Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Ευχές του συλλόγου αιμοδοτών Αλεξανδρούπολης

Αγαπητοί συμπολίτες, πλησιάζουν και πάλι οι γιορτές .
Το μήνυμα των Χριστουγέννων μάς καλεί να δεχτούμε τη γέννηση του Χριστού στην ψυχή μας και να νιώσουμε δύναμη με πλούσια συναισθήματα, τα οποία θα μας κάνουν να αγαπήσουμε τον πλησίον μας. Η αγάπη, στην πράξη σημαίνει προσφορά προς τον πλησίον.
Όμως, η διαφορά του μηνύματος των Χριστουγέννων είναι το να, προσφέρεις χωρίς ο πλησίον να σου το ζητήσει. Τότε μόνο συναισθάνεσαι πραγματικά το πρόβλημα του πλησίον. Τότε μόνο η προσφορά είναι ανιδιοτελής και η αγάπη αληθινή. Είναι η αγάπη που προσφέρει ο Τακτικός Εθελοντής Αιμοδότης. Δώσε αίμα τώρα κι εσύ, μην περιμένεις να σου το ζητήσουν. Δες τη διαφορά, Είναι ασθενής, Εσύ τον θέλεις ζητιάνο; Δίνοντας αίμα βοηθάς τους χρόνια πάσχοντες που αυτές τις μέρες μάς έχουν περισσότερο ανάγκη.
Η αδιαφορία μας, στερεί πολύτιμο χρόνο ζωής από ανθρώπους που ζουν την καθημερινότητα, μεταγγιζόμενοι με πολλές μονάδες αίματος κάθε μήνα, όλο τον χρόνο, κάθε χρόνο.
Αιμοδοσία μία υποχρέωση Όλων προς Όλους !!!!
Είναι κάποιες ανάγκες που δεν τελειώνουν ποτέ,,,,,,,
Κάθε σταγόνα μετράει!!!! Η δική σου περισσότερο!!!!

Με εκτίμηση,

Για το Δ.Σ.

