Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

Ιστορία των Αγριάνων (Πομάκων)



Στην οροσειρά της Ροδόπης τόσο από την Βουλγαρική πλευρά όσο και από την ελληνική, ζει από την αρχαιότητα μια ιδιόμορφη και παρεξηγημένη φυλή, οι Πομάκοι. Οι Πομάκοι, κατοικούν στη Θράκη στον ορεινό όγκο της Ροδόπης εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Η οροσειρά Ροδόπη βρίσκεται στο μεγαλύτερο μέρος της μέσα στη Βουλγαρία και οι περισσότεροι Πομάκοι ζουν εκεί ενώ η πλειοψηφία τους στην Ελλάδα βρίσκεται στο νομό Ξάνθης. Ο πληθυσμός των Πομάκων υπολογίζεται γύρω στις 350.000 από αυτούς όμως μόνο οι 36.000 (απογραφή 1991) κατοικούν στην Ελλάδα (23.000 στο νομό Ξάνθης, 11.000 στο νομό Ροδόπης, 2.000 στο νομό Έβρου). Οι υπόλοιποι βρίσκονται στη Βουλγαρία.
Οι Βούλγαροι, στηριζόμενοι βασικά στο γλωσσικό τους ιδίωμα, τους διεκδικούν σαν Βούλγαρους, ενώ οι Τούρκοι, στηριζόμενοι στο γεγονός ότι είναι μουσουλμάνοι, τους θεωρούν Τούρκους. Κατά τους Ρουμάνους, οι Πομάκοι είναι απομεινάρι αρχαίου θρακικού φύλου το οποίο διαδοχικά εκρωμαΐστηκε, εκσλαβίστηκε και εξισλαμίστηκε.
Η συνεχής και επίμονη πλύση εγκεφάλου, που τους γίνεται άλλοτε από την Βουλγαρία και άλλοτε από την Τουρκία, συνοδευόμενη από την μόνιμη αδιαφορία της Ελλάδας έχει συντελέσει, ώστε αυτοί οι άνθρωποι να έχουν χάσει τις εθνικές τους ρίζες και να πλέουν σ’ ένα πέλαγος χωρίς πυξίδα εθνικού προσανατολισμού.




