Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ Β’ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ [1258-13/2/1332]


Ἀνδρόνικος Β΄Παλαιολόγος -τοιχογραφία Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, " Ἡ δέηση, ὁ Αυτοκράτωρ", Σέρραι,

Ἀνδρόνικος Β΄Παλαιολόγος -τοιχογραφία Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, » Ἡ δέησις, ὁ Αυτοκράτωρ», Σέρραι.

12-13 Φεβρουαρίου 1332 : Πεθαίνει ὁ Αὐτοκράτωρ τῆς Ρωμανίας, Ἀνδρόνικος Β’ Παλαιολόγος, ὡς μοναχὸς Ἀντώνιος. Κηδεύτηκε στὴ Μονὴ Λιβός, στὴν Κωνσταντινούπολη.

Ὁ Ἀνδρόνικος Β’ Παλαιολόγος, διέθετε ἐξαιρετικά ὑψηλή μόρφωση καὶ ἔδειχνε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς ἐπιστῆμες καὶ τὴ λογοτεχνία, ἔτσι ὥστε σὲ μία περίοδο ὅπου ἡ αὐτοκρατορία παρήκμαζε πολιτικὰ, νὰ συμβάλλῃ στὴν πολιτιστικὴ της ἄνθηση, γνωστὴ ὡς «Παλαιολόγεια ἀναγέννηση».

Ὁ Ἀνδρόνικος ἦταν δευτερότοκος γιὸς τοῦ Μιχαὴλ Η΄ καὶ τῆς Θεοδῶρας, γεννηθῆς τὸ 1258. Ὡς συμβασιλέας ἀπό τὸ 1265, ἔλαβε τὶς μεγαλύτερες δικαιοδοσίες ἀπό ὁποιονδήποτε προηγούμενο συμβασιλέα. Ἀπό τὸν πρῶτο του γᾶμο μὲ τὴν πριγκίπισσα τῆς Οὐγγαρίας Ἄννα [1272], κόρης τοῦ Στεφάνου Ε΄, ἀπέκτησε δύο γιοὺς, τὸν Μιχαὴλ Θ΄ καὶ τὸν Κωνσταντῖνο. Ἀπό τὸν δεύτερο γᾶμο του μὲ τὴν Εἰρήνη-Γιολᾶντα τὴ Μομφερρατικὴ [1285], ἀπέκτησε πέντε γιοὺς –τὸν Ἰωάννη, τὸν Θεόδωρο, τὸν Δημήτριο, τὸν Ἰσαάκιο καὶ τὸν Βαρθολομαῖο– καὶ δύο κόρες, τὴ Σιμωνίδα καὶ τὴ Θεοδῶρα.

Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς βασιλείας του, προσπάθησε [ἀνεπιτυχῶς] νὰ ἀντιμετωπίσῃ τὴν ἐξαιρετικά δυσμενὴ οἰκονομική κατάσταση τῆς αὐτοκρατορίας, ἐφαρμόζοντας αὔξηση τῶν εἰσφορῶν σὲ εἴδος, μὲ ἕνα νέο νόμο, τὸ λεγόμενο «σιτόκριθον» καὶ ἐλαχιστοποιῶντας δραματικὰ τὶς στρατιωτικὲς δαπᾶνες, μὲ τὴν μείωση τοῦ στρατοῦ ξηρᾶς καὶ τὴν κατάργηση τοῦ στόλου τὸ 1284. Ἀκόμη καὶ ἡ τριετὴς ἐγκατάστασίς του στὴν Μικρᾶ Ἀσία, ἔτσι ὥστε νὰ ἐνθαρρύνῃ τοὺς Βυζαντινοὺς, [ποὺ ἀποθαρρυμένοι ἀπό τὶς συνεχεῖς ὀθωμανικές ἐπιδρομές ἐγκατέλειπαν βαθμιαῖα τὴν περιοχὴ], δὲν κατόρθωσε νὰ πετύχῃ πολλὰ.

Στὴν ἐκκλησιαστική πολιτικὴ, ὡς φανατικὰ ὀρθόδοξος, ἀποκήρυξε καὶ ἐπισήμως [διότι οὐσιαστικῶς δὲν ἴσχυσε ποτὲ] τὴν ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν ποὺ εἶχε ἀποφασιστεῖ στὴ Λυῶν τὸ 1274.