Αναστάσιος Κοντακίδης Δέσποινα Γραμμενίδου

Πρόεδρος Γραμματέας

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΠΡΩΤΟΥΓΕΝΝΑ


 
Τα Χριστούγεννα άρχιζαν από την παραμονή της ομώνυμης γιορτής. Οι γυναίκες από μέρες τώρα έκαναν όλες τις προετοιμασίες, συγίρισαν τα σπίτια τους που άστραφταν  καθαριότητα και έφτιασαν όλα τα φαγητά και τα γλυκά τους. Φυσικά νήστεψαν όλο το σαραντάμερο που προηγείται και οι περισσότερες δεν έτρωγαν ούτε λάδι ώσπου να κοινωνήσουν όλοι οικογενιακώς εκείνη την ημέρα ήταν αμαρτία να μαγειρεύουν. Έτσι σαν καθαρά σαρακοστιανά φαγητά ήταν τα φασόλια,ο χαλβάς, το ταχίνι, το τουρσί κ.α. Κάθε σπίτι έκοβε το οικόσιτο γουρούνι ή τον κούρκο της, ενώ οι φτωχότεροι περιορίζοταν στο σφάξιμο της κότας. Αυτά τα εδέσματα προορίζοταν για την βρώση των 3 ημερών που θ’ακολουθούσαν τα Χριστούγεννα. Κι όσοι δεν είχαν τίποτε περίμεναν να τους θυμηθούν οι άλλοι και δεν έμειναν και αυτοί παραπονεμένοι.
Στο τραπέζι πάντως της παραμονής, στα περισσότερα μέρη της Δ.Θράκης  έπρεπε να σερβιριστούν 9 φαγητά.Γιατι; Ποιος ξέρει. Ίσως το έθιμο αυτό να σχετίζοταν και με τους 9  μήνες της εγκυμοσύνης της Παναγίας. Το πρώτο πιάτο ήταν η πίτα, μικρότερη από την βασιλόπιτα.Τη στόλιζαν με σκέλδες καρυδιού σε σχήμα σταυρού με μια τρυπούλα στην μέση για να τοποθετήσουν ένα  κερί. Δεύτερο πιάτο ήταν οι κλασικοί λαχανοντολμάδες, τρίτο ο χαλβάς, τέταρτο οι ελιές και παρακάτω η έξυπνη φτωχονοικοκυρά θα μηχανεύοταν να βάλει χώρια σε δυο πιάτα το αλατοπίπερο, οπότε συμπλήρωνε έξι πιάτα. Στο έβδομο έβαλε χώρια το τουρσί, χώρια τις πιπεριές και χώρια τις μελιτζάνες.Σύνολο εννιά πιάτα.Μη μου πείτε πως οι Θρακιώτισσες δεν ήταν ξεφτέρια στην εξυπνάδα!...
Το βράδυ της παραμονής όλοι θα κάθοταν γύρω από τον σοφρά. Ο πατέρας θ’άναβε το κερί, θα θύμιαζε το εικονοστάσι και το τραπέζι κι αφού αυτός μαζί με την γυναίκα του και τα παιδιά του θα έψελναν το τροπάρι των Χριστουγέννων. Τέλος θα έκοβαν την πίτα. Το πρώτο κομμάτι ήταν του Χριστού, το δεύτερο της Παναγίας , το τρίτο του ξενιτεμένου και έπειτα με την σειρά για τον κάθε ομοτράπεζο. Κοντά σ’αυτούς έβγαζαν και 2 άλλα κομμάτια. Το ένα ήταν του «Άγιου» και το άλλο της «δουλειάς». Αυτά τα τελευταία μαζί και του Χριστού τα έδιναν στους ξένους.
Οι περισσότερες οικογένειες το βράδυ της παραμονής ξενυχτούσαν. Έβαζαν σε ένα ποτήρι ή πιάτο ένα κομματάκι ξερό βασιλικό ή το «λουλούδι της Παναγιάς» και περίμεναν πότε να ανοίξουν τα φύλλα του. Πίστευαν πως εκείνη την ώρα γεννιόταν ο Χριστός και το ’χαν «για καλό» και φυσικά έκαναν τη σχετική ευχή για την εκπλήρωση οποιασδήποτε επιθυμίας τους. Όλη την άγια νύχτα, μέχρι να σημάνουν οι καμπάνες ή να έρθει ο κράχτης της εκκλησίας να χτυπήσει τη θύρα του σπιτιού τους και να τους πει ψαλμουδίζοντας το τυπικό εκείνο «Ορίσατε εις την εκκλησίαν», έμεναν πολλοί ξάγρυπνοι. Διηγούνταν θρησκευτικές παραδόσεις, παραμύθια και ανέκδοτα του Δωδεκάμερου από άλλες χρονιές.
Εδώ σχετικά με τις κωδωνοκρουσίες πρέπει να προσεχτεί πως αυτές απαγορεύονταν από τον Τουρκικό νόμο. Μονάχα με το γνωστό διάγγελμα του Φλεβάρη του 1856, δυο χρόνια ύστερα από τον Κριμαϊκό πόλεμο, αναγκασμένος ο Σουλτάνος από από τις Μεγάλες Δυνάμεις έδωσε στις χριστιανικές μειονότητες κάποια θρησκευτική ισοπολιτεία. Ήταν το περίφημο Χάτι Χουμαγιουμ.
Από τότε άρχισαν οι Χριστιανοί να οικοδομούν μεγαλύτερες και μεγαλοπρεπέστερες εκκλησίες, να επεκτείνουν τις παλιές κι ερειπωμένες και προπάντων να πλουτίζουν τα καμπαναριά με χυτές καμπάνες και σιδερένια σήμαντρα. Έως εκείνα την εποχή στη Θράκη τα περισσότερα καμπαναριά χτίζονταν από ξύλο και οι εκκλησίες ήταν γενικά λιθόκτιστες.
Ανήμερα του Χριστού, παρατηρούσαν τον καιρό και προσπαθούσαν να μαντέψουν το μέλλον. Χαίρονταν όταν χιόνιζε, γιατί πίστευαν, όσο πιο πολλά χιόνια, τόσο πιο μεγάλη σοδειά θα είχαν το καλοκαίρι. Έβγαλαν γι’ αυτό ένα σωρό παροιμίες:
«Χιόνι του Δεκέμβρη, χρυσάφι του καλοκαιριού».
«Χριστούγεννα και Φώτα χιονισμένα, καλοσημαδιά για τα σπαρμένα».
«Χαρά στα Γέννα τα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα και Λαμπρή βρεχούμενη τ’ αμπάρια γεμισμένα».
Τα κάλαντα δεν τα έψελναν τα παιδιά όπως σήμερα το πρωί της παραμονής αλλά το βράδυ. Ξεκινούσαν με μικρές συντροφιές, κρατώντας φαναράκια και χρωματιστά καραβάκια στολισμένα με κορδέλες. Δεν πήγαιναν στα συγγενικά μόνο και φιλικά σπίτια, μα σ’ όλου του κόσμου εκεί τα φιλεύανε με γλυκά και ξερούς καρπούς. Τα νομίσματα τα κάρφωναν πάνω σε ένα μήλο κατά την παλιά συνήθεια των Βυζαντινών.