Η προέλευση της λέξης «Πομάκος»
Πολλοί προσπάθησαν να ερμηνεύσουν ετυμολογικά τη λέξη «Πομάκοι» με επικρατέστερη άποψη αυτή των Βουλγάρων, σύμφωνα με την οποία η προέλευση της λέξης οφείλεται στο ρήμα pomagam που σημαίνει βοηθώ. Οι Βούλγαροι αποκαλούσαν τους Πομάκους «πομαγκάστ» δηλαδή βοηθούς, υποτελείς, βασανισμένους, δούλους, χωρίς δική τους ατομική και συλλογική οντότητα. Κατά μία ελληνική εκδοχή, προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ιππομάχος. Ήταν αυτοί που απάρτιζαν το φοβερό ιππικό του Μ. Αλεξάνδρου. Κατά μία άλλη ελληνική ερμηνεία, η λέξη προέρχεται από το ελληνικό Πομάξ (πότης) εξαιτίας της παλιάς συνήθειας των Θρακών να πίνουν πολύ. Οι ίδιοι όμως οι Πομάκοι τη θεωρούν προσβλητική και υβριστική ονομασία και θέλουν να αυτοαποκαλούνται «Αχριάν», δηλαδή«Αγριάνες», όνομα αρχαίας θρακικής φυλής, που κατοικούσε στα άγονα κι ορεινά μέρη του όρους Σκόμιο και στη Βορειοδυτική Ροδόπη και που λέγονταν κι αλλιώς «Αγρίες», «Αγραίοι» κι «Αγριείς». Φημίζονταν σαν επιδέξιοι ακοντιστές. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε, σύμφωνα με τις έρευνες των εθνολόγων, ότι οι Πομάκοι είναι απόγονοι των αρχαίων Θρακών. Την άποψη, ότι δηλαδή οι Πομάκοι κατάγονται από την αρχαία ελληνική φυλή, παρουσίασαν και το 1946 στον ΟΗΕ και στους Αμερικανούς οι ίδιοι οι Πομάκοι (Ελλάδας και Βουλγαρίας) και ζήτησαν σαν Έλληνες να ενταχθούν με τους Έλληνες στην Ελλάδα.
Οι Πομάκοι είναι κατά την πλειοψηφία υψηλοί, ξανθοί, γαλανομάτηδες, δολιχοκέφαλοι, φιλοπρόοδοι, δεν έχουν μογγολικά χαρακτηριστικά και κατοικούν στα ορεινά της Θράκης της Δυτικής Θράκης. Επίσης, η εθνολογική έρευνα υποστηρίζει βασίμως, ότι οι σλαβόφωνοι Πομάκοι είναι απόγονοι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, αυτόχθονος πληθυσμού. Εξάλλου, αιματολογική εξέταση σε 1.030 κατοίκους στα χωριά Εχίνος, Σάτραι, Ωραίον, Μελίβοια και Κοτύλη, δηλαδή το 1/20 του συνολικού πληθυσμού των Πομάκων 4, διαπιστώνει αιματολογική συγγένεια Πομάκων και Ελλήνων σε ποσοστό 50-70%. Αλλά και ξένοι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι οι Πομάκοι είναι εξισλαμισμένοι και εκσλαβισθέντες γλωσσικώς, απόγονοι ή τα τελευταία υπολείμματα των αρχαίων Θρακών και ότι έχουν φλέβα ελληνική.
Γραπτά μνημεία της γλώσσας των Πομάκων, όπως και της γλώσσας όλων των αρχαίων θρακικών φυλών δεν υπάρχουν. Είναι δηλαδή η γλώσσα ομιλούμενη, αλλά μη γραφόμενη. Όλοι γενικά οι Πομάκοι της ελληνικής ορεινής Ροδόπης μιλούν την πομακική γλώσσα, ένα γλωσσικό ιδίωμα σλαβικό, συγγενικό με τη βουλγαρική γλώσσα (χωρίς οι Πομάκοι να αισθάνονται Βούλγαροι ή Σλάβοι), που διασώζει όμως πολλές ελληνικές λέξεις, ίσως και πολλές θρακικές κι έχει ανάμεσα κι ορισμένες τουρκικές λέξεις, πράγμα που συμβαίνει σε όλες τις γλώσσες των Βαλκανίων, που ζυμώθηκαν αναγκαστικά