Ἡ ἐξαιρετικά πρωτοποριακὴ του μεταρρύθμισις στὸ δικονομικὸ σύστημα, ὅπου δώδεκα ἀνώτεροι ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες καὶ λαϊκοὶ ἀξιωματοῦχοι, ἀναλάμβαναν νὰ δικάζουν ἀμερόληπτα καὶ ἀδωροδόκητα, ἀκόμη καὶ ἐάν ἐπρόκειτο γιὰ τὸν ἴδιο τὸν αὐτοκράτορα, δὲν ἀπέδωσε τὰ ἀναμενόμενα ἀποτελέσματα.

Ἡ μονόπλευρη στάσις του ὑπέρ τῶν Γενουατῶν, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴ δημιουργία πολεμικῆς συρράξεως μεταξὺ Βενετίας καὶ Γένουας, ἀπό τὴν ὁποῖα ἡ αὐτοκρατορία ὑπέστη ἀπώλειες καὶ ταπεινώσεις. Ἡ βυζαντινὴ Χίος, κατελήφθη ὑπό τοῦ Γενουάτου, Βενέδικτου Ζακάρια τὸ 1304. Τὸ 1309, τὸ Βυζάντιο εἶχε μία περαιτέρω ἀπώλεια, ὅταν ἡ νῆσος τῆς Ρόδου ἔπεσε στὰ χέρια τῶν Ἰωαννιτῶν Ἱπποτῶν.

Παρ’ὅλο ποὺ ἡ αὐτοκρατορία ἔχασε τμήματα τῆς Μακεδονίας ἀπό τοὺς Σέρβους, ὁ Ἀνδρόνικος, κάνοντας χρήση τῆς βυζαντινῆς διπλωματίας, [πάντρεψε τὴν κόρη του Σιμωνίδα, μὲ τὸν Σέρβο βασιλέα καὶ ὡς προῖκα παραχώρησε τὶς ἤδη κατακτημένες ἀπό τοὺς Σέρβους περιοχὲς], πέρασε τὴν Σερβία στὴν περίοδο πολιτιστικοῦ ἐκβυζαντινισμοῦ της.

Στὴν ἐμφύλια σύγκρουση ποὺ ξέσπασε μεταξὺ τοῦ ἰδίου καὶ τοῦ ἐγγονοῦ του, Ἀνδρονίκου Γ’ τὸ 1321, ἀναγκάσθηκε νὰ παραχωρήσῃ περιοχὲς τῆς Θράκης, μὲ δικαίωμα νὰ ἀσκεῖ μόνο τὴν ἐξωτερική πολιτικὴ. Μετὰ ἀπό μία περίοδο σχετικῆς ἡρεμίας, σὲ νέα φάση τοῦ ἐμφύλιου πολέμου, καὶ σὲ προχωρημένη πλέον ἡλικία, παραιτήθηκε τοῦ θρόνου, τὸν Μάϊο τοῦ 1328, ὑπέρ τοῦ νικητοῦ ἐγγονοῦ του, Ἀνδρονίκου Γ΄.

Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1330, συνεργάτες τοῦ Ἀνδρονίκου Γ’, τὸν ἀνάγκασαν νὰ περιβληθῇ τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ νὰ παραιτηθῇ γραπτῶς ἀπό τὸ θρόνο.


[ shortlink ] : http://wp.me/p12k4g-44P

Σε περίπτωση αναδημοσιεύσεως, να αναφέρεται η πηγή

Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

Ο σεβαστοκράτορας Ισαάκιος Κομνηνός (1093-1152)



Ο πορφυρογέννητος Ισαάκιος Κομνηνός γεννήθηκε το 1093 μ.Χ. Από τον πατέρα του Αλέξιο έλαβε τον τίτλο του “καίσαρα”. Ο Ισαάκιος υπήρξε χωρίς αμφιβολία μια από τις πιό ενδιαφέρουσες και πολύπλευρες προσωπικότητες της οικογενείας των Κομνηνών. Επιδέξιος στρατηγός αλλά και άνθρωπος των γραμμάτων και της τέχνης ασχολήθηκε εντατικά με την ποίηση, τη θεολογία, και τη φιλοσοφία, αλλά και με μακρόπνοα εκκλησιαστικά και κοινωφελή έργα. Έτσι ο Θεόδωρος Πρόδρομος τον αποκαλεί, ανάμεσα σε άλλα, ικανό «...και στρατηγέίν άμα και επιστατείν ποιήμασι και φιλοσοφείν». 

Μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 1118, στη διαμάχη που ξέσπασε ανάμεσα στην πρωτότοκη, γνωστή ιστοριογράφο, Άννα και τον τριτότοκο Ιωάννη, ο Ισαάκιος τάχθηκε με το μέρος του αδελφού του. Γι’ αυτό ο Ιωάννης μετά την αναγόρευση του, τον προήγαγε σε “σεβαστοκράτορα”. Η συνεργασία και η αγάπη των δύο αδελφών δεν κράτησε πολύ. Το 1123 και πριν ακόμα από το θάνατο της μητέρας του Ειρήνης, ο Ισαάκιος, σε ηλικία 30 ετών, άνδρας ψηλός, μεγαλόπρεπος και τολμηρός· καθώς ήταν “ερωτευμένος με τη βασιλεία και τον έτρωγε η επιθυμία να περιβληθεί το στέμμα”, οργάνωσε συνωμοσία ενάντια στον αδελφό του, ο οποίος έλειπε σε εκστρατεία κατά των Τούρκων και απέβλεπε στην κατάληψη του θρόνου. Η συνωμοσία αποκαλύφθηκε, ο Ιωάννης Β' αναβάλλοντας τις επιχειρήσεις επέστρεψε, ενώ ο Ισαάκιος για να μην συλληφθεί, διέφυγε. 

Τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια τα πέρασε πλάνητας στην Ανατολή, ανάμεσα στον εμίρη της Καππαδοκίας, στον δούκα της Τραπεζούντας, στον σουλτάνο του Ικονίου, στον πρίγκιπα της αρμενικής Κιλικίας και στον λατίνο βασιλιά της Ιερουσαλήμ, προσπαθώντας με την βοήθεια όλων αυτών να ανατρέψει τον αδελφό του Ιωάννη και να περιβληθεί ο ίδιος την πορφύρα. Μόνο μετά τις σημαντικές νίκες του Ιωάννη Β' στη Μικρά Ασία το 1138, απογοητευμένος από τις άκαρπες προσπάθειες του, ζήτησε τη συμφιλίωση με τον Ιωάννη και ο ανεξίκακος αδελφός του με μεγάλη ευχαρίστηση και ανοιχτόκαρδα τον δέχτηκε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με το γιο του. Τον επόμενο κιόλας χρόνο μπλέχτηκε πάλι σε μηχανορραφίες για την κατάληψη του θρόνου, με αποτέλεσμα να εξοριστεί το 1140 στην Ηράκλεια του Πόντου. 

Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του αδελφού του αυτοκράτορα Ιωάννη Β' το 1143, τον θρόνο κατέλαβε ο ανεψιός του Μανουήλ Γ', αφήνοντας για μια ακόμα φορά τις φιλοδοξίες και τα όνειρα του Ισαακίου ανεκπλήρωτα. Ο Μανουήλ συγχώρεσε τον θείο του, τον απάλλαξε από την εξορία και τον κράτησε κοντά του με τον ίδιο τίτλο του σεβαστοκράτορα και μάλιστα τον πήρε μαζί του στη πρώτη του εκστρατεία εναντίον των Σελτζούκων. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας η στάση του Ισαακίου στο νέο αυτοκράτορα και ανεψιό του δεν ήταν ολότελα φωτισμένη. Όταν από λάθος διαδόθηκε ότι ο Μανουήλ σκοτώθηκε, ο Ισαάκιος έσπευσε να αυτοανακηρυχθεί αυτοκράτωρ. Μόνο μετά το 1150, ίσως με την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων κάποιας αρρώστιας του, σε ηλικία 50 ετών, κόπασε αυτή η φιλαρχία του. 

Το 1151/2 κατά το παράδειγμα των γονέων του και του αδελφού του, ο Ισαάκιος αποφασίζει να ιδρύσει ένα πρότυπο μοναστήρι. Η υγεία του είναι πιά κλονισμένη, αναλογίζεται τον θάνατο που πλησιάζει, αναπολεί την ζωή του και την πολιτική του δράση συνυφασμένη με συνεχείς συνωμοσίες και παράνομες πράξεις κι αποφασίζει να αναπτύξει τις πνευματικές του δραστηριότητες και να μεριμνήσει για την σωτηρία της ψυχής του. «...αλλ’ ώσπερ διατελέσας τον παρελθόντα του βίου μου δίαυλον οία περ άγονον και αναίσθητον βλάστημα, οψέποτε μόγις της μακράς αμυδρώς και χειρίστης συνήθειας ανένευσα ως εκκάρου βαθέος της αγνωσίας... προς κουφισμον τινά και συγχώρησιν των απείρων απειράκις αμαρτημάτων μου... ιερόν της θεομήτορος εκαίνισα συν Θεώ φροντιστήριον...». 

