Τρίτη 9 Απριλίου 2013

Η ΠΛΩΤΙΝΟΠΟΛΗ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ



Ο Ηρακλής μάχεται με την λερναία Ύδρα

Ελληνική πόλη της Ρωμαϊκής εποχής έρχεται στο φως στην κοιλάδα του Έβρου Βρέθηκαν μοναδικής τέχνης ψηφιδωτά με μυθολογικά θέματα



Τμήμα ψηφιδωτού δαπέδου καθώς έρχεται στο φως . Θαλάσσιες, τερατόμορφες μορφές με Τρίτωνες ιχθυοκένταυρους .Νηρηίδες και δελφίνια απεικονίζονται σε ένα θαυμάσιο ψηφιδωτό δάπεδο της ρωμαϊκής εποχής βίλας, που ανασκάπτεται στο λόφο της Αγίας Πέτρας στο Διδυμότειχο.



Η θέση των ανασκαφών στο Διδυμότειχο


Και δεν είναι τα μόνα ευρήματα, καθώς αυτός ο βραχώδης, οχυρός λόφος φαίνεται ότι κρύβει την ρωμαϊκής εποχής Πλωτινόπολη δηλαδή την πόλη, που ίδρυσε ο ρωμαίος αυτοκράτορας Τραϊανός σε ένα στρατηγικό σημείο για τον έλεγχο της κοιλάδας του Έβρου δίνοντάς της το όνομα της γυναίκας του Πλωτίνης.

Ένα ακόμη ψηφιδωτό δάπεδο με γεωμετρικά σχήματα και σύμβολα βρέθηκε εξάλλου σε μία μεγάλη αίθουσα του κτιρίου, η οποία ταυτίζεται με το τυπικό για τις συνήθειες των Ρωμαίων triclinium, δηλαδή το δειπνητήριο.


Η ανασκαφή, που διεξάγεται με επικεφαλής τον αρχαιολόγο κ. Ματθαίο Κουτσουμανή έχει φέρει στο φως ως σήμερα το ανατολικό τμήμα του τρικλινίου, περί τα 70 τ. μ. επί συνόλου 130 _ 140 τ. μ. που υπολογίζεται ότι καταλάμβανε η έπαυλη. Σύμφωνα με τον κ. Κουτσουμανή μάλιστα ένα ακόμη ψηφιδωτό δάπεδο αποκαλύπτεται, μαζί με τμήματα τοιχογραφίας, η οποία χρονολογείται περί τα τέλη του 2ου με αρχές 3ου αιώνα.













Να σημειωθεί ότι η ταύτιση της Αγίας Πέτρας με την Πλωτινόπολη έχει γίνει από το 1959-60 από τον καθηγητή Γεώργιο Μπακαλάκη. Σύμφωνα με τον Ιεροκλέα και τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο εξάλλου ήταν μία από τις πέντε πόλεις της επαρχίας Αιμιμόντου. Επίσης στα εκκλησιαστικά χρονικά αναφέρεται ως έδρα επισκόπου της επαρχίας που υπαγόταν στο μητροπολίτη Αδριανουπόλεως. Από τον Προκόπιο επίσης είναι γνωστό ότι ο Ιουστινιανός ανοικοδόμησε τα τείχη της Πλωτινόπολης.

Τυχαίο εύρημα της πόλης υπήρξε το 1965 μία χρυσή, σφυρήλατη προτομή του ρωμαίου αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου (193-211 μ. Χ.) κατά την κατασκευή χαρακώματος από στρατιώτες και σε βάθος μόλις 1,60μ. Οι πρώτες συστηματικές ανασκαφικές έρευνες πραγματοποιήθηκαν από τη ΙΘ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων το καλοκαίρι του 1977 και στις αρχές της δεκαετίας του '80. Οι νέες ανασκαφές άρχισαν το 1996 και τώρα πλέον διεξάγονται με πιστώσεις του δήμου Διδυμοτείχου.
Η ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΠΛΩΤΙΝΟΠΟΛΗ ΥΠΟ ΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟ ΜΑΤΘΑΙΟ ΚΟΥΤΣΟΥΜΑΝΗ

Η ανασκαφική έρευνα στην Πλωτινόπολη πραγματοποιείται στο μέσον περίπου της ανατολικής, ομαλής πλαγιάς του λόφου απέναντι ακριβώς από τον ποταμό Έβρο, στην περιοχή όπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ανασκάφηκε το κτίριο με τα ψηφιδωτά δάπεδα. Ερευνάται η περιοχή Βόρεια (Τομέας Α) και Δυτικά (Τομέας Β) του κτιρίου με τα ψηφιδωτά, με σκοπό τον εντοπισμό κτισμάτων και τη μελέτη της στρωματογραφίας.

