Το έθιμο των «καλάντων» αποτελεί ένα βασικό και αναπόσπαστο τμήμα της Ελληνικής παράδοσης. Στις μεγάλες εορτές της Χριστιανοσύνης η της Πρωτοχρονιάς, τα παιδιά περιφέρονται από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούν ένα τραγούδι αντίστοιχό του θέματος της εορτής, συμπληρώνοντας στο τέλος κάποιες φράσεις όπως: «Σ’ αυτό το σπίτι το ψηλό, πέτρα να μη ραγίσει, κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, χίλια χρόνια να ζήσει» η άλλες παρεμφερείς. Στο τέλος οι νοικοκυραίοι, δίνουν στα παιδιά ένα χρηματικό ποσόν και τα φιλεύουν γλυκά και εδέσματα. Τα παιδιά με την αγνή ψυχή τους είναι οι προάγγελοι του καλού χρόνου που θα ακολουθήσει.
Πόσοι όμως γνωρίζουν πως ένα παρόμοιο έθιμο, με το αντίστοιχο σημερινό, έχει την απώτερη καταγωγή του στην Αρχαία Ελλάδα; Στην παρούσα έρευνα λοιπόν, θα προσπαθήσουμε να ρίξουμε λίγο φως στο
έθιμο αυτό των προγόνων μας, το οποίο υπάρχει από την εποχή του Ομήρου, και ονομάζεται «Ειρεσιώνη».
Τι ακριβώς ήταν, όμως, η Ειρεσιώνη; Την απάντηση, μας την δίνουν οι Αρχαίοι Έλληνες Συγγραφείς και τα λεξικά.
Ο Ευστάθιος στα «Σχόλια στην Ιλιάδα του Ομήρου», μας λέει ότι «Ειρεσιώνη: θαλλός ελαίας, εστεμμένος ερίοις και προσκρεμαμένους έχων παντοδαπούς των εκ της γης καρπών. Τούτον δε εκφέρει παις αμφιθαλής και τίθησι προ της θύρας του Απόλλωνος ιερού τοις Πυανεψίοις».
Το δε «Ετυμολογικόν το Μέγα» αναφέρει ότι «Ειρεσιώνη: Ευμεγέθης κλάδος, εξ ερίων έχουσα στέμματα, κλώνας και ισχάδας, και των καθαρών ακροδρύων ορμαθούς. Η θάλλος εστίν ελαίας πάντας τους καρπούς έχον απηρτημένους, και στέμμα λευκόν και φοινικούν…». Εκτός των δύο αυτών ορισμών, υπάρχουν και πλείστοι παρεμφερείς, που αναφέρονται από τον Πλούταρχο, τον Λυκούργο, τον Παυσανία, τον Κράτητα, τον Ησύχιο, τον Φώτιο, τον Κλήμη και πολλούς άλλους.
Έτσι λοιπόν γνωρίζουμε ότι «Ειρεσιώνη» ωνομαζόταν κλαδί ελιάς η δάφνης, το οποίο στολιζόταν με τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς, πλην του αχλαδιού και του μήλου, και κυρίως με αυτούς που είχαν σκληρό κέλυφος, όπως κάστανα, καρύδια , αμύγδαλα κ.λπ. εθεωρείτο δε από τους προγόνους μας σύμβολο ευφορίας.
Το κλαδί αυτό, ήταν πλεγμένο με τούφες (τολύπας) από λευκά η κόκκινα μαλλιά (έρια). Επειδή το όνομα «είρος» εσήμαινε έριον, δηλαδή μαλλί, δια τούτο και πήρε το όνομα ειρεσιώνη. Πολλές φορές κρεμούσαν στο κλαδί και μικρές φιάλες που περιείχαν κρασί γάλα και μέλι.
Παρόμοιες ειρεσιώνες περιέφεραν οι αμφιθαλείς παίδες, δηλαδή οι έχοντες τον πατέρα και την μητέρα τους εν ζωή (οι οποίοι εθεωρούντο τυχεροί λόγω αυτού ακριβώς του γεγονότος), κατά την πομπή των Θαργηλίων και των Πυανεψίων, ψάλλοντες ένα ειδικό άσμα, που ωνομαζόταν και αυτό «ειρεσιώνη».
Ίσως αναρωτηθεί κανείς πως είναι δυνατόν να υπάρχει έθιμο με το ίδιο όνομα (Ειρεσιώνη) σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Η απάντηση όμως είναι απλή!