Πέρα από την καθαρά εκκλησιαστική σημασία της πράξεως αυτής, η ίδρυση της Κοσμοσώτηρας στο συγκεκριμένο τόπο είχε συγχρόνως και πολιτικοοικονομικό και στρατιωτικό χαρακτήρα. Η θέση της Βήρας δίπλα στην Εγνατία οδό και κοντά στην κορυφή του δέλτα του Έβρου διαλέχτηκε ακριβώς για τους λόγους αυτούς. Στην απέναντι κωμόπολη Κύψελα (σημ. Ipsala της Τουρκίας) κατέληγε η Εγνατία που ξεκινούσε από το Δυρράχιο της Ηπείρου και ένωνε την Ανατολή με την Δύση. Στο δέλτα κατέληγε η οδός που έφερνε τα εμπορεύματα από την Κωνσταντινούπολη μέχρι την Αδριανούπολη και από εκεί μέσο της κοίτης του ποταμού κατέληγαν στο Αιγαίο. Έτσι στα βόρεια και δυτικά υψώματα που δεσπόζουν αυτής της περιοχής και της εύφορης νότιας πεδιάδας, έρχεται ο Ισαάκιος και χτίζει μια οχυρωμένη Μονή. Γύρω από την Μονή σχεδιάζει αμέσως και ένα οικισμό, όπου συγκεντρώνονται οι κάτοικοι των γύρω χωριών. Ο σεβαστοκράτορας δαπάνησε για τα κύρια κτίσματά της Μονής σχεδόν ολόκληρη την κινητή και ακίνητη περιουσία του. Ο ίδιος προσωπικά, αν και βαριά άρρωστος, ακουμπισμένος στο ραβδί του, πήγαινε και παρακολουθούσε τις εργασίες της οικοδόμησης με κάθε λεπτομέρεια. 


Τμήμα της μαρμάρινης πλάκας που είχε τεθεί στον τάφο του Ισαακίου και βρίσκεται στο Μουσείο της Αλεξανδρούπολης

ΑΙΣΘΗΣΙΝ ΕΜΠΙΚΡΑΙΝΩ ΝΙΚᾼ ΚΑΡΑΣ ΑΛΛ’ Ω ΒΡΑΒΕΥΤΑ ΤΩΝ ΚΑΛΩΝ ΤΩΝ ΕΝΘΑΔΕ ΚΑΙ ΠΑΛΙΝ ΑΥΤΑ ΛΑΜΒΑΝΩΝ ΕΠΑΝ ΘΕΛΗΣ ΩΣ ΣΤΑΧΥΝ ΩΣ ΜΑΡΓΑΡΟΝ ΩΣΜΕΛΙ ΣΑΙΣ ΑΠΟΘΗΚΑΙΣ ΤΟΥΤΟΝΙ ΘΗΣΑΥΡΙΣΑΙΣ ΩΣ ΕΥΘΑΛΕΣ ΤΙ ΔΕΝΔΡΟΝ ΕΙΣ ΤΡΥΦΗΣ ΠΕΔΟΝ ΚΑΤΑΦΥΤΕΥΣΑΙΣ ΣΟΝ ΛΑΤΡΙΝ ΤΟΝ ΔΕΣΠΟΤΗΝ

Οξύνω την αίσθηση με τη νίκη της λογικής Αλλά συ που επιβραβεύεις με τα εγκόσμια αγαθά και που τα παίρνεις πάλι πίσω όταν εσύ θέλεις είθε να τον αποθησαυρίσεις στις αποθήκες σου αυτόν τον άρχοντα που σε λατρεύει σαν στάχυ, σαν μαργαριτάρι, σαν μέλι, είθε να τον καταφυτεύσεις σαν κάποιο θαλερό δένδρο σε πεδιάδα ευφροσύνης


Πέθανε λίγο μετά το 1152, αφού ολοκλήρωσε και συγγραφή του Τυπικού της Mονής της Βήρας. Στην Κωνσταντινούπολη είχε προετοιμάσει, στο νάρθηκα του ναού της Mονής Χώρας, ένα πολυτελή τύμβο για να δεχτεί το σκήνωμά του, αλλά τελικά άλλαξε γνώμη και προτίμησε να ταφεί στην Κοσμοσώτηρα, στη Βήρα, μακριά από τη Βασιλεύουσα, όπως η περιπετειώδης ζωή του τον κράτησε μακριά της όσο ζούσε. Γι’ αυτό μετέφερε τον τύμβο στη Mονή της Κοσμοσώτηρας στη Βήρα, όπου και πραγματικά τάφηκε στο αριστερό μέρος του νάρθηκά της. Πάνω από τον τάφο του τοποθετήθηκε η εξής επιγραφή, πιθανώς συνταχθείσα από τον ίδιο, που φυλάσσεται σήμερα στο Εκκλησιαστικό Μουσείο Αλεξανδρουπόλεως: 