με την τουρκική γλώσσα, μέσα σε τόσους αιώνες τουρκικής κατάκτησης. Παρατηρείται ότι η πομακική γλώσσα στην ανατολική περιοχή της Δυτικής Θράκης έχει επηρεασθεί από την τουρκική γλώσσα, ενώ αντίθετα στο δυτικό τμήμα της από τη βουλγαρική. Πάμπολλες είναι οι ελληνικές λέξεις – και μάλιστα οι αρχαιοπρεπείς, γεγονός που ενισχύει την άποψη για την αρχαία καταγωγή των Πομάκων και τη συγγένειά τους με τους Έλληνες.
Μέχρι και το τέλος του 20ού αιώνα, που η πομακική γλώσσα ήταν άγραφη, πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να την καταγράψουν, με πρωτοπόρο τον Πομάκο Ριτβάν Καραχότζα.
Το 1996 εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Αίγειρος» της Θεσσαλονίκης, με τη χορηγία και ηθική συμπαράσταση του Πρ. Εμφιετζόγλου, το τρίτομο έργο για την πομακική γλώσσα που εκπονήθηκε υπό την εποπτεία και την ενεργό συμμετοχή του δασκάλου Πέτρου Θεοχαρίδη. Το έργο περιλαμβάνει ελληνο-πομακικό και πομακο-ελληνικό λεξικό και γραμματική της πομακικής γλώσσας. Γράφτηκαν επίσης, γραμματικές, παραμύθια, εφημερίδες, τραγούδια.
Επισημαίνεται ότι οι ελληνικές λέξεις είναι ουσιαστικά και ρήματα, ώστε δεν μπορούν να θεωρηθούν απλά δάνεια, δεδομένης της θεμελιώδους σημασίας των ουσιαστικών και ρημάτων σε κάθε γλώσσα. Εξάλλου, μεταξύ Διδυμοτείχου και Ορτακιόι υπήρχαν αποκλειστικά ελληνόφωνοι Πομάκοι γνωστοί με την ονομασία Μάρηδες και Γραβανίτες. Ενδεικτικά παρατίθεται κατάλογος με λέξεις ελληνικών ρημάτων και ουσιαστικών: Ρήματα: αργάσβαμ = εργάζομαι, αρέσβαμ = αρέσκομαι, αρνήσβαμ = αρνούμαι, αφορίσβαμ = αφορίζω, βιάσαμ = βιάζομαι, βολιάσβαμ = εμβολιάζω, βουλώσβαμ = βουλώνω, ζαπεικάσουβαμ = απεικάζω, ζηλώσβιαμ = ζηλεύω, ζυβγκαρωσβαμ = ζευγαρώνω, ακτοικιάσβαμ = κατοικώ, κερντίσβαμ = κερδίζω, κινήσβαμ = κινώ, λειψούβαμ = λείπω, μαρτυρήσβαμ = μαρτυρώ, μοιάζαμ = μοιάζω, ορίσβαμ = ορίζω, πατάξαμ = πατάσσω, νταπαιντέψαμ = παιδεύω, νταπάψαμ = παύω, στοιβάσβαμ = στοιβάζωτυπώσβαμ = τυπώνω, φτάσβαμ = φθάνω κ.λ.π. Ουσιαστικά: αργκάτ = εργάτης, βλαστάρ = βλαστάρι, γκωνία = γωνία, ντρούμ = δρόμος, έντρο = αδρός, εγκρίστρα = άγκιστρο, κεραμή = κεραμίδι, κλωβία = κλουβί (κλωβός), κουμίν = κάμινος, κρομμύντ = κρομμύδι, παιντεψία = παίδευση, παίπελ = παιπάλη (δηλαδή σκόνη), παναγκύρ = πανηγύρι, παρασπούρ = παρασπόρι, πέλκα = πέλεκυς σκύφαλα = σκύβαλα, στόμνα = στάμνα, σύνορ = σύνορο, φυτάρια = φύτρο, χρομύλ = χειρόμυλος, χορό = χορός κ.λ.π. Από έρευνα του Κ. Μητσάκη, διαπιστώθηκε ότι στα Πομάκικα συναντούμε το γνωστό τραγούδι Γεφύρι της Άρτας. Τραγούδι ευρύτερα γνωστό, με ρίζες πολύ πριν από τη μάχη του Ματζικέρτ (1071), στην Ελλάδα. Οι Πομάκοι απομονωμένοι γεωγραφικά, κοινωνικά και πολιτιστικά, διατήρησαν την πιο αρχαία μορφή του τραγουδιού που συγγενεύει με την παραλλαγή της Καππαδοκίας, όπου αρχικά γεννήθηκε.