Σήμερα μπορεί η αρχή κάθε νέου έτους να είναι η 1η Ιανουαρίου. Για τους αρχαίους μας προγόνους, όμως, το αττικό έτος επισήμως άρχιζε με την πρώτη νέα σελήνη (νουμηνία) μετά την θερινή τροπή (θερινό ηλιοστάσιο). Αυτή συνέπιπτε με τον μήνα Εκατομβαιώνα (Ιούλιο – Αύγουστο του Ιουλιανού ημερολογίου).
Γι αυτό, όταν λέμε «Πρωτοχρονιά» και «έθιμα ευετηριακά» εννοούμε αυτά που αναφέρονται στην αρχή κάθε έτους, όποτε κι αν αρχίζει αυτό και ανεξαρτήτως συμβατικών εναρκτηρίων ημερομηνιών.
Επειδή όμως το θρησκευτικό τους εορτολόγιο άρχιζε με την άροση για την νέα σπορά κατά τον μήνα Πυανεψιώνα (Οκτώβριο – Νοέμβριο) γι αυτό υπήρχαν και τότε παρόμοιες τελετές και έθιμα για καλή έναρξη και πορεία. Εξ άλλου η Ευετηρία (η καλή χρονιά) είχε θεοποιηθεί και σε πολλές πόλεις υπήρχαν αγάλματα και βωμοί αφιερωμένοι στην θεά Ευετηρία Σεβαστή (ενεπίγραφη βάση αγάλματος εκ της Λέσβου (IG XII 2,262).
Ο συγγραφεύς λοιπόν του βίου του Ομήρου, (ο οποίος αρχικώς είχε αποδοθή εσφαλμένως στον Ηρόδοτο), διηγείται τα εξής:
«Παραχειμάζων δε εν τη Σάμω, ταις νουμηνίαις προσπορευόμενος προς τας οικίας τας ευδαιμονεστάτας, ελάμβανέ τι αείδων τα έπεα τάδε α καλείται Ειρεσιώνη, ωδήγουν δε αυτόν και συμπαρήσαν αιεί των παίδων τινές των εγχωρίων»·
δώμα προσετραπόμεσθ’ ανδρός μέγα δυναμένοιο,
ος μέγα μεν δύναται, μέγα δε βρέμει, όλβιος αιεί.
Αυταί ανακλίνεσθε θύραι· πλούτος γαρ έσεισι
πολλός, συν πλούτω δε και ευφροσύνη τεθαλυία,
ειρήνη τα’ αγαθή. όσα δ’ άγγεα, μεστά μεν είη,
κυρβαίη δ’ αιεί κατά καρδόπου έρποι μάζα,
του παιδός δε γυνή κατά διφράδα βήσεται ύμμιν,
ημίονοι δ’ άξουσι κραταίποδες ες τόδε δώμα,
αυτή δ’ ιστόν υφαίνοι επ’ ηλέκτρω βεβαυία.
νεύμίί τοι νεύμαι ενιαύσιος ώστε χελιδών
έστηκ’ εν προθύροις·
και ει μεν τι δώσεις ει δε μη, ουχ εστήξομεν,
ου γαρ συνοικήσοντες ενθάδ’ ήλθομεν.»
Δηλαδή, ο μεγάλος μας ποιητής Όμηρος, διαχειμάζοντας στην Σάμο, εμφανιζόταν κατά την πρώτη ημέρα κάθε μηνός προ των οικιών των πλουσίων και επετύγχανε φιλοδωρήματα, τραγουδώντας το ανωτέρω μικρό ποίημα, που ονομαζόταν ειρεσιώνη.
Αυτό το «επαιτικόν άσμα», λοιπόν, το οποίο διεσώθη, φέρει τον αριθμό 15 στην συλλογή των Ομηρικών επιγραμμάτων. Ο βιογράφος προσθέτει ότι τα παιδιά της Σάμου εξακολουθούσαν για πολύ μακρό χρόνο ακόμη να το τραγουδούν κατά τις εορτές του Απόλλωνος. (ήδετο δε τάδε τα έπεα εν τη Σάμω επί πολύν χρόνον υπό των παίδων ότε αγείροιεν εν τη εορτή του Απόλλωνος.)
Το λεξικό ΣΟΥΔΑΣ αναφέρει για το ίδιο ποίημα μία άλλη παραλλαγή, πράγμα που δείχνει ότι όπως και σήμερα υπάρχουν διάφορες εκδοχές για το ίδιο θέμα που διαφέρουν μεταξύ τους.