“Αίσθησιν εμπικραίνων ή και καρδιαν αλλ’ ω βραβευτά των καλών των ενθάδε και πάλιν αυτά λαμβάνων επάν θέλης ως στάχυν, ως μάργαρoν, ως γλυκύ μέλι ταις αποθήκαις τούτον θησαυρίσαις ως ευθαλές τι δένδρον εις τρύφης πεδον καφυτεύσαις σον λάτριν τον δεσπότην”.


Μετάφραση: “Εσύ που πικραίνεις κάθε αίσθηση αλλά και την καρδιά, που βραβεύεις τις καλές πράξεις αυτού του κόσμου, και τις υπολογίζεις όπως θέλεις, σαν στάχυ, σαν μαργαριτάρι, σαν γλυκό μέλι, αποθησαύρισε στη βασιλεία σου, σαν ανθισμένο δένδρο σε ευφρόσυνη κοιλάδα και φύτευσε εκεί αυτόν τον άρχοντα που σε λάτρευσε.” 

Σήμερα ο νάρθηκας του καθολικού με τον τάφο δεν υπάρχουν παρά μόνο η ως άνω πλάκα. 

Τριάντα χρόνια μετά το θάνατο του σεβαστοκράτορα Ισαάκιου Κομνηνού, ο γιος του Ανδρόνικος Κομνηνός έγινε αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη. Αμέσως το 1183 ήρθε στη Θράκη, “τα Κύψελα καταλαμβάνει και τοις εκείσε κυνηγεσίαις ενευφρανθείς, κατά την πατρώαν αφικνείται Mονήν την εν Βήρα διακειμένην και τω του φυσάντος εφίσταται μνήματι”.


Το Τυπικό της Μονής 


Ο σεβαστοκράτορας Ισαάκιος Κομνηνός, όπως έκαναν η μητέρα του Ειρήνη Δούκαινα και ο αδελφός του Ιωάννης, συντάσσει κι αυτός Τυπικό της μονής που έκτισε στη Βήρα, κανονίζοντας με κάθε δυνατή λεπτομέρεια όλη την εσωτερική ζωή και δραστηριότητα των μοναχών της.

Το κείμενο του Τυπικού, το οποίο σε γενικές γραμμές ακολουθεί το Τυπικό της Μονής της Ευεργέτιδος στην Κωνσταντινούπολη, μας αποκαλύπτει μια ποιητική διάσταση της προσωπικότητος του Ισαακίου και συγχρόνως φιλοσοφική. Πίσω από τον πολιτικό, διπλωμάτη και στρατηγό, κρύβεται ένας καλλιτέχνης που η αισθητική του έκφραση αναζητά διαρκώς την αρμονία σε πρόσωπα και πράγματα, χωρίς να λησμονεί την πραγματικότητα της ζωής. "Ικανός και στρατηγείν άμα και επιστατείν ποιήμασι και φιλοσοφείν". Ο Ισαάκιος στο Τυπικό του ανακήρυσσε την Μονή "ολότελα ελεύθερη, αυτοδέσποτη, ιδιοδέσποτη", χωρίς να υπάγεται σε καμία εξουσία, είτε βασιλική είτε πατριαρχική, αλλά και χωρίς να ορίζει κανένα Έφορό της απ’ τη γενιά του και τους κληρονόμους του. Το μοναστήρι έγινε κοινόβιο και έπρεπε οι μοναχοί να τρώνε σε τράπεζα όλοι μαζί το ίδιο φαγητό, να πίνουν το ίδιο κρασί, να φορούν τα ίδια ρούχα και παπούτσια, χωρίς εξαίρεση ούτε για τον ηγούμενο, μόνο για τους αρρώστους μοναχούς μπορούσε να κανονιστεί μια ιδιαίτερη δίαιτα. 

