Τα Χριστούγεννα άρχιζαν από την παραμονή της ομώνυμης γιορτής. Οι γυναίκες από μέρες τώρα έκαναν όλες τις προετοιμασίες, συγίρισαν τα σπίτια τους που άστραφταν καθαριότητα και έφτιασαν όλα τα φαγητά και τα γλυκά τους. Φυσικά νήστεψαν όλο το σαραντάμερο που προηγείται και οι περισσότερες δεν έτρωγαν ούτε λάδι ώσπου να κοινωνήσουν όλοι οικογενιακώς εκείνη την ημέρα ήταν αμαρτία να μαγειρεύουν. Έτσι σαν καθαρά σαρακοστιανά φαγητά ήταν τα φασόλια,ο χαλβάς, το ταχίνι, το τουρσί κ.α. Κάθε σπίτι έκοβε το οικόσιτο γουρούνι ή τον κούρκο της, ενώ οι φτωχότεροι περιορίζοταν στο σφάξιμο της κότας. Αυτά τα εδέσματα προορίζοταν για την βρώση των 3 ημερών που θ’ακολουθούσαν τα Χριστούγεννα. Κι όσοι δεν είχαν τίποτε περίμεναν να τους θυμηθούν οι άλλοι και δεν έμειναν και αυτοί παραπονεμένοι. Στο τραπέζι πάντως της παραμονής, στα περισσότερα μέρη της Δ.Θράκης έπρεπε να σερβιριστούν 9 φαγητά.Γιατι; Ποιος ξέρει. Ίσως το έθιμο αυτό να σχετίζοταν και με τους 9 μήνες της εγκυμοσύνης της Παναγίας. Το πρώτο πιάτο ήταν η πίτα, μικρότερη από την βασιλόπιτα.Τη στόλιζαν με σκέλδες καρυδιού σε σχήμα σταυρού με μια τρυπούλα στην μέση για να τοποθετήσουν ένα κερί. Δεύτερο πιάτο ήταν οι κλασικοί λαχανοντολμάδες, τρίτο ο χαλβάς, τέταρτο οι ελιές και παρακάτω η έξυπνη φτωχονοικοκυρά θα μηχανεύοταν να βάλει χώρια σε δυο πιάτα το αλατοπίπερο, οπότε συμπλήρωνε έξι πιάτα. Στο έβδομο έβαλε χώρια το τουρσί, χώρια τις πιπεριές και χώρια τις μελιτζάνες.Σύνολο εννιά πιάτα.Μη μου πείτε πως οι Θρακιώτισσες δεν ήταν ξεφτέρια στην εξυπνάδα!...
Το βράδυ της παραμονής όλοι θα κάθοταν γύρω από τον σοφρά. Ο πατέρας θ’άναβε το κερί, θα θύμιαζε το εικονοστάσι και το τραπέζι κι αφού αυτός μαζί με την γυναίκα του και τα παιδιά του θα έψελναν το τροπάρι των Χριστουγέννων. Τέλος θα έκοβαν την πίτα. Το πρώτο κομμάτι ήταν του Χριστού, το δεύτερο της Παναγίας , το τρίτο του ξενιτεμένου και έπειτα με την σειρά για τον κάθε ομοτράπεζο. Κοντά σ’αυτούς έβγαζαν και 2 άλλα κομμάτια. Το ένα ήταν του «Άγιου» και το άλλο της «δουλειάς». Αυτά τα τελευταία μαζί και του Χριστού τα έδιναν στους ξένους.
Οι περισσότερες οικογένειες το βράδυ της παραμονής ξενυχτούσαν. Έβαζαν σε ένα ποτήρι ή πιάτο ένα κομματάκι ξερό βασιλικό ή το «λουλούδι της Παναγιάς» και περίμεναν πότε να ανοίξουν τα φύλλα του. Πίστευαν πως εκείνη την ώρα γεννιόταν ο Χριστός και το ’χαν «για καλό» και φυσικά έκαναν τη σχετική ευχή για την εκπλήρωση οποιασδήποτε επιθυμίας τους. Όλη την άγια νύχτα, μέχρι να σημάνουν οι καμπάνες ή να έρθει ο κράχτης της εκκλησίας να χτυπήσει τη θύρα του σπιτιού τους και να τους πει ψαλμουδίζοντας το τυπικό εκείνο «Ορίσατε εις την εκκλησίαν», έμεναν πολλοί ξάγρυπνοι. Διηγούνταν θρησκευτικές παραδόσεις, παραμύθια και ανέκδοτα του Δωδεκάμερου από άλλες χρονιές.
Εδώ σχετικά με τις κωδωνοκρουσίες πρέπει να προσεχτεί πως αυτές απαγορεύονταν από τον Τουρκικό νόμο. Μονάχα με το γνωστό διάγγελμα του Φλεβάρη του 1856, δυο χρόνια ύστερα από τον Κριμαϊκό πόλεμο, αναγκασμένος ο Σουλτάνος από από τις Μεγάλες Δυνάμεις έδωσε στις χριστιανικές μειονότητες κάποια θρησκευτική ισοπολιτεία. Ήταν το περίφημο Χάτι Χουμαγιουμ.
Από τότε άρχισαν οι Χριστιανοί να οικοδομούν μεγαλύτερες και μεγαλοπρεπέστερες εκκλησίες, να επεκτείνουν τις παλιές κι ερειπωμένες και προπάντων να πλουτίζουν τα καμπαναριά με χυτές καμπάνες και σιδερένια σήμαντρα. Έως εκείνα την εποχή στη Θράκη τα περισσότερα καμπαναριά χτίζονταν από ξύλο και οι εκκλησίες ήταν γενικά λιθόκτιστες.
Ανήμερα του Χριστού, παρατηρούσαν τον καιρό και προσπαθούσαν να μαντέψουν το μέλλον. Χαίρονταν όταν χιόνιζε, γιατί πίστευαν, όσο πιο πολλά χιόνια, τόσο πιο μεγάλη σοδειά θα είχαν το καλοκαίρι. Έβγαλαν γι’ αυτό ένα σωρό παροιμίες:
«Χιόνι του Δεκέμβρη, χρυσάφι του καλοκαιριού».
«Χριστούγεννα και Φώτα χιονισμένα, καλοσημαδιά για τα σπαρμένα».
«Χαρά στα Γέννα τα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα και Λαμπρή βρεχούμενη τ’ αμπάρια γεμισμένα».
Τα κάλαντα δεν τα έψελναν τα παιδιά όπως σήμερα το πρωί της παραμονής αλλά το βράδυ. Ξεκινούσαν με μικρές συντροφιές, κρατώντας φαναράκια και χρωματιστά καραβάκια στολισμένα με κορδέλες. Δεν πήγαιναν στα συγγενικά μόνο και φιλικά σπίτια, μα σ’ όλου του κόσμου εκεί τα φιλεύανε με γλυκά και ξερούς καρπούς. Τα νομίσματα τα κάρφωναν πάνω σε ένα μήλο κατά την παλιά συνήθεια των Βυζαντινών.
«Χριστούγεννα πρωτούγεννα , Χριστός πρωτογεννιέται
γεννιέται κι ανατρέφεται στο γάλα και στο μέλι.
Το μελ’ το τρων’ οι άρχοντοι, το γάλα οι παπάδες
Και τα κεριά σταλάγματα οι δωδεκ’ Αποστόλοι…»
Και του χρόνου να ‘σθε γεροί και καλόκαρδοι.
Και εις έτη πολλά.
Δωδεκάμερο είναι η περίοδος που αρχίζει από την παραμονή των Χριστουγέννων έως τα Θεοφάνεια, που κατά τη λαϊκή δοξασία «τα νερά είναι αβάφτιστα» γιατί προφανώς και ο Χριστός έως την ημέρα των Θεοφανείων ήταν ακόμη αβάφτιστος. Έτσι την περίοδο αυτή κυριαρχούν στον κόσμο οι Καλλικάντζαροι, δαιμόνια και «ζούζουλα» της λαϊκής μυθοφαντασίας, που ειδικά έρχονται αυτές τις μέρες «για να πειράζουν τους ανθρώπους».
Ο λαός φαντάζεται τους Καλλικάντζαρους με χίλιες δυο μορφές: είναι μικρόσωμα ή μεγαλόσωμα τέρατα, μαύρα κι άραχνα, τριχωτά με πόδια και κεφάλι τράγου ή άλλων ζώων. Έχουν μάτια κόκκινα, χέρια μαιμούς, είναι στραβοί, κουτσοί, μονόματοι, μονοπόδαροι και τραγοπόδαροι μαζί. Και μια φορά φορούν και σιδερένια παπούτσια. Τους θέλει ακόμα η παράδοση να περιφέρονται τη νύχτα στους δρόμους και να κάνουν όποιο κακό μπορούν στους ανύποπτους διαβάτες. Στα σπίτια μπαίνουν από τις καμινάδες, κλέβουν ότι βρουν και μαγαρίζουν τα πάντα. Γλυκά και φαγητά. Για το λόγο αυτό οι καημένοι οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι να σοφιστούν, ποια μαγεία να κάνουν για να ξεφορτωθούν αυτούς τους ανοικονόμητους κι απρόσκλητους μουσαφίρηδές τους.
Η φωτιά στο τζάκι τέτοια εποχή έχει τη χάρη της. Ζεσταίνει όλο το σπίτι τις ατέλειωτες κρύες χειμωνιάτικες βραδιές εκτός από το να διώχνει τους Καλλικάντζαρους. Τα «οντούνια», τα ξύλα από την οξιά, κάνουν καλή θράκα και ζεστασιά. Κρατάνε άσβεστη την πυρά έως το πρωί και τροφοδοτούνται επάξια για το φόβο των «σκαρκάντζελων», όπως τους έλεγαν στα περισσότερα χωριά της Ανατολικής Ρωμυλίας, στη Ραιδεστό, τα Μάλγαρα και την Κεσάνη.
Φυσικά με την επικράτηση της θερμάστρας, στις θρακικές πολιτείες και στα χωριά που γνώριζαν μονάχα τα τζάκια, αντικαταστάθηκαν αυτά και περιέπεσαν σε αχρηστία με την πάροδο του χρόνου. Οπωσδήποτε και η στάχτη που τη μαζεύανε μετά τη γιορτή των Φώτων, «ήταν για καλό» σαν την σκορπούσαν στα χωράφια και τ’ αμπέλια τους οι χωρικοί, αφού θα τους εξασφάλιζε καλό μαξούλι. (σοδειά, συγκομιδή)
«Θ’ άξαιναν τα στάρια τους, τα σπορίδια τους», όπως έλεγαν. Εκτός από τη φωτιά, αποτρεπτικό της επήρειας των δαιμόνων σ’ όλο το διάστημα του Δωδεκάμερου ήταν και τα κουδούνια. Όταν έβγαιναν τη νύχτα έξω σ’ όλο αυτό το διάστημα, καλό ήταν να κρατάνε φανάρια ή να βροντολογάνε κάπου κάπου και μερικά κουδουνάκια για να διώχνουν τα κακά πνεύματα. Ας μη ξεχνάμε ότι γι’ αυτό, επειδή τα παιδιά έψελναν τα κάλαντα το βράδυ κι όχι όπως τώρα τα πρωινά, το τρίγωνο που βροντολογούσαν ασυνείδητα εκτελούσε αυτόν τον μαγικό αποτρεπτικό σκοπό…
Όπως και να ‘ναι οι Καλλικάντζαροι δεν άφηναν στο διάστημα τούτο κανέναν απείραχτο. Ήταν γραμμένο να εξαφανιστούν από το πρόσωπο της γης, μόλις θ’ αγιάζονταν κατά τα Φώτα τα νερά και τα δαιμόνια θα έτρεχαν να εξαφανιστούν στα Τάρταρα απ’ όπου ήρθαν. Φοβούνταν την αγιαστούρα του παπά και τότε θα τους άκουγες να λένε αναμεταξύ τους:
Φεύγετε να φεύγουμε,
γιατ’ ήρθε ο διαβολόπαπας,
με την αγιαστούρα του
και με την βρεχτούρα του.
Παλιά συνήθεια ήταν και η μεταμφίεση αυτή την εποχή. Φαίνεται ότι το έθιμο ξεκινούσε από τις Διονυσιακές γιορτές. Τους μεταμφιεσμένους τους έλεγαν στη Θράκη ρογκάτσια, ρογκατσάρια ή λογκατσούρια. Οι προβιές των ζώων ήταν η συνηθισμένη περιβολή τους, αλλά δεν αποκλειόταν μια άλλη παρόμοια φανταστική ενδυμασία φοβερών αγριάνθρωπων που ξεκίνησαν από τη ζούγκλα. Θα κορυβαντιούσαν χορεύοντας έξαλλους χορούς, θα τραγουδούσαν το ίδιο, θα μάλωναν μεταξύ τους κι ύστερα θα συμφιλιώνονταν μπροστά σε μια μπουκάλα κρασί, κάτω από τα χωρατά και τα χάχανα τόσο των συντρόφων τους όσο και των εύθυμων θεατών που παρακολουθούσαν τα «δρώμενα» αυτών των παράξενων εκδηλώσεων με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον.
Θρακική Εστία