δώμα προσετραπόμεσθ’ ανδρός μέγα δυναμένοιο,
ος μέγα μεν αυτεί, μέγα δε βρέμει, όλβιος αιεί.
αυταί ανακλίνεσθε θύραι· πλούτος γαρ έπεισι
πολύς, συν πλούτω δε και ευφροσύνη τεθαλυία,
ειρήνη τ’ αγαθή. όσσα δ’ άγγεα, μεστά μεν είη,
κυρκαίη δ’ αιεί κατά δόρπου έρπεο μάζα.
Νυν μεν κριθαίην ευώπιδα σησαμόεσσαν.
του παιδός δε γυνή κατά δίφρακα βήσεται υμνείν,
ημίονοι δ’ άξουσι κραταίποδες ες τόδε δώμα,
αυτή δ’ ύφαιν’ ιστόν επί λέκτρα βεβηκυία,
νεύματι τοι ευμαί ενιαύσιος, έσται χελιδών.
έστηκε προθύροις ψιλή πόδας· αλλά φέρ’ αίψα
πέρσαι τω Απόλλωνος γυιάτιδος.
και· ει μεν τι δώσεις· ει δε μη, ουχ εστήξομεν,
ου γαρ συνοικήσοντες ενθάδ’ ήλθομεν.»
Οι αρχαίοι στίχοι είναι σε δακτυλικό εξάμετρο. Όμως σε αρκετά σημεία η ερμηνεία τους είναι λίγο αμφίβολη. Εντοπίσαμε μία έμμετρη παράφραση στην εργασία του Χαραλάμπους Κριτζά στο περιοδικό «Αρχαιολογία και τέχνες» (τ. 65, σ. 74). Σε μία ελεύθερη, λοιπόν, έμμετρη απόδοση σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο το ποίημα αυτό λέει:
«Σ’ αρχοντικό εμπήκαμε μεγάλου νοικοκύρη,
με λόγο που ’χει πέραση και μ’ αγαθά περίσσα…
Ανοίξτε πόρτες διάπλατα να μπουν μεγάλα πλούτη,
μαζί κι η θαλερή χαρά κι η βλογημένη ειρήνη.
Γιομάτοι να ’ν’ οι πίθοι σας, πολλά τα ζυμωτά σας.
Κι ο κριθαρένιος ο χυλός με το πολύ σουσάμι.
Νύφη για τον μοναχογιό να κάτσει τραγουδώντας
στ’ αμάξι που το σέρνουνε τα δυνατά μουλάρια,
να ’ρθεί σ’ αυτό το σπιτικό, να υφαίνει τα προικιά της.
Κάθε χρονιά θε να ’ρχομαι κι εγώ σαν χελιδόνι…
Μα φέρε γρήγορα λοιπόν ό,τι είναι να μας δώσεις,
γιατί αλλιώς θα φύγουμε, δεν θα ξημερωθούμε ».
Είναι πιθανόν, όπως μας δείχνει η εξέταση των στοιχείων, ότι το όνομα ειρεσιώνη, το οποίο δόθηκε αρχικώς σε θρησκευτικό άσμα, που επεκαλείτο την θεία εύνοια, εφαρμόσθηκε στην συνέχεια σε κάθε είδος άσματος, το οποίο απέβλεπε να επιτύχει κάποιο δώρο η εύνοια. Ίσως το ρήμα είρω (=ζητώ) δεν είναι άνευ επιδράσεως επί της αλλαγής της σημασίας.
Η περιφορά, ειρεσιωνών στην πόλη των Αθηνών κατά την εβδόμη Πυανεψιώνος, και από σπίτι σε σπίτι από αμφιθαλή παιδιά, τα οποία έψαλλαν ειδικό άσμα και έπαιρναν φιλοδώρημα από τους οικοδεσπότες, μας θυμίζει σαφώς και το αρχαίο χελιδόνισμα της Ρόδου, που μας διασώζει ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές [8,60,1].
Κυρίως όμως θυμίζει το σύγχρονο έθιμο του τραγουδιού των καλάντων κατά την παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Τα κάλαντα προήλθαν από τις καλάνδες η καλένδες, που ήταν η πρώτη ημέρα κάθε μηνός στο ρωμαϊκό ημερολόγιο.