Ο εξισλαμισμός των Πομάκων

Από τους Κώδικες της Μητροπόλεως Φιλιππουπόλεως, προκύπτει ότι τα μέσα του 17ου αιώνα (το 1628 κατά τους Βούλγαρους, κατ?άλλους το 1636 – 1672) οι πρόκριτοι των πομάκων, για λόγους επιβίωσης αποφάσισαν ομαδικό εξισλαμισμό. Το γεγονός αυτό αποδέχονται και οι ιστορικοί, ο Τσέχος Κ. Jerecek και ο Βούλγαρος πρώην πρεσβευτής στην Ελλάδα (ελληνικής καταγωγής από την μητέρα του), πρόεδρος της βουλγαρικής βουλής Ν. Todorov. Ειδικότερα, κατά τον προαναφερθέντα Τσέχο ιστορικό, ο εξοπλισμός που άρχισε σταδιακά τον 16ο αιώνα επί Σελίμ Α (1512 -1520), ολοκληρώθηκε επί Μεχμέτ Δ (1641 – 1661).
Τότε οι πρόκριτοι των Πομάκων παρουσιάσθηκαν στις αρχές της Φιλιππουπόλεως και γνωστοποίησαν την απόφασή τους να προσχωρήσουν στο ισλάμ. Ο Τούρκος διοικητής φοβήθηκε το σκάνδαλο και τους παρέπεμψε στο Μητροπολίτη Φιλιππουπόλεως Γαβριήλ (1636 – 1672). Ο τελευταίος προσπάθησε να τους αποτρέψει, αλλά προσέκρουσε στην απόφασή τους να απαλλαγούν από την τουρκική καταπίεση και να εκδικηθούν για την παλαιά βουλγαρική καταδυνάστευσή τους. Κατά την παράδοση των Ελλήνων της Φιλιππουπόλεως, η περιτομή έγινε πανηγυρικά στο παλαιό τζαμί κοντά στο Διοικητήριο. Με την επιστροφή τους στη Ροδόπη εξισλαμίσθηκαν και οι ομόφυλοί τους.
Ο Μέγας Βεζίρης Μεχμέτ Κιοπρουλού κατεδάφισε 218 εκκλησίες και 336 παρεκκλήσια, των οποίων ερείπια ανευρίσκονται σήμερα στα πομακοχώρια. Μόνη η ύπαρξη των ερειπίων αυτών αποδεικνύει ότι οι Πομάκοι ήταν χριστιανοί. Κατά την βουλγαρική παράδοση, οι Τούρκοι, επί Μεχμέτ Κιοπουρλού, απείλησαν τους Πομάκους λέγοντας: ή γίνεσαι μουσουλμάνος ή σου παίρνω το κεφάλι. Το 1656 οι δυνάμεις του Μεχμέτ πασά εισέβαλαν στην περιοχή του Τσέπνι. Ο πασάς διέταξε να του φέρουν όλους τους προκρίτους. Τους κατηγόρησε ότι αντιστέκονταν και επαναστατούσαν. Γι αυτό είναι ανάγκη να σας σκοτώσω ή να δεχθείτε το ισλάμ  τους είπε. Οι γενίτσαροι περίμεναν έτοιμοι με τα γυμνά τους γιαταγάνια να τους αποκεφαλίσουν. Έτσι, κατά την βουλγαρική παράδοση, εξισλαμίσθηκαν. Παρά τον εξισλαμισμό τους οι Πομάκοι διατήρησαν χριστιανικά έθιμα, μέχρι σήμερα, όπως το σταύρωμα του βρέφους στην κούνια του προτού κοιμηθεί, και της ζύμης αμέσως μετά το ζύμωμα. Το κύριο όνομα Ηλίας είναι διαδεδομένο μεταξύ των Πομάκων του Εχίνου και της Κοτύλης. Κατά τον Τσέχο ιστορικό και γλωσσολόγο του περασμένου αιώνα Λεοπόλδο Γκάιτλερ, ο Άγιος Δημήτριος είναι ο πιο αγαπητός από μηχανής θεός για όλες τις δύσκολες στιγμές. Επαινείται το χρυσό βιβλίο (Ευαγγέλιο), οι σταυροί, η στροφή προς τον χριστιανισμό και η ανέγερση εκκλησιών και μοναστηριών. Όλα αυτά τα εξυμνούν οι μωαμεθανοί Πομάκοι. Επίσης, μέχρι την απελευθέρωσή τους από τα ελληνικά στρατεύματα, πολλοί ήσαν οι κρυπτοχριστιανοί Πομάκοι.
Μνημονεύεται η περίπτωση του κρυπτοχριστιανού Πομάκου Γιουσούφ στο χωριό Κέχρος Ροδόπης που διατηρούσε σε μπαούλο τα ράσα και τις εικόνες του ιερέα παππού του. Σήμερα η Τουρκική προπαγάνδα τους εκβιάζει να προσλαμβάνουν Τουρκικά ονόματα. Οι συνοικισμοί στον Ωραίον Ξάνθης, Τεοτόκα (από το Θεοτόκος) και Σταματέσκο (από το Σταμάτιον), ή ο κεντρικός συνοικισμός στην κοινότητα Κέχρου Ροδόπης που λέγονταν Μαρικόζ (από το Καυδιά της Μαρίας Παναγίας όπου ανάβλυζε αγίασμα) αλλά και πρωτοχριστιανική πίττα με το νόμισμα, αποτελούν σημεία που μαρτυρούν το χριστιανικό παρελθόν των Πομάκων. Μεταξύ των Πομάκων διατηρείται ως παράδοση ότι τον εξισλαμισμό δεν τον δέχθηκαν νέες του χωριού Πάχνη, και μερικές από αυτές έπεσαν χορεύοντας σε παρακείμενο βάραθρο, πρόδρομοι των Σουλιωτισσών. Η μυστικιστική ισλαμική ζωή δεν ήκμασε στην περιοχή των Πομάκων, ούτε και στην ισλαμική τέχνη ρίζωσε. Η τελετουργική σχέση των Πομάκων με την θρησκεία τους είναι πρωτόγονη. Ίσως για το λόγο αυτό, η προσπάθεια των Βουλγάρων για βίαιο εκχριστιανισμό των Πομάκων το 1920 – 1930 είχε κάποια αποτελέσματα.