Τομέας Α

Ανασκάφηκαν λείψανα κτιρίων τα οποία μαζί με το κτίριο με τα ψηφιδωτά ανήκουν πιθανότατα σε ένα μεγάλο κτιριακό συγκρότημα. Η κεραμική, τα νομίσματα και τα άλλα κινητά ευρήματα δείχνουν ότι ο χώρος βρισκόταν σε χρήση από το 2ο μέχρι το τέλος του 6ου αι. μ.Χ..

Τομέας Β

Αποκαλύφθηκε δάπεδο κτιρίου ρωμαϊκών χρόνων (2ος αι. μ.Χ.) και σύστημα αγωγών που θα μπορούσε – αν λάβει κανείς υπόψη του και το υπόκαυστο που βρέθηκε λίγο βορειότερα – να σχετιστεί με ένα δημόσιο λουτρό ή με λουτρό πολυτελούς κατοικίας.



Το πιο εντυπωσιακό όμως εύρημα των χρόνων αυτών είναι ένα πηγάδι, με εσωτερική διάμετρο 2,20 μ., κατασκευασμένο με λαξευτούς γωνιόλιθους σύμφωνα με το ισοδομικό σύστημα τοιχοδομίας. Αποκαλύφτηκαν 14 σειρές γωνιολίθων, μέχρι το βάθος των 7,50 μ. Μόλις αποκαλύφθηκε και η 14η σειρά, άρχισε να φαίνεται η θεμελίωσή του πάνω στο φυσικό βράχο. Αφού λαξεύσανε το φυσικό βράχο, όπου υπήρχαν ρωγμές τοποθέτησαν ψημένες πήλινες πλάκες και κονίαμα, στη συνέχεια, όπου χρειαζόταν μικρότερους λαξευμένους γωνιολίθους διαφόρων σχημάτων για να τον ευθυγραμμίσουν, και στο τέλος άρχισαν να τοποθετούν τους κανονικούς γωνιολίθους. Μέχρι στιγμής, στο βάθος των 12,67 μ. όπου έχει φτάσει η ανασκαφή, δεν έχει ακόμη εντοπιστεί ο πυθμένας του.

Η ανασκαφή εξωτερικά του πηγαδιού δεν προχώρησε σε μεγάλο βάθος, από το φόβο μήπως η στατική κατάστασή του δημιουργούσε κάποιο πρόβλημα ασφάλειας. Αποκαλύφθηκε, ωστόσο, τμήμα της εξωτερικής πλευράς των γωνιολίθων. Επιπλέον, από την περιοχή αυτή συλλέχθηκε λεπτή κεραμική αυτοκρατορικών χρόνων. Εδώ πρέπει να σημειωθεί η μεγάλη ποσότητα λατύπης, γεγονός που αποδεικνύει ότι η τελική κατεργασία των γωνιολίθων πριν την τοποθέτησή τους γινόταν στην περιοχή αυτή.

Στο βόρειο τμήμα του πηγαδιού και σε βάθος 2,50 μ. από το σωζόμενο χείλος του βρέθηκε άνοιγμα διαστάσεων 2,25Χ1,15Χ1,80 μ. Στο πάνω μέρος φέρει τοξωτό υπέρθυρο που πατά σε δυο παραστάδες ύψους 1,80 μ. η κάθε μία. Φράσσεται με μία κάθετη λίθινη πλάκα η οποία φέρει αβαθείς αυλακώσεις προς την πλευρά του πηγαδιού.

Το άνοιγμα αυτό οδηγεί σε ορθογώνιο καμαροσκέπαστο θάλαμο.