Ωνομάσθηκαν Calendae (με υπονόηση του dies), διότι οι ημέρες αυτές εκφωνούνταν από τον Ποντίφηκα προς τον λαό, στο Καπιτώλιο, σε κάθε είσοδο της νέας σελήνης, αναγγέλλοντας την αρχή του μηνός με τη φράση «calo luna novella» (καλώ την νέα σελήνη ).
Παρατηρούμε ότι η διακήρυξη αυτή χαρακτηριζόταν με το ρήμα «calo», το οποίο προέρχεται από την Ελληνική γλώσσα και σημαίνει ό,τι και στα Ελληνικά, δηλαδή «καλώ». Επειδή όμως ποτέ οι Έλληνες δεν είχαν καλένδες στο ημερολόγιο τους, η φράση «εις τας Ελληνικάς καλένδας» σημαίνει την ουδέποτε αρχομένη ημερομηνία.
Έτσι λοιπόν τα κάλαντα, που είναι τα ευχετήρια και εγκωμιαστικά άσματα, τα οποία ψάλλονται κατά τις εορτές, ιδίως των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, πήραν το όνομά τους από τις καλένδες Ιανουαρίου, κατά τις οποίες οι αρχαίοι Ρωμαίοι αντήλλασαν, όπως και τώρα οι Χριστιανοί, ευχές και μικρά δώρα για το νέο έτος. Συνέπιπτε δε κατά τις καλένδες εκείνες, να εορτάζεται και η επέτειος της Γεννήσεως του Ιησού Χριστού, πριν αυτή κανονισθεί οριστικά κατά τον Δ αιώνα μ.Χ., την 25η Δεκεμβρίου.
Από τότε «κάλαντα» ονομάζονται τα αδόμενα κατά την παραμονή της πρώτης του έτους. Και γενικά, κάτω από το ίδιο όνομα συμπεριλαμβάνονται και τα υπόλοιπα αγυρτικά τραγούδια, τα οποία τραγουδά ο λαός μας σε τακτές ημέρες, όπως την παραμονή των Θεοφανείων, τις εορτές του Λαζάρου, των Βαΐων κ.λπ.
Τα κάλαντα απαγορεύθηκαν από την ΣΤ Οικουμενική σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 692, γιατί θεωρήθηκαν επιβίωση του λατρευτικού ειδωλολατρικού πνεύματος, αφού στις καλένδες του Ιανουαρίου ετελούντο τρεις ειδωλολατρικές, κατά τους Χριστιανούς, εορτές: Η ρωμαϊκή εορτή του νέου χρόνου, τα Βοτά (προς τιμήν του Πανός) και τα Βρουμάνια (προς τιμήν του Διονύσου). Φαίνεται όμως πως τα έθιμα στην Ελλάδα ήσαν πολύ ισχυρά, δια τούτο και η Εκκλησία προσάρμοσε Χριστιανικά θέματα στα κάλαντα, για να μπορέσουν αυτά να συνεχισθούν απρόσκοπτα.
Διαπιστώνουμε λοιπόν, από την μελέτη και την λεπτομερή περιγραφή των παραπάνω στοιχείων, την συνέχεια των εθίμων του λαού μας. Κι αν προσέξουμε από την μία τα λόγια που αναφέρονται στο τραγούδι του Ομήρου:
«δώμα προσετραπόμεσθα ανδρός μέγα δυναμένοιο,
ος μέγα μεν αυτεί, μέγα δε βρέμει, ολβιος αεί.
Αυτάρ ανακλίνασθε θύραι· πλούτος γαρ έπεισι
πολύς, συν πλούτω δε και ευφροσύνη τεθαλυία
ειρήνη τ’ αγαθή»
καθώς επίσης και τα λόγια που λέμε σήμερα :
Σ αυτό το σπίτι το ψηλό ,
πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού,
χίλια χρόνια να ζήσει…
θα καταλάβουμε ότι τόσα χρόνια τα παιδιά μας λένε ουσιαστικά τις ίδιες ευχές, για να πάρουν οπωσδήποτε το φιλοδώρημα από τους νοικοκύρηδες των σπιτιών, όπως επίσης θα καταλάβουμε ότι οι Έλληνες κουβαλάμε μέσα σε κάθε κύτταρό μας, τις αρετές και τα ελαττώματα των προγόνων μας και τα εκδηλώνουμε σε κάθε ευκαιρία.
Του Αντωνίου Α. Αντωνάκου
Καθηγητού – Φιλολόγου
Ιστορικού – Συγγραφέως