Οι προσπάθειες των Πομάκων να ενωθούν με την Ελλάδα

Στις αρχές του 1878, εν όψει του διεξαγόμενου Ρωσοτουρκικού πολέμου, ο υπόδουλος ελληνισμός της Θεσσαλίας, Μακεδονίας, Ηπείρου και Κρήτης οργάνωσε επαναστατικά κινήματα. Οι Πομάκοι, στην ορεινή περιοχή της Ροδόπης, οργάνωσαν και αυτοί επαναστατικό κίνημα κατά της Τουρκίας προσβλέποντας να μεταπέσουν στην ελληνική κυριαρχία παρά στη βουλγαρική. Άλλωστε ουδέποτε έτρεφαν φιλοβουλγαρικά αισθήματα. Απόδειξη περί τούτου αποτελεί το εγγονός ότι οι Πομάκοι συνέπραξαν με τους Τούρκους στην κατάπνιξη της βουλγαρικής επαναστάσεως του 1875.
Όταν διαπίστωσαν ότι ήταν ανέφικτη η μετάπτωσή τους στην ελληνική κυριαρχία και ότι αντιθέτως η περιοχή τους περιλαμβανόταν στη Μεγάλη Βουλγαρία της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, απέκλεισαν ενόπλως όλες τις διόδους της Ροδόπης και ίδρυσαν την Αυτόνομη Πομακική Δημοκρατία, η οποία περιελάμβανε 21 χωριά. Στην ενέργεια τους αυτή, οι Πομάκοι υποκινήθηκαν από Ούγγρους και Άγγλους αξιωματικούς που έφθασαν στην περιοχή των Πομάκων μέσω Καβάλας. Και τούτο, διότι τα συμφέροντα της Αυστροουγγαρίας και της Αγγλίας συνέπιπταν στην αποτροπή της επεκτάσεως προς νότο της Ρωσίας. Ανάχωμα στη ρωσική κάθοδο αποτελούσε η Αυτόνομη Πομακική Δημοκρατία.
Οι Πομάκοι της Δράμας, στης 7 Μαρτίου 1878, αδελφοποιήθηκαν (αρχαίο ελληνικό έθιμο) και αποφάσισαν να δράσουν. Εκφράσθηκαν με συμπάθεια προς τα ελληνικά επαναστατικά κινήματα της Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας και δήλωσαν ότι προτιμώσι να τεθώσιν υπό το σκήπτρον του Βασιλέως των Ελλήνων και μείνωσιν ευχαρίστως εις τας εστίας των. Η Πομακική Δημοκρατία διατηρήθηκε μέχρι της προσαρτήσεως της Ανατολικής Ρουμελίας στη Βουλγαρία τον Σεπτέμβριο 1885. Σε προηγούμενο δημοσίευμα (Ακτίνες Φεβρ. 1995, σελ. 51), έγινε μνεία του διαβήματος των μουσουλμάνων βουλευτών (Πομάκων και Τουρκογενών) της Δυτ. Θράκης στη Βουλγαρική Βουλή το 1919, δια του οποίου εξέφραζαν την επιθυμία του μουσουλμανικού πληθυσμού να απαλλαγή από το βουλγαρικό ζυγό και γι?αυτό ζητούσαν τη Διασυμμαχική κατάληψη της Δυτ. Θράκης. Όπως μαρτυρείτε, ο Πομάκος δικηγόρος – δημοσιογράφος Μεχμέτ Τεφρίκ αφηγήθηκε στον Γάλλο δημοσιογράφο της εποχής εκείνης Λεών Σαβατζιάν (Leon Sauadzian) τα δεινά των Πομάκων υπό τη βουλγαρική κατοχή, που καταχωρήθηκαν στο βιβλίο του Εn Trace Occidentale.
Οι Πομάκοι, μαζί με τους άλλους μουσουλμάνους οδηγήθηκαν στο ανωτέρω διάβημα διότι ήθελαν να ενταχθούν στον ελληνικό χώρο και όπως ισχυρίζονταν στο υπόμνημα, της Δυτ. Θράκης είχαν πάντοτε φιλελεύθερες διαθέσεις απέναντι τους και ήσαν μέλη ενός έθνους που συμφωνούσαν μαζί του. Το αίτημα τους αυτό δεν ικανοποιήθηκε τότε πλήρως. Το επανέλαβαν και πάλι μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, με αντιπροσώπους τους στη Διάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι το 1946. Τότε η Ελλάδα ενδιαφερόταν για λόγους ασφαλείας να διαρρυθμιστούν τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Ο Τύπος και τα ραδιόφωνα της εποχής εκείνης στης ΗΠΑ προέβαλαν το γεγονός.
Ειδικότερα, ο διευθυντής του ραδιοφωνικού σταθμού της Ουάσιγκτον Albert Verner, έλεγε σε μια εκπομπή: Εν ακόμη πρόβλημα μειονότητας παρουσιάστηκε σήμερον εις Ουάσιγκτον εν τω προσώπω των Πομάκων, οι οποίοι είναι αρχαία ελληνική φυλή, ιστορούμενη από την προ του Μεγάλου Αλεξάνδρου εποχής. Οι Πομάκοι ποιούνται νύν έκκλησιν προς το Συμβούλιο Ασφαλείας (ΟΗΕ) και προς το Αμερικανικόν επί των Εξωτερικών Υπουργείον και ζητούν την διενέργεια δημοψηφίσματος, ίνα ελευθερωθούν εκ της Βουλγαρίας και απολαύσουν την ελευθερία την οποία απολαμβάνουν οι Πομάκοι της Ελλάδας. Ο τύπος επίσης έγραφε : Το παρελθόν Σάββατον εις το ξενοδοχείο Πενσυλβάνια έλαβε χώρα συνέντευξις προς τους αντιπροσώπους του Αμερικανικού και Ελληνικού τύπου εκ μέρους των κ.κ. Χάμδη Χουσείν Βέη, πρώην βουλευτού Ροδόπης, Χακή Σουλεϊμάν Βέη, αποτελούντων από την αντιπροσωπεία των Πομάκων Θράκης. Οι Πομάκοι εξέθεσαν προς τον τύπο τας απόψεις των και τα δίκαια των, ζητούντες την ένωσιν των με την Ελλάδα. Η προσπάθεια των Πομάκων δεν τελεσφόρησε διότι είχε προηγηθεί η διανομή της Ευρώπης μεταξύ των τριών μεγάλων δυνάμεων στη Γιάλτα, τον Φεβρουάριο του 1944.
Η στάση των Πομάκων κατά τη συνθήκη της Λωζάνης

Μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την αναγκαστική εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης, ακολούθησε η Συνθήκη της Λοζάνης της Ελβετίας το 1923. Σε μια κρίσιμη περίοδο των διαπραγματεύσεων τη άνοιξη του 1923, ο ταγματάρχης του τουρκικού στρατού Φουάτ Βέης, κατόπιν συνεννοήσεως με τη βουλγαρική κυβέρνηση, συγκρότησε τουρκοβουλγαρικό θρακικό κομιτάτο, με σκοπό τη δημιουργία αντιπερισπασμού στα νώτα του ελληνικού στρατού. Βάση των σχετικών επιχειρήσεων θα ήσαν οι Πομάκοι της Βουλγαρίας, που θα σχημάτιζαν συμμορίες και εισήρχοντο στη Δυτική Θράκη. Τα σχέδια του κομιτάτου ματαιώθηκαν, διότι οι Πομάκοι αρνήθηκαν να επιτεθούν κατά της Ελλάδας. Επίσης είναι βεβαιωμένο ότι είχε ασκηθεί πίεση της βουλγαρικής κυβερνήσεως προς τους Πομάκους. Επίσης, ο Φουάτ Βέης περιόδευσε πολλές φορές στα πομακοχώρια, συναντώντας την άρνηση των Πομάκων. Για τη στάση τους αυτή, πολλοί προύχοντες των Πομάκων δολοφονήθηκαν. Η συμπεριφορά αυτή των Πομάκων οφείλεται στο χαρακτήρα τους – δεν είναι ύπουλοι, ούτε καιροσκόποι – που τους διαφοροποιεί από τους Τούρκους και τους Βούλγαρους.