Αφού αφαιρέθηκε η επίχωση, αποκαλύφθηκε το δάπεδο του θαλάμου το οποίο ήταν στρωμένο με πήλινες πλάκες που σώζονται στη θέση τους μόνο στο νότιο τμήμα. Παράλληλα, διαπιστώθηκε ότι ο θάλαμος έχει διαστάσεις 4Χ2,15Χ3,50 μ. και είναι κτισμένος με λαξευμένους γωνιόλιθους πάχους 0,46-0,52 μ. ο καθένας. Οι γωνιόλιθοι της πέμπτης σειράς είναι λαξευμένοι με τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργείται μία εσοχή, επάνω στην οποία πατά η θολωτή οροφή του. Στο κέντρο της θολωτής οροφής υπάρχει τετράγωνο άνοιγμα, ενώ στη ΒΑ γωνία βρέθηκε λίθινος κίονας.

Στη βόρεια στενή πλευρά του θαλάμου αποκαλύφθηκε άλλο άνοιγμα, το οποίο και αποτελούσε την είσοδό του. Στο πάνω μέρος της εισόδου υπάρχει μονολιθικό τοξωτό υπέρθυρο, που πατά σε δύο παραστάδες, οι οποίες σχηματίζονται από τους γωνιόλιθους κατασκευής του θαλάμου. Στην εξωτερική πλευρά της εισόδου, ανατολικά και δυτικά αυτής, αποκαλύφθηκαν δύο τοίχοι – το μήκος των οποίων είναι 3,35 μ. και το μέγιστο ύψος τους 3 μέτρα – και ανάμεσά τους σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο θάλαμο.



Το παραπάνω συγκρότημα (πηγάδι και θάλαμος) έχει σχέση με την υδροδότηση. Θα πρέπει, δηλαδή, να χρησιμοποιούσαν το θάλαμο για την άντληση του νερού από το πηγάδι. Αυτό εξηγεί και τις αβαθείς αυλακώσεις που έχει η λίθινη πλάκα προς την πλευρά του πηγαδιού. Θα δημιουργήθηκαν από την τριβή του σχοινιού κατά την άντληση του νερού από το πηγάδι. Το δε νερό δε θα ξεπερνούσε το ύψος του ανοίγματος. Υποθέτουμε δηλαδή τη χρήση του κάπως έτσι: από τα σκαλοπάτια, λοιπόν, κατέβαινε, έμπαινε στο θάλαμο, και οδηγούνταν στο πηγάδι όποιος ήθελε ν’ αντλήσει νερό.



Η ανασκαφή συνεχίστηκε βόρεια του πηγαδιού και του θαλάμου. Κατά την διάρκεια της ανασκαφής διαπιστώθηκαν τρεις φάσεις εγκατοίκησης οι οποίες παρά τη χρονική απόσταση που τις διακρίνει έχουν κοινό στοιχείο την καταστροφή τους από φωτιά.

Στα ανώτερα στρώματα της επίχωσης η τελευταία οικοδομική φάση (6ος -7ος αι.) πιθανόν να συνδέεται με την μεταφορά της πόλης από τον Ιουστινιανό σε μια πιο οχυρή τοποθεσία, Δυτικά της Πλωτινόπολης. Αντιπροσωπεύεται με λίγα πενιχρά οικοδομικά λείψανα.

Στην παλαιοχριστιανική φάση (τέλη 4ου – 5ος αι. μ.Χ.) ανήκουν αποθηκευτικός πίθος που βρέθηκε στη θέση του και οι τοίχοι ενός κτιρίου στη θεμελίωση των οποίων χρησιμοποιήθηκαν οι παλαιότεροι ρωμαϊκοί (2ος – 3ος αι. μ.Χ.).

Το δάπεδο της ρωμαϊκής αίθουσας καλύπτεται από ψηφιδωτό με φυτικά και γεωμετρικά θέματα και είναι κατασκευασμένο με την τεχνική της κομμένης σε σχήμα κύβου πέτρας διαστάσεων 1.00 Χ 1.00 εκ.



Στο κατώφλι της ανατολικής εισόδου φέρει πέλτες εκατέρωθεν ρόμβου που ορίζονται από στενή ορθογώνια ταινία. Στο ανατολικό τμήμα του δωματίου κυριαρχούν οι λευκές ψηφίδες που αναπτύσσονται σε μια ενιαία επιφάνεια (1.60 Χ 5.30μ.) και ακολουθεί το μοτίβο της ελισσόμενης βλαστόσπειρας από τα άκρα της οποίας εκφύονται φύλλα κισσού.