«Χριστούγεννα πρωτούγεννα , Χριστός πρωτογεννιέται
γεννιέται κι ανατρέφεται στο γάλα και στο μέλι.
Το μελ’ το τρων’ οι άρχοντοι, το γάλα οι παπάδες
Και τα κεριά σταλάγματα οι δωδεκ’ Αποστόλοι…»
Και του χρόνου να ‘σθε γεροί και καλόκαρδοι.
Και εις έτη πολλά.


Δωδεκάμερο είναι η περίοδος που αρχίζει από την παραμονή των Χριστουγέννων έως τα Θεοφάνεια, που κατά τη λαϊκή δοξασία «τα νερά είναι αβάφτιστα» γιατί προφανώς και ο Χριστός έως την ημέρα των Θεοφανείων ήταν ακόμη αβάφτιστος. Έτσι την περίοδο αυτή κυριαρχούν στον κόσμο οι Καλλικάντζαροι, δαιμόνια και «ζούζουλα» της λαϊκής μυθοφαντασίας, που ειδικά έρχονται αυτές τις μέρες «για να πειράζουν τους ανθρώπους».
                Ο λαός φαντάζεται τους Καλλικάντζαρους με χίλιες δυο μορφές: είναι μικρόσωμα ή μεγαλόσωμα τέρατα, μαύρα κι άραχνα, τριχωτά με πόδια και κεφάλι τράγου ή άλλων ζώων. Έχουν μάτια κόκκινα, χέρια μαιμούς, είναι στραβοί, κουτσοί, μονόματοι, μονοπόδαροι και τραγοπόδαροι μαζί. Και μια φορά φορούν και σιδερένια παπούτσια. Τους θέλει ακόμα η παράδοση να περιφέρονται τη νύχτα στους δρόμους και να κάνουν όποιο κακό μπορούν στους ανύποπτους διαβάτες. Στα σπίτια μπαίνουν από τις καμινάδες, κλέβουν ότι βρουν και μαγαρίζουν τα πάντα. Γλυκά και φαγητά. Για το λόγο αυτό οι καημένοι οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι να σοφιστούν, ποια μαγεία να κάνουν για να ξεφορτωθούν αυτούς τους ανοικονόμητους κι απρόσκλητους μουσαφίρηδές τους.
                Η φωτιά στο τζάκι τέτοια εποχή έχει τη χάρη της. Ζεσταίνει όλο το σπίτι τις ατέλειωτες κρύες χειμωνιάτικες βραδιές εκτός από το να διώχνει τους Καλλικάντζαρους. Τα «οντούνια», τα ξύλα από την οξιά, κάνουν καλή θράκα και ζεστασιά. Κρατάνε άσβεστη την πυρά έως το πρωί και τροφοδοτούνται επάξια για το φόβο των «σκαρκάντζελων», όπως τους έλεγαν στα περισσότερα χωριά της Ανατολικής Ρωμυλίας, στη Ραιδεστό, τα Μάλγαρα και την Κεσάνη.
Φυσικά με την επικράτηση της θερμάστρας, στις θρακικές πολιτείες και στα χωριά που γνώριζαν μονάχα τα τζάκια, αντικαταστάθηκαν αυτά και περιέπεσαν σε αχρηστία με την πάροδο του χρόνου. Οπωσδήποτε και η στάχτη που τη μαζεύανε μετά τη γιορτή των Φώτων, «ήταν για καλό» σαν την σκορπούσαν στα χωράφια και τ’ αμπέλια τους οι χωρικοί, αφού θα τους εξασφάλιζε καλό μαξούλι. (σοδειά, συγκομιδή)
«Θ’ άξαιναν τα στάρια τους, τα σπορίδια τους», όπως έλεγαν. Εκτός από τη φωτιά, αποτρεπτικό της επήρειας των δαιμόνων σ’ όλο το διάστημα του Δωδεκάμερου ήταν και τα κουδούνια. Όταν έβγαιναν τη νύχτα έξω σ’ όλο αυτό το διάστημα, καλό ήταν να κρατάνε φανάρια ή να βροντολογάνε κάπου κάπου και μερικά κουδουνάκια για να διώχνουν τα κακά πνεύματα. Ας μη ξεχνάμε ότι γι’ αυτό, επειδή τα παιδιά έψελναν τα κάλαντα το βράδυ κι όχι όπως τώρα τα πρωινά, το τρίγωνο που βροντολογούσαν ασυνείδητα εκτελούσε αυτόν τον μαγικό αποτρεπτικό σκοπό…
                Όπως και να ‘ναι οι Καλλικάντζαροι δεν άφηναν στο διάστημα τούτο κανέναν απείραχτο. Ήταν γραμμένο να εξαφανιστούν από το πρόσωπο της γης, μόλις θ’ αγιάζονταν κατά τα Φώτα τα νερά και τα δαιμόνια θα έτρεχαν να εξαφανιστούν στα Τάρταρα απ’ όπου ήρθαν. Φοβούνταν την αγιαστούρα του παπά και τότε θα τους άκουγες να λένε αναμεταξύ τους: 