Ο αριθμός των μοναχών οριζόταν σε πενήντα για την υμνωδία και εικοσιτέσσερεις ακόμα, για τα διάφορα διακονήματα της Μονής, συνολικά σε 74. Δεν τον ενδιαφέρει τόσο ο αριθμός των μοναχών, όσο η θεάρεστη πολιτεία των ολίγων. Αυστηρός και έμπειρος ο σεβαστοκράτορας, όριζε πως οι μοναχοί δεν έπρεπε να είναι ευνούχοι, αλλά άνδρες όχι κάτω των 30 χρόνων. Μια εξαίρεση μπορούσε να γίνει για τους συγγενείς των ήδη μοναχών, που επέτρεπε να είναι κάτω των 30 αλλά άνω των 26 χρόνων. Νέοι κάτω των 24 ετών δεν έπρεπε να αναστρέφονται στο μοναστήρι έστω κιΑΝήταν συγγενείς του ηγούμενου ή των μοναχών. Σε κάθε κελλί θα έμεναν δύο μοναχοί, για ορισμένους όμως μπορούσε να διατάξει ο ηγούμενος να μείνουν ένας - ένας. 

Ενώ ο Ισαάκιος όριζε να γίνεται κάθε μέρα άφθονη διανομή αγαθών στον πυλώνα της Μονής, απαγόρευσε να γίνεται αυτό και στις γυναίκες. "Όχι, γράφει, γιατί μισούμε το γυναικείο φύλο, κάθε άλλο, αλλά γιατί θέλουμε να απομακρύνουμε τη διαφαινόμενη βλάβη των μοναχών απ’ την προσέλευση των γυναικών". Διανομή αγαθών και στις γυναίκες επιτρεπόταν μόνο κατά την πανήγυρη του Μοναστηριού στην επέτειο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και κατά την επέτειο του μνημοσύνου του, καθώς όριζε ο Ισαάκιος. Επίσης απαγόρευσε να μπαίνουν στο μοναστήρι γυναίκες εκτός από τις ημέρες των γιορτών της Κοιμήσεως, του Ευαγγελισμού και της Γεννήσεως της Θεοτόκου, οπότε μπορούσαν να πάνε να προσκυνήσουν στο ναό. 

Ο ηγούμενος της μονής έπρεπε να εκλέγεται από όλη την αδελφότητα, να χειροτονείται από τον μητροπολίτη Τραϊανουπόλεως και να παύεται απ’ αυτόν όταν υπήρχαν καταγγελίες των μοναχών για συγκεκριμένα λάθη του. Θα ήταν συγχρόνως και ο πνευματικός της Μονής αλλά θα όριζε επίσης κι άλλους μοναχούς "επιτηδείους στο να δέχονται λογισμούς". Γενικά ο ηγούμενος ήταν πανίσχυρος μέσα στο μοναστήρι καθώς μάλιστα δεν υπήρχε και Έφορος της Μονής. Είχε δικαίωμα να έχει πλοιάρια στη Μαρίτζα, ικανά για αλιεία αλλά και χρήσιμα για να μεταφέρονται οι μοναχοί στην Αίνο. 

Για το νοσοκομείο στον περίβολο της Μονής, δυναμικότητος 36 κλινών, όριζε στο Τυπικό του ο Ισαάκιος να υπάρχει ένας γιατρός που μένει μέσα στη Μονή και ένας κληρικός που να λειτουργεί στο ιδιαίτερο ναΐδιο του χώρου για τους ασθενείς. Συγκινητική είναι η προτροπή του ιδρυτή, να προσέχουν οι αρμόδιοιώστε να μη μένει "ούτε μια ώρα άδειο ένα κρεβάτι που κάποιος δυστυχισμένος με αγωνία ζητούσε να καταλάβει". 

Ο σεβαστοκράτορας προικοδότησε το μοναστήρι της Βήρας με τα απέραντα κτήματα από γονική κληροδοσία που είχε στην Αίνο και όρισε και κείνα, από όσα είχε παραχωρήσει στους αυλικούς του, να περιέρχονται μετά το θάνατό τους στην αγαπημένη του Κοσμοσώτειρα. Επίσης παραχώρησε στο μοναστήρι ως μετόχι, το ναό του Αγ. Στεφάνου του Αυρηλιανού με τα κτίσματά του, που βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία του σεβαστοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Τρεις μοναχοί της Κοσμοσώτειρας έπρεπε να μένουν στον Αγ. Στέφανο για τη θρησκευτική υπηρεσία του ναού αλλά και για να φιλοξενούν τους αδελφούς τους της Βήρας, όταν θα έρχονται για υποθέσεις της Μονής στην Βασιλεύουσα. Ακόμη, με ιδιαίτερο χρυσόβουλο κληροδοτεί στη Μονή της Βήρας και ιδιόκτητα πλοία, που μπορούσαν να προσορμίζονται στο λιμάνι της Μονής Βήρας, ίσως σε κάποιο από τα ανοίγματα του Έβρου με το δέλτα προς το θρακικό πέλαγος. 

O σεβαστοκράτορας ως κτήτορας, έχει την απαίτηση και ζητάει από τους μοναχούς να τον μνημονεύουν κάθε μέρα στις προσευχές τους για να συγχωρέσει ο Θεός τις πολλές αμαρτίες του. “Ω Θεού μήτερ και δέσποινα, ρύσαις τον προσελθόντα σοι δούλον σου και κτήτορα Ισαάκιον τη προς τον σον υιόν μεσιτεία σου της μελλούσης κολάσεως, εγκολπωσαμένη τούτον ταις αχράντοις ωλέναις σου”. Όπως και με αυστηρότητα αξίωνε από τους μοναχούς και τους κατά καιρόν ηγουμένους να μη τολμήσουν ποτέ να απεικονίσουν την μορφή του, είτε μέσα στο μοναστήρι είτε έξω, προσθέτοντας πως θα τον έχουν αντίδικο στη μέλλουσα κρίση,ΑΝ κάνουν κάτι τέτοιο.





Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

tekfur saray byzantine palace of the porphyrogenitus

The now ruined three-story Byzantine Palace of Tekfur Saray is situated in the walls of the city and was an annex to the great Palace of Blachernai, a complex of buildings which stood further down the hill towards the Golden Horn. The palace was situated at the very highest point within the city walls and was visable overa wide area.

The Turkish name, Tekfur Saray, means "Palace of the Sovereign" from the Persian word meaning "Wearer of the Crown".  It is the only well preserved example of Byzantine domestic architecture at Constantinople.  The top story was a vast throne room.  The facade was decorated with heraldic symbols of the Palaiologan Imperial dynasty and it was originally called the House of the Porphyrogennetos - which means "born in the Purple Chamber".  It was built for Constantine, third son of Michael VIII and dates between 1261 and 1291.
Constantine Palaiologos and his wife EireneThis is Constantine with his wife Eirene Raoulaina.  Constantine was born in 1261 and died in 1306. This image was painted when he was in his thirties.  He is wearing a tall red-silk hat - heavily embroidered with an enthroned image of his brother Andronicus, who was Emperor at the time, a caftan in heavy woven silk with tight sleeves, a red gold belt and an jeweled purse.  Constantine wears his hair in long lanky, loose curls, crops his finely combed beard and it's obvious he has big ears.  Small black shoes emerge from under his robe.

His wife is wearing a jeweled peaked crown from which are suspended ropes of pearls, gold and gemstones and large jeweled earrings.   She wears a heavy red silk and gold robe.  The top part descends to the knees with a fringe.  Underneath is a matching dress in the same silk.  The dress, which is lined in cream silk, has a high color and jeweled cuffs above the elbows, which are in heavy silk embroidery. Eirene's hair was been pulled back and falls in a long plait behind. Constantine and Eirene raise their hands in worship of Christ - who blesses them both.
This is everyday garb for them and this is how they would have dressed from day-to-day when they lived in the palace. At this time the silk could have been of Byzantine or Italian manufacture.
Their oblong palace was built between two wallswhich descend from the Porta Xylokerkou for a short distance, towards the Golden Horn.  Its long sides, facing respectively north and South, are teransverse to the walls, while its short western and eastern sides rest, at the level of the second story, upon the summit of the walls. Its roof and upper floors have vanished.  The whole surface of the building was decorated with beautiful patterns in brick and stone mosaic.  The many windows of the palace are framed in marble and their were graceful balconies on the east and south, which looked out over the superb views the lofty position of the palace commanded.
Constantinople map  from 1420There are two drawings of the palace. The first one by Cristoforo Buondelmonti is from around 1420.  It shows the palace turned around and facing southwest.  This was an artistic convention to make the building fit the map he had drawn.  It is labeled "Palace of the Emperor".  in this late period, during the last years of the Empire, the palace may have been the principal residence of the Emperor in this section of the city.
During the horrible civil wars of Andronicus III, and later John Catacuzene, the palace was occupied by both men at different times.
The palace was connected by a passage to the big Blachernai complex lower on the hill. It survives today because of its placement between two walls which insolated it from the terrible earthquakes which brought down so many other Byzantine palaces in the city.
This map was drawn by Melchior Lorck in 1559. he must have made detailed drawings of some of the most important buildings and a general view of the whole city panorama.  He then made a detailed city view.  He made mistakes in the final work.  Here we can see our palace.  He has turned the western facade, which faced out from the walls, around so that it faces the city. In the center of facade we can see the 'chapel' which projected out over corbels. It resembles the palace, but only in general terms.  One can see how it dominated this section of the city.
Lorck drawing of Tekfur Saray ConstantinopleBelow is a map of the palace, and surrounding structures. Click here to see a bigger image.
Plan of the Palace Tekfur Saray
Below are two pictures from the first years of the 20th Century showing the condition of the palace at that time.  Click here to see a bigger image of the first one.
Interior of Tekfur SarayBelow is a reconstruction from Byzantium 1200 of how the palace might have looked in Byzantine Times.
Reconstruction of Tekfur Saray from Byzantium 1200During Ottoman times, the palace was used as used a menagerie by the Sultans. They had several around the city and one in Tukfur Saray housed two huge elephants, giraffes and other 'docile' creatures.  One can see how the courtyard and ground floor could easily accomodate cages for animals as big as elephants and giraffes.
Here are two accounts from people who saw the Sultan's menagerie in the 16th century:
A man named Belon wrote, "There one saw the ruins of a very ancient palace, which the vulgates called the palace of Constantine.  The Turks used it to feed their elephants and other docile beasts."