Ταινίες με άσπρες και μαύρες ψηφίδες προοιωνίζουν την απαρχή της κεντρικής διακόσμησης. Οι διακοσμητικές ζώνες που πιθανότατα περικλείουν την κεντρική παράσταση, κοσμούνται με γεωμετρικά θέματα αποδοσμένα με μια αξιοθαύμαστη χρωματική ποικιλία που εξαντλείται μέσα από την αδιάκοπη εναλλαγή των σχημάτων που δίνει την εντύπωση χαλιού.

Στην εξωτερική ζώνη μέσα σε κίτρινο φόντο ρόμβοι μικρότεροι και μεγαλύτεροι από λευκές και μαύρες ψηφίδες εναλλάσσονται μεταξύ τους. Στην εσωτερική ζώνη ρόμβοι, τετράγωνα, τρίγωνα και σταυροί που δημιουργούνται από την χρήση του λευκού, του κόκκινου, του κίτρινου και του μαύρου χρώματος άλλοτε περιβάλλουν και περιβάλλονται, άλλοτε αποδίδονται μεμονωμένοι, κι άλλοτε αλληλοσυμπλέκονται αποκαλύπτοντας την διακοσμητική διάθεση του καλλιτέχνη και το υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο των κατοίκων της.

Πιστεύω ότι το παραπάνω δωμάτιο έχει άμεση σχέση με το κτίριο που ανασκάφτηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 από την κ. Σκαρλατίδου και έφερε ψηφιδωτά δάπεδα με μυθολογικές παραστάσεις (Η Λήδα και ο Κύκνος και οι Άθλοι του Ηρακλή). Πρόκειται ουσιαστικά για την βόρεια και την ανατολική πτέρυγα μιας πολυτελούς Ρωμαϊκής οικίας ή κάποιου οικοδομικού συγκροτήματος με δημόσιο χαρακτήρα (λουτρά).
Βέβαια η εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μετά τη συνέχιση της ανασκαφής και την ενοποίηση των παλαιών με τις νέες τομές και μέσα από τη συγκριτική μελέτη των ανασκαφικών δεδομένων.

rodopinews.gr/

Κάστρο Πόταμου (Κάστρο Άβαντα) στον Έβρο

Στον επαρχιακό δρόμο που οδηγεί από την Αλεξανδρούπολη προς το χωριό Άβαντα, στην ενδοχώρα, βόρεια της Αλεξανδρούπολης, πάνω έναν λοφίσκο, βρίσκονται τα εντυπωσιακά ερείπια μεσαιωνικού φρούριου, από το οποίο σώζονται τρεις τετράγωνοι πύργοι και, σε ορισμένα σημεία, διπλό τείχος.


Η κατασκευή του κάστρου μάλλον έγινε για να προστατευθεί η παραθαλάσσια περιοχή -και ειδικά η Τραϊανούπολη- από τις επιδρομές των Βουλγάρων και λοιπών βαρβάρων από το Βορρά.


Επιπλέον, το σημείο που είναι χτισμένο ελέγχει μια από τις διαβάσεις από την πεδιάδα της Κομοτηνής προς τα ανατολικά.


Η προέλευση του κάστρου δεν είναι ξεκάθαρη. Στην περιοχή βρέθηκαν και ίχνη οικισμού και οχυρώσεων προϊστορικής και αρχαϊκής περιόδου. Επίσης είναι βέβαιο ότι η τοποθεσία ήταν οχυρωμένη κατά τη Πρώτη Βυζαντινή περίοδο και ίσως από πιο πριν, από τους ρωμαϊκούς χρόνους.


Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, τα απομεινάρια του κάστρου προέρχονται από οικοδόμημα που έγινε από τους Γατελούζους, τους Γενουάτες κυρίαρχους της περιοχής κατά το 13ο αιώνα.


Νεότερες απόψεις ταυτίζουν το φρούριο με τη Βυζαντινή Περιστεριά.














Πηγή: www.kastra.eu