Η ελληνική στάση

Τους Πομάκους, τους απογόνους των αρχαίων Αγριάνων, το ελλαδικό κράτος δεν τους εγκατέλειψε, αλλά τους έστειλε στην αγκαλιά της Τουρκίας, η οποία θεωρεί ότι είναι προστάτης των μουσουλμάνων.
Το 1954 η ελληνική Κυβέρνηση υποχρέωσε όλα τα μουσουλμανικά σχολεία να ονομάζονται τουρκικά για να πετύχει διάκριση από τα αντίστοιχα μουσουλμανικά της Βουλγαρίας.
Το 1955 δόθηκε εντολή στον επιθεωρητή μουσουλμανικών σχολείων να οργανώσει συνέδρια Πομάκων δασκάλων για την εισαγωγή του λατινικού αλφαβήτου, δηλαδή της τουρκικής γλώσσας αφού οι Νεότουρκοι έχουν υιοθετήσει το λατινικό αλφάβητο.
Η εισαγωγή του λατινικού αλφάβητου και της τουρκικής γλώσσας στα σχολεία των Πομάκων ολοκληρώθηκε το 1973.
Το 1995, βάσει τουρκοελληνικής συμφωνίας διετάχθη από την ελληνική κυβέρνηση ο επιθεωρητής μουσουλμανικών σχολείων Δυτ. Θράκης και συγκάλεσε τοπικά συνέδρια Πομάκων δασκάλων με σκοπό να τους συστήσει όπως εγκαταλείψουν την αραβική (παλαιοτουρκική) γραφή και να χρησιμοποιούν τη λατινική. Επίσης, το Σεπτέμβριο 1973, επισκέφθηκε τη Δυτ. Θράκη ο τότε πρέσβης της Τουρκίας στην Ελλάδα , Γκιουρούν, με αποτέλεσμα την επιβολή της λατινικής γραφής στους μωαμεθανούς Πομάκους.
Μέχρι το 1996 δεν ήταν ελεύθερη η πρόσβαση για τα πομακοχώρια και για να πας από την πόλη της Ξάνθης στα Πομακοχώρια έπρεπε να περάσεις πρώτα από την περιβόητη «μπάρα» (φυλάκιο για έλεγχο χαρτιών και άδειας από την Αστυνομική Διεύθυνση Ξάνθης). Δηλαδή συνοριακός έλεγχος μέσα στην Ελλάδα.
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να χαρίζουμε ολόκληρη τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης με τη φυλετική, γλωσσική και τη θρησκευτική της ανομοιογένεια στους σουλτάνους του νεοτουρκικού επεκτατισμού.
Οι Πομάκοι έτειναν δυστυχώς μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες να διαμορφώνουν τουρκική συνείδηση. Επρόκειτο για ένα είδος γενοκτονίας, γιατί τα δικά μας λάθη στέλνουν το λαό των Πομάκων κατευθείαν στο στόμα του νεοτουρκικού εθνικισμού καθώς ευρίσκοντο στο στόχαστρο της Τουρκικής προπαγάνδας.
Στη Θράκη οι πράκτορες της Τουρκίας έχουν εκμεταλλευτεί τις δικές μας παραλείψεις και έχουν επιβάλει ένα ιδιότυπο καθεστώς ομηρίας στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Έχουμε φθάσει στο σημείο να χαρίζουμε στο νεοτουρκικό καθεστώς μία ανομοιογενή από κάθε άποψη μουσουλμανική κοινότητα, η οποία αποτελείται από τρεις ομάδες, τους «τουρκογενείς», τους Πομάκους και τους Αθίγγανους. Μουσουλμάνοι κατευθυνόμενοι από τον Επιτήδειο Ουδέτερο, προσπαθούν να επιβάλλουν στους Πομάκους να μην μιλούν την μητρική τους γλώσσα. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα σημειώνεται το γεγονός ότι στις 15 Νοεμβρίου 1989, σε συγκέντρωση γονέων και κηδεμόνων του Σχολείου του Εχίνου και σε συνεργασία με την σχολική εφορία, συζητήθηκε η ανάγκη να ομιλούν οι μουσουλμανόπαιδες της περιοχής την τουρκική και όχι την πομακική στους δημόσιους χώρους. Σκοπός της Τουρκίας ήταν και είναι να εξαφανισθεί η πομακική και να κυριαρχήσει η τουρκική στους μουσουλμάνους.

Καρναβάλι: Η αρχαιότερη Ελληνική εορτή



Ως γνωστόν η γονιμότητα αποτελεί έναν από τους κύριους στόχους της λατρευτικής πρακτικής στα πλαίσια της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας. Η γονιμότητα της Φύσης, για την ικανοποίηση των αναγκών του καρποσυλλέκτη, του κυνηγού και του αλιέα, η γονιμότητα των αγρών, για την ανταμοιβή του μόχθου του καλλιεργητή, η γονιμότητα των κοπαδιών, για τη διατήρηση και την αύξηση του ζωντανού πλούτου του κτηνοτρόφου, η γονιμότητα τέλος των ανθρώπων, για την αύξηση και την διαιώνιση των κοινωνιών.

Με το κριτήριο λοιπόν της γονιμότητας ερμηνεύεται εύκολα όλος εκείνος ο διάχυτος ερωτισμός της Ελληνικής Μυθολογίας - πάμπλουτης αυτής ποιητικής έκφρασης της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας η οποία αποτυπώνεται σε κάθε μορφή της αρχαίας Ελληνικής Τέχνης - εφόσον ο θεοποιημένος Έρως είναι αυτός που διασφαλίζει την πολυπόθητη και πολύμορφη γονιμότητα διαμέσου της χαράς και της ηδονής της ερωτικής συνεύρεσης.

Εν τέλει η βιωματική εμπειρία του Έλληνα ανθρώπου ότι όλα γύρω του δια του Έρωτος γεννιώνται και αναγεννιώνται, του υπαγόρευε την πεποίθηση πως όχι μόνον τα όντα του άμεσου περιβάλλοντός του αλλά και ο κόσμος ολόκληρος, το Σύμπαν, αποτελεί το σύνολο των καρπών αέναων ερωτικών πράξεων - έλξεων, συμμίξεων και γεννήσεων - πεποίθηση η οποία ειδωμένη ποιητικά και συμβολικά όχι μόνον δεν διαψεύθηκε αλλά αντίθετα επιβεβαιώθηκε από τη σύγχρονη επιστήμη, τα ογκώδη θεμέλια της οποίας έθεσε ο Ελληνικός Πολιτισμός.

Ως εκ τούτου ο Έρως, ως έννοια και ως πρακτική, ως έκφραση και ως εκδήλωση, ελλοχεύει σε κάθε πτυχή της Ελληνικής Κοσμοαντίληψης και κυριαρχεί σε όλα τα πεδία της Ελληνικής Θρησκείας. Τα πάντα έλκονται δια του Κάλλους και πάντα σμίγουν ηδονικά και γεννούν τους καρπούς των ερώτων τους. Εάν λοιπόν έχουμε κατά νου τη θεμελιώδη σημασία του Έρωτα στη δομή της Ελληνικής Κοσμοαντίληψης, μπορούμε πλέον να προσεγγίσουμε και να κατανοήσουμε οποιαδήποτε επιμέρους έκφραση του αρχαίου Ελληνικού βίου αλλά και να αναγνωρίσουμε τις παραφυάδες εκείνες, οι οποίες, αν και αλλοιωμένες συχνά εκ πρώτης όψεως, εντούτοις διατηρούνται ακόμη διαμέσου των αιώνων και ερήμην των μισελληνικών διώξεων και κατατρεγμών, και αναπαράγονται γεμάτες σφρίγος και νεανικό παλμό. Μια από τις παραφυάδες αυτές, η παλαιότερη κατά την ταπεινή μου γνώμη, η οποία επιβιώνει και αναπαράγεται σε ετήσια βάση είναι η γιορτή του Καρναβαλιού.

Καρναβάλι λοιπόν... Ή «Κάρνα» - «βάλι». Προφανώς είναι μια σύνθετη λέξη. Ποιά είναι όμως η προέλευση των δύο αυτών συνθετικών;

Ας ανοίξουμε τον Όμηρο. Σε πάμπολλους στίχους τόσο της Ιλιάδας όσο και της Οδύσσειας (Θ 306, Π 392, ε 376, θ 92, ι 140, υ 75 κ.α.) συναντάμε τη λέξη «καρ» και τα παράγωγά της. Η λέξη αυτή σημαίνει «κεφάλι» και σύγχρονη επιβίωσή της είναι βεβαίως η «κάρα». Εάν τώρα προσθέσουμε και το ευφωνικό «ν» στην ομηρική λέξη «καρ», φτάνουμε κιόλας στη λέξη «κάρνος». Τι σημαίνει η λέξη αυτή;

Η Ελληνική Μυθολογία μας πληροφορεί ότι ο Κάρνος ήταν κάποιος μάντης του Θεού Απόλλωνα από την Ακαρνανία, τον οποίο σκότωσε ο Ηρακλείδης Ιππότης, ο γιος του Φύλαντος.

 Οι συγγενείς του Ιππότου μάλιστα αναγκάστηκαν στη συνέχεια να προσφέρουν πλούσιες θυσίες στον Απόλλωνα προκειμένου να εξευμενίσουν την οργή του για τον φόνο του Κάρνου. Ο περιηγητής Παυσανίας αναφέρει τον Κάρνο και ως Κριό (Λακωνικά 13, 4) γεγονός που δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι η λέξη «κάρνος» σημαίνει «κριός».

Κάρνος ονομαζόταν επίσης κι ένας αρχαιότατος ποιμενικός, κριόμορφος και ιθιφαλλικός Θεός των Πελοποννησίων, προστάτης της γονιμότητας, άγνωστος ίσως σήμερα στους περισσότερους αλλά αντίστοιχος περίπου με τον γνωστότερο Πρίαπο του Ελλησπόντου. Ουσιαστικά δηλαδή ο Κάρνος ήταν ένας γονιμοποιητικός Θεός, τόσο των Λακώνων όσο και των Μεσσηνίων, πριν από την επικράτηση των Δωριεών στη νότια Πελοπόννησο, ενταγμένος στην χορεία των ζωόμορφων θεοτήτων οι οποίες, σύμφωνα με την ιστορία των θρησκειών, προηγήθηκαν των ανθρωπόμορφων.

Από το ουσιαστικοποιημένο επίθετο «Κάρνειος» παράγεται στον πληθυντικό η ονομασία της εορτής «τα Κάρνεια»,(σ.σ διαβάστε το άρθρο μας: Κάρνεια - Η γιορτή των Λακεδαιμόνων προς τιμή του Κάρνειου Απόλλωνα) η οποία κατά τους ιστορικούς χρόνους τελείτο σε όλες τις δωρικές πόλεις προς τιμή του Καρνείου Απόλλωνος. Εορτάζονταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα στο Γύθειο, στο Οίτυλο και στα Λεύκτρα της Λακωνίας, στη Καρδαμύλη και στις Φαρές Μεσσηνίας, στην Σικυώνα της Κορινθίας, στο Άργος της Αργολίδος και προπάντων στο Ιερό Άλσος με τα κυπαρίσσια, το λεγόμενο Καρνάσιον ή Καρνειάσιον στη μεσσηνιακή Οιχαλία. Το Άλσος αυτό βρισκόταν δίπλα στην όχθη του ποταμού Χάραδρου και το κοσμούσαν τα περικαλλή αγάλματα του Κριοφόρου Ερμού, της Αγνής (τοπική ονομασία της Περσεφόνης) και του Καρνείου Απόλλωνα (βλ. Παυσανίας Μεσσηνικά 2,2). Οι εορταστές μεταμφιέζονταν όλοι και συμμετείχαν σε μυστήρια παρόμοια με εκείνα της Ελευσίνας, τα οποία κατά την μυθολογική παράδοση ίδρυσε ο Ελευσίνιος Καύκων, ο γιος του Κελαίνου, ενώ κατά το πέρας της γιορτής γινόντουσαν πάνδημα συμπόσια και «πανηγυρισμοί»!

Όσον αφορά την καταγωγή του Καρναβαλιού αρκετοί ανοιχτόμυαλοι ερευνητές, ημεδαποί τε και αλλοδαποί, αρχίζουν να εγκαταλείπουν πλέον στις ημέρες μας τις θεωρίες περί του «χορού του κρέατος» ή της «απόσυρσης του κρέατος», παρεπόμενες της χριστιανικής απόκρεω, και αποδίδουν τη μεγάλη γιορτή της γενικευμένης εαρινής λαϊκής ευωχίας σε εθιμικές επιβιώσεις διονυσιακών τελετών. Οι φίλοι αυτοί, παρόλο που πορεύονται προς τη σωστή κατεύθυνση, τελικά σφάλουν. Διότι το Καρναβάλι είναι μεν επιβίωση αρχαίων Ελληνικών θρησκευτικών γονιμοποιητικών τελετών, όχι όμως των διονυσιακών αλλά των απολλώνιων.

Πάμε τώρα στο δεύτερο συνθετικό της λέξης «Καρναβάλι».
Κατ' αρχήν το επίρρημα «βάλλε» ή «άβαλε» στα αρχαία ελληνικά σημαίνει «είθε» και «μακάρι». Έπειτα, μερικές από τις δεκαπέντε και πλέον σημασίες του ρήματος «βάλλω» έχουν την έννοια του «στρέφω», «σείομαι πέρα δώθε», «ελαύνω», «φορώ», «προκαλώ», «ρίπτομαι» αλλά και... «φωτίζω».

Από εδώ κι έπειτα περνάμε στο ρήμα «βαλλίζω» που σημαίνει «χοροπηδώ», στα ουσιαστικά «βαλλισμός» δηλαδή «πηδηχτός χορός».

Με βάση τα προηγούμενα θα μπορούσαμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι:
Μια έκφραση του τύπου «καρνάβαλε», θα μπορούσε να σημαίνει «είθε Θεέ Κάρνε» να εκπληρώσει τις γονικοποιητικές μας προσδοκίες για την αύξηση των γεννημάτων μας.

Μια έκφραση του τύπου «καρναβάλλω» θα μπορούσε να σημαίνει «στρέφομαι ή σείομαι πέρα δώθε», κατά την διάρκεια της σχετικής εορτής, πρός τιμή του Θεού Κάρνου ή του Καρνείου Απόλλωνα.

Μια έκφραση του τύπου «καρναβαλίζω» θα μπορούσε να σημαίνει ότι «χοροπηδώ» στο πανηγύρι του Κάρνου, φορώντας τα κέρατα του Θεού ή το κριόμορφο προσωπείο του.


Αποσπάσματα από τo βιβλίο:
Μάριος Βερέττας, Καρναβάλι, η αρχαιότερη Ελληνική γιορτή,
εκδόσεις Μάριος Βερέττας (ISBN 960-7756-50-9)