Φεύγετε να φεύγουμε,
γιατ’ ήρθε ο διαβολόπαπας,
με την αγιαστούρα του
και με την βρεχτούρα του. 

                Παλιά συνήθεια ήταν και η μεταμφίεση αυτή την εποχή. Φαίνεται ότι το έθιμο ξεκινούσε από τις Διονυσιακές γιορτές. Τους μεταμφιεσμένους τους έλεγαν στη Θράκη ρογκάτσια, ρογκατσάρια ή λογκατσούρια. Οι προβιές των ζώων ήταν η συνηθισμένη περιβολή τους, αλλά δεν αποκλειόταν μια άλλη παρόμοια φανταστική ενδυμασία φοβερών αγριάνθρωπων που ξεκίνησαν από τη ζούγκλα. Θα κορυβαντιούσαν χορεύοντας έξαλλους χορούς, θα τραγουδούσαν το ίδιο, θα μάλωναν μεταξύ τους κι ύστερα θα συμφιλιώνονταν μπροστά σε μια μπουκάλα κρασί, κάτω από τα χωρατά και τα χάχανα τόσο των συντρόφων τους όσο και των εύθυμων θεατών που παρακολουθούσαν τα «δρώμενα» αυτών των παράξενων εκδηλώσεων με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον.
                                                                                                                       Θρακική Εστία

Η πόλη του Διδυμοτείχου


Η ιστορία του Διδυμοτείχου ξεκινά από τη Νεολιθική περίοδο, όταν ο λόφος της Αγίας Πέτρας στο νοτιοανατολικό άκρο της σημερινής πόλης και πιθανότατα και ο οχυρός λόφος του Καλέ στο δυτικό της άκρο κατοικούνταν, όπως αποδεικνύουν τα ενδιαφέροντα ευρήματα, τυχαία και ανασκαφικά, όπως η κεραμική και τα λίθινα, τυπικά της περιόδου εργαλεία.

Το ιδιάζον αυτό δίδυμο των γειτονικών λόφων - οικισμών διατηρείται και κατά την Εποχή του σιδήρου, όταν έχουμε και την τελική εγκατάσταση των θρακικών φύλων στην περιοχή, συνεχίζοντας με τον τρόπο αυτό την αδιάλειπτη συνέχεια της ιστορίας της πόλης μέσα στους αιώνες.

Η αφθονία των κινητών ευρημάτων από την κλασσική αρχαιότητα δείχνει ότι ο οικισμός της Αγίας Πέτρας διατηρούσε στενές σχέσεις με τις ελληνικές μητροπολιτικές πόλεις και ανάμεσά τους με την Αθήνα. Μεταξύ των ευρημάτων εξέχουσα σημασία κατέχουν οι ενσφράγιστες λαβές αμφορέων με τα ονόματα και τα σήματα των αρχόντων των πόλεων ή των εμπόρων.

Την αρχαία άγνωστη πόλη διαδέχεται η ελληνιστική. Από την περίοδο τα λίγα ερείπια αρχιτεκτονημάτων και άλλα τυχαία ευρήματα υπαινίσσονται την ύπαρξη ενός ευημερούντος οικισμού, ο οποίος απαιτεί την ανασκαφική έρευνα για να αποκαλύψει το πρόσωπό του.

Στις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνα ο ρωμαίος αυτοκράτορας Τραϊανός επανιδρύει την πόλη προικίζοντάς την με το όνομα της συζύγου του. Η Πλωτινούπολις καθίσταται μία από τις σημαντικές αυτόνομες πόλεις της επαρχίας της Θράκης με τη δική της Βουλή και Δήμο, όπως αυτό αποδεικνύεται από σειρά αναθηματικών στηλών, οι οποίες ταυτόχρονα αποκαλύπτουν την ιδιαίτερη σχέση κάποιων από τους ρωμαίους αυτοκράτορες με την πόλη. Λαμπρά ευρήματα, όπως τα ψηφιδωτά δαπέδου με τους άθλους του Ηρακλή, το μύθο του Δία-Κύκνου με τη Λήδα και τα κομψά γεωμετρικά διακοσμητικά μοτίβα, η χρυσή προτομή του αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου, η μοναδική μαρμάρινη αμφιπρόσωπη κεφαλή του θεού Ιανού αρχίζουν να αποκαλύπτουν τον πλούτο της πόλης. 

Οι βαρβαρικές επιδρομές του 3ου μ.Χ. αιώνα ανάγκασαν τους ρωμαίους να προχωρήσουν στην οχύρωση των δύο απέναντι κείμενων λόφων, του Καλέ και της Αγίας Πέτρας. Πιθανότατα μπορούμε ακριβώς στην περίοδο αυτή να αποδώσουμε τη δημιουργία και στη συνέχεια την επιβολή του ονόματος «Διδυμότειχον», με τη σημασία ακριβώς των «δίδυμων κάστρων» ,των  «δίδυμων οχυρωματικών περιβόλων».

Η Πλωτινούπολις φαίνεται ότι επιβίωσε μέχρι τα μέσα του 7ου αιώνα, ενώ εγκαταλείφθηκε οριστικά αμέσως μετά, όταν ταυτόχρονα το Βυζαντινό Διδυμότειχο αναπτυσσόταν στο λόφο του Καλέ.

Κατά τη διάρκεια των Βυζαντινών χρόνων η σημασία της πόλης-κάστρου του Διδυμοτείχου διαρκώς αύξαινε λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης και του ισχυρότατου οχυρωματικού περιβόλου που την περιέβαλλε. Η εξέχουσα αυτή σημασία της πόλης σημειώνεται από ξένους καθώς και βυζαντινούς συγγραφείς, όπως τον Γάλλο  Γοδεφρείδο Βιλλαρδουϊνο ο οποίος στα 1205 αναφέρει ότι το Διδυμότειχο ήταν «η ισχυρότερη και μία από τις πλουσιότερες πόλεις» της Ρωμανίας (της αυτοκρατορίας).

Μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης στα 1261 το Διδυμότειχο ανάγεται στην πλέον σημαντική πόλη της Θράκης. Γίνεται μάρτυς της γέννησης αυτοκρατόρων, όπως του Ιωάννη Γ΄του Βατάτζη , το Ιωάννη Ε΄του Παλαιολόγου, αλλά και των πλέον κρίσιμων γεγονότων των υστεροβυζαντινών χρόνων. Αποτελεί την έδρα των αυτοκρατόρων Ιωάννη του Γ΄ Παλαιολόγου και του Ιωάννη του Στ΄ Καντακουζηνού κατά τη διάρκεια των δύο καταστροφικών εμφυλίων πολέμων του πρώτου μισού του 14ου αιώνα. Είναι το ορμητήριο για τον αυτοκρατορικό στρατό και βάση για τις επιχειρήσεις του, χώρος υποδοχής των επίσημων ξένων, αλλά ταυτόχρονα και χώρος εξορίας των πλέον επικίνδυνων εχθρών του θρόνου της Κωνσταντινούπολης  και αγαπημένος κυνηγότοπος των αυτοκρατόρων και στη συνέχεια των σουλτάνων.

Σήμερα το κάστρο διατηρείται στο μεγαλύτερο μήκος του, με τους 24 πύργους του, κάποιοι από τους οποίους φέρουν μονογράμματα βυζαντινών προσωπικοτήτων ή διακοσμητικά και συμβολικά  μοτίβα. Ακόμη μπορεί κανείς να επισκεφθεί τους μικρούς ναούς και τα αυτοκρατορικά παρεκκκλήσια, σε ένα από τα οποία αποκαλύφθηκαν πρόσφατα τμήματα τοιχογραφιών με μοναδικές παραστάσεις φτερωτών αυτοκρατόρων. Στο μεταβυζαντινό ναό του Χριστού Σωτήρος ο επισκέπτης μπορεί να προσκυνήσει τη θαυματουργή αμφιπρόσωπη εικόνα της Βρεφοκρατούσας Θεοτόκου «Δυμοτειχίτισσας» με την Σταύρωση στην οπίσθια όψη, ένα αυτοκρατορικό δώρο προς την πόλη, όπως επίσης και την έξοχη υστεροβυζαντινή εικόνα του Χριστού Παντροκράτορα. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι εκατοντάδες  των τεχνητών,  λαξευμένων στο βράχο σπηλαίων, τα οποία είχαν διαμορφωθεί από τους ίδιους τους βυζαντινούς κατοίκους του κάστρου ως βοηθητικά  τμήματα  των κατοικιών τους.

Το Διδυμότειχο καταλήφθηκε οριστικά από τους Οθωμανούς Τούρκους στα 1361 και αποτέλεσε την πρώτη τους πρωτεύουσα στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Εδώ ο σουλτάνος Μουράτ ο Α΄ έκτισε τα ανάκτορά του και εδώ, σε ένα μικρό πύργο, φυλαγόταν ο αυτοκρατορικός θησαυρός.

Παρά το γεγονός ότι η πόλη βαθμιαία έχασε την γεωστρατηγική της σημασία, εξακολούθησε να είναι διάσημη για την κεραμική της παραγωγή και την εξέχουσα θέση της ως πνευματικό κέντρο του ισλαμισμού.

Ανάμεσα στα μνημεία της περιόδου η προσοχή του επισκέπτη εστιάζεται στο διάσημο και επιβλητικό Μεγάλο Τέμενος, γνωστό ως Τέμενος του Σουλτάνου Βαγιαζήτ του Κεραυνού, κτισμένο στις αρχές του 15ου αιώνα. Στην ίδια περίπου εποχή (1398) χρονολογούνται τα λεγόμενα «Λουτρά των Ψιθύρων», τα αρχαιότερα οθωμανικά λουτρά στην Ευρώπη τα οποία σώζονται και σήμερα, όπως και τα άλλα δύο γνωστά δημόσια λουτρά της πόλης. Εντυπωσιάζει ακόμη το Μαυσωλείο του Ορούτς Πασά, μία θολοσκεπής ανοικτή κατασκευή από το πρώτο τέταρτο του 15ου αιώνα.

Οι δραματικές μεταβολές που έλαβαν χώρα στις δομές της οθωμανικές δομές εξουσίας και η παρακμή του κράτους κατά τους 18ο και 19ο αιώνα συνοδεύτηκαν από μεταβολές στην πολεοδομική διάρθρωση της πόλης και την αφύπνιση του ελληνικού στοιχείου ως του εξέχοντος οικονομικού, κοινωνικού και πολιτιστικού παράγοντα στη ζωή της πόλης. Η παρουσία  αυτή αποτυπώνεται στις τρεις μεταβυζαντινές εκκλησίες με τις εικόνες - αφιερώματα των συντεχνιών και τα θαυμάσια ξυλόγλυπτα τέμπλα, όπως και στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική της πόλης, ένα πρωτότυπο μείγμα βαλκανικών, ανατολικών και νεοκλασικών επιδράσεων. Την ίδια ώρα η εβραϊκή και η αρμενική κοινότητα κάνουν αισθητή την παρουσία τους και αυξάνονται πληθυσμιακά.





Η μεταβυζαντινή πόλη ακόμη διατηρείται σε τμήματα του παλαιού, παραδοσιακού Διδυμοτείχου. 49 κτίρια έχουν κηρυχθεί ως Μνημεία Τέχνης και υπόκεινται σε καθεστώς προστασίας.
Το ξεκίνημα του 20ου αιώνα χαρακτηρίζεται από την ένταση των συγκρούσεων ανάμεσα στις εθνότητες και τα κράτη των βαλκανίων      και κορυφώνεται με τους δύο βαλκανικούς πολέμους και τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Ως αποτέλεσμα των γεγονότων αυτών το Διδυμότειχο αποδίδεται στην Ελλάδα με τη συνθήκη των Σεβρών, τον Ιούλιο του 1920. www.didymoteicho.gr