Τον κατέγραψε η Ιστορία σαν βασιλιά- πολεμιστή. Ανδρώθηκε μαχόμενος. Δοξάστηκε αγωνιζόμενος. Δοκίμασε την ήττα στο πεδίο της μάχης και τελικά πέθανε όπως έζησε, πολεμώντας στην πρώτη γραμμή! Πρόκειται για τον Κάρολο τον ΧΙΙ, βασιλιά της Σουηδίας, που η σκληρή μοίρα του στέρησε τη ζωή στα 36 του χρόνια. Είναι ο βασιλιάς, που από τις κρύες και χιονισμένες πεδιάδες της Σκανδιναβίας, βρέθηκε να είναι περιορισμένος στο Διδυμότειχο, επί 11 μήνες, από τους Οθωμανούς.
Ο Κάρολος XII, ήταν ο μοναδικός επιζών γιος του βασιλιά Κάρολου ΧΙ και της βασίλισσας Ούλρικα Ελεονόρα (Δανικής καταγωγής). Γεννήθηκε στις 27 Ιουνίου 1682.
Όταν πέθανε ο πατέρας του το 1697 από καρκίνο του στομάχου, ο Κάρολος είχε ηλικία μόλις 14 ετών. Λόγω του νεαρού της ηλικίας του δεν χρίστηκε αμέσως βασιλιάς, αλλά σχηματίσθηκε προσωρινό συμβούλιο επιτροπείας, για να κυβερνηθεί η Σουηδία. Ένα χρόνο αργότερα όταν ο Κάρολος έγινε 15 ετών ανακηρύχθηκε βασιλιάς, ως Κάρολος ΧΙΙ, σε μια εποχή μάλιστα, που η Σουηδία χαