείς πληροφορίες για την ανοικοδόμηση του Φρουρίου της Ρούμελης, την κατασκευή των οβίδων, τα σημεία τοποθέτησης των επικεφαλής του στρατού που πολιόρκησε την πόλη και την πρώτη οβίδα που χρησιμοποιήθηκε ποτέ.

«Ο Κριτόβουλος συνέταξε την πλέον ευρεία και αντικειμενική ιστορία της περιόδου, επωφελούμενος τόσο από Βυζαντινούς όσο και Οθωμανούς αυτόπτες μάρτυρες. Μάλιστα, η δική του αφήγηση της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης είναι η πιο καλογραμμένη σε σχέση με τους συγχρόνους του. Ακόμη, στέκεται ιδιαίτερα στο θέμα της ανοικοδόμησης και επανακατοίκησης της Κωνσταντινούπολης. Μαθαίνουμε πως ο Μωάμεθ ο Β’ επιθυμούσε να μετατρέψει την πόλη που, με την πάροδο του χρόνου, είχε χάσει την αίγλη της, και, με την τελευταία πολιορκία και τον πόλεμο, είχε αποψιλωθεί πληθυσμιακά, καεί, γκρεμισθεί και λεηλατηθεί, σε πρωτεύουσά του και ότι δαπάνησε μεγάλο τμήμα της ενέργειάς του για τον σκοπό αυτό. Έδωσε εντολή να χτισθούν το Παλαιό και Νέο Παλάτι στα πιο ωραία σημεία της πόλης, να κατασκευασθεί φρούριο στο Επταπύργιο, να επισκευασθούν τα τείχη, να οικοδομηθούν τζαμιά, χάνια, δημόσια λουτρά και να μεταφερθούν κάτοικοι στην Κωνσταντινούπολη από άλλες περιοχές που περνούσαν στην εξουσία του. Ο Κριτόβουλος κατάλαβε καλύτερα από όλους αυτήν την ανησυχία του νεαρού Σουλτάνου και μας παρέχει σχετικά τις πιο λεπτομερείς πληροφορίες» προσθέτει ο Άρης Τσοκώνας.

Το χειρόγραφο του Κριτόβουλου εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1870. Σύμφωνα με πληροφορίες που δίνει ο Άρης Τσοκώνας, μία από τις πρώτες γλώσσες στις οποίες μεταφράστηκε το βιβλίο αυτό, (το οποίο εκδόθηκε στα αγγλικά μόλις το 1954), ήταν η οθωμανική τουρκική .

« Ο βουλευτής Σμύρνης Παύλος Καρολίδης το μετέφρασε στα Οθωμανικά το 1910 και το εξέδωσε ως ένθετο στο περιοδικό Tarih-i Osmanı Encumeni, του οποίου ήταν μέλος» αναφέρει ο κ. Τσοκώνας.




Πηγή: Εφημερίδα "Καθημερινή"

Αρχαιολόγοι με ρεβόλβερ

Εκατό χρόνια αρχαιολογικών ερευνών στη Θάσο, σε ένα λεύκωμα γεμάτο αρχειακό υλικό, συγκεντρωμένο από πολλές γενιές επιστημόνων και καλλιτεχνών




Η «Πύλη του Σιληνού» στο τείχος της αρχαίας πόλης με ανάγλυφη παράσταση (1913)

Τέσσερα καπέλα και ένα ρεβόλβερ. Ο νεαρός γάλλος αρχαιολόγος που έφθανε στις αρχές του 1920 στη Θάσο φέρνοντας στο μόλις πριν από λίγα χρόνια απελευθερωμένο νησί τις συνήθειες της εποχής, εκτός από τα καπέλα του (το φελλένιο, το ψάθινο, το πάνινο και την τραγιάσκα) είχε κρίνει σκόπιμο να έχει μαζί του και ένα όπλο. Στο τετράδιό του το μέλος της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής δεν εξηγεί τους λόγους αυτής της ανάγκης, όμως οι συνθήκες που επικρατούσαν στο φτωχό νησί ίσως και να τον φόβιζαν.
Πριν από λίγα χρόνια, Απρίλιο του 1911, είχαν αρχίσει οι ανασκαφές στη Θάσο χάρη στο τουρκικό φιρμάνι που είχε εξασφαλίσει η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή σε μία εποχή όπου απαιτούνταν αριστοτεχνικές «διπλωματικές» ενέργειες. Διότι χρειάστηκε να γίνει ταυτοχρόνως διαπραγμάτευση με τον αιγύπτιο χεδίβη για τις αιγυπτιακές ιδιοκτησίες, να ζητηθεί άδεια από τα μοναστήρια του Αθω που διέθεταν κτήματα στο νησί και να γίνουν συμβόλαια με τους ιδιοκτήτες, κάτι που οι ανασκαφείς φαίνεται ότι αρχικά είχαν αγνοήσει.
Σήμερα, έναν αιώνα έπειτα από εκείνες τις δύσκολες αλλά γόνιμες ημέρες, η αποκάλυψη της σπουδαίας αρχαίας πόλης του Βορρά έχει ολοκληρωθεί. Η διαδρομή όμως αποτελεί ένα πολύτιμο αρχαιολογικό, πολιτιστικό και ιστορικό αρχείο, που περιλαμβάνεται τώρα στο λεύκωμα «100 χρόνια γαλλικές ανασκαφές στη Θάσο, 1911-2011», μία συνέκδοση της Γαλλικής Σχολής Αθηνών και των εκδόσεων Ολκός.
Ενα παζλ του οποίου τα κομμάτια - επιστολές, σχέδια, σπάνιες και συχνά ανέκδοτες φωτογραφίες από τις ανασκαφές και τα εκπληκτικά ευρήματα, 230 στο σύνολο - συνθέτουν οι συγγραφείς Αρθουρ και Ντομινίκ Μίλερ μέσα από αυτό το επετειακό λεύκωμα, το οποίο συμπίπτει με τα 100 χρόνια από την ενσωμάτωση της Θάσου στην ελληνική επικράτεια. Μέσα στο ίδιο πνεύμα άλλωστε ήταν και η έκθεση που προηγήθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης το 2011 με τον ίδιο τίτλο.


Τα ευρήματα
Στην πραγματικότητα οι έρευνες της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής είχαν αρχίσει το 1856 - δέκα χρόνια μετά την ίδρυσή της -, όχι όμως συστηματικά. Εκείνη την εποχή μόνο τυχαία ήταν τα ευρήματα γλυπτών και επιγραφών που εμπλούτιζαν τις συλλογές του αιγύπτιου κυβερνήτη Toussoun Bey ή του Μ. Βουλγαρίδη, αντιπροξένου της Γαλλίας στην Καβάλα, ή ακόμη κοσμούσαν τα σαλόνια του κυβερνήτη του Λιμένα, όταν δεν τεμαχίζονταν για να χρησιμοποιηθούν σε κατασκευές ή όταν δεν τροφοδοτούσαν τις ασβεστοκάμινους.
Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τραγικές συνέπειες και για την αρχαιολογία, αφού οι ανασκαφές στη Θάσο διακόπηκαν απότομα, ενώ τρεις από τους τέσσερις πρώτους ανασκαφείς του νησιού (Adolphe-Joseph Reinach, Gustave Blum και Charles Avezou) πέθαναν. Μόλις το 1916 επιχειρήθηκε μια νέα αποστολή, οι αρχαιολόγοι όμως «χρειάστηκε να αποχωρήσουν, ύστερα από μια σύντομη ανασκαφική περίοδο, λόγω των πρακτικών δυσκολιών, των κινδύνων των αεροπορικών βομβαρδισμών και της επίσημης προειδοποίησης του στρατηγού Sarrail».


Ο κολοσσός

Το πιο σημαντικό γεγονός όμως αμέσως μετά τον πόλεμο ήταν, το 1920, η αποτοίχιση ενός αρχαϊκού κολοσσικού αγάλματος που είχε εντοπισθεί σε θραύσματα στην οχύρωση της πόλης. Τα κατέβασαν με κόπο από τις πλαγιές της Ακρόπολης μέσα σε βοϊδάμαξα και το σύνολο αποκαταστάθηκε τελικώς το 1923. Με τη δεκαετία του 1920 άλλωστε αρχίζει μια καινούργια εποχή για τις ανασκαφές στη Θάσο. Και παρ' ότι οι συνθήκες εξακολούθησαν να είναι δύσκολες - ή έστω παράξενες, αν υπολογίσει κάποιος ότι στη διατροφή των αρχαιολόγων εναλλάσσονταν ως μόνα τρόφιμα ο τόνος, το πατέ(!), οι σαρδέλες, το σκουμπρί και οι ρέγκες -, οι ανασκαφές και οι ανακαλύψεις συνεχίστηκαν.
Σήμερα οι αρχαιολόγοι γνωρίζουν ότι η Θάσος, μια παριανή αποικία του 670 π.Χ., είχε ένα από τα σπουδαιότερα νομισματοκοπεία του ελληνικού κόσμου, πλούσιο εμπόριο, κυρίως κρασιού, και απολάμβανε τα αγαθά της ευημερίας της για αιώνες. Γι' αυτό και το βιβλίο δεν είναι μια έκδοση τέχνης, αλλά παρουσίασης αρχειακού υλικού που συγκεντρώθηκε από γενιές αρχαιολόγων, φωτογράφων, αρχιτεκτόνων και σχεδιαστών.


Μια πόλη γεμάτη ιερά
Ελάχιστες είναι οι πτυχές της ζωής της αρχαίας πόλης της Θάσου που δεν έχουν μελετηθεί στα 100 χρόνια ερευνών της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής, είτε πρόκειται για το αστικό πλαίσιο και την περιφέρειά της είτε για τους πολιτικούς και θρησκευτικούς θεσμούς ή την οικονομική και καλλιτεχνική ζωή της. Οι ανασκαφές έχουν αποκαλύψει το θέατρο και την αγορά, με σύνολο ιερών στην κεντρική πλατεία της. Στην κορυφή της Ακρόπολης δεσπόζουν τα ιερά του Πυθίου Απόλλωνα και της Αθηνάς, ενώ στην πόλη βρίσκονται ακόμη το ιερό του Διονύσου, το ιερό του Ηρακλή, Θεσμοφόριο, αλλά και το ιερό της Αρτέμιδος, η ανασκαφή του οποίου έφερε στο φως πολυάριθμα αναθήματα, όπως ειδώλια, κεραμικά, αντικείμενα από χρυσό, ελεφαντόδοντο, χαλκό ή ορεία κρύσταλλο.
Κατασκευασμένο εξ ολοκλήρου από μάρμαρο στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. ήταν το τείχος αυτής της πόλης, με ένα δίκτυο πύργων που διασφάλιζε την επιτήρηση της επικράτειας. Δεν είναι περίεργο λοιπόν που η Θάσος έγινε μια πόλη τόσο ισχυρή ώστε να συγκρουστεί με τα συμφέροντα ακόμη και των Αθηνών στην περιοχή.

πότε & που

Η έκδοση «100 χρόνια γαλλικές ανασκαφές στη Θάσο, 1911-2011» κυκλοφορεί εντός της εβδομάδος από τις εκδόσεις Ολκός και τη Γαλλική Σχολή Αθηνών.



Πηγή:Μ. Θερμού, Εφημερίδα "Το Βήμα"