Monsieur d'Aramon. Ambassador of the French King, reported, "There was also a certain place where one saw a monstrous number of savage beasts which were well guarded and among theme were lions, lionesses, tamed wolves, wild wolves, wild cats, leopards, lynx, wild donkeys, and ostriches in quantity.  In another place, one saw a certain beast which the residents called a sea pig and others called sea cow… In the same place they had two elephants, marvelously large."
A kiln was found at the site which was associated with a ceramic workshop that was established in the former palace in 1719.  Later it became a glass factory.  There were a large number of Jews living in this neighborhood at the time which was called Ayvansaray, and there were 7 synagoges here in 1900. They manufactured beautiful "Iznik" tiles in Tekfur Saray from the local white clay that had been used for hundreds of years to make pottery in and around Constantinople.  In the 19th century Tekfur Saray was a community center for the Jews of this district and the poor of the comminity were housed here. After a second life as a bottle factory the palace was abandoned and finally burned in 1911.
It is hard to know exactly when the palace lost its peaked roof and wooden floors.  From maps of the 18th century we can still see a roof, so when the place was 'ruined' - and what ruined meant at various stages - we don't know exactly.  It's hard to image the firing of kilns within the old palace, although they could have been in the courtyard.  I am trying to discover exactly where they were found.
Turkish drawing of Tekfur SarayHere in the two images at right you can see two Turkish maps from the 18th century that show Tekfur Saray in some detail.
Sorry for the terrible quality, it was really hard for me to pull this detail out of two low quality images.
In both cases you can see a balcony overlooking the city on the left and the peaked roof in place. The eves of the roof project out over the facade and gables.  This conflicts with modern restorations of the palace.  In the restoration above you can see a stepped gable with a shallow roof within.  This must be wrong.
Looking again at these two maps, one of them actually has a view through the lower arches - you can actually see a bit inside.
The maps differ in that one shows the courtyard as straight, while the other is angled.
Turkish Map of Tekfur SarayThe second, angled one is true to plan, as we can see from Mamboury's drawing earlier in this article.  The balcony over looking the city must have had wonderful views.
At the northwestern end of the court stood another part of the palace complex with huge windows piercing its western facade.  The monogram of the Palaiologian dynasty was found here, but has vanished.
Visitors to the palace in Ottoman times reported seeing the double-headed eagle of the Palaiologi on a lintel and capitals carved with French lilies.  This has been lost as well.
One scholar insists that these reports were inventions and that these decorations never existed.  He contends that Tekfur Saray was built during the reign of Manuel Comnenus and Palaiologian symbols would never have been found in the fabric of the building.
My sources for this page were Byzantine Constantinople, the Walls of the city and Adjoining Historical Sites by Alexander Van Milligen, 1899,  the Oxford Dictionary of Byzantium, Volume 3, 1991 and and The Palace of Lausus and Nearby Monuments in Constantinople: A Topographical Study from the American Journal of Archaeology, volume 101, 1997, by Jonathan Bardill.

source http://www.pallasweb.com/deesis/tekfur-saray-blanchernai-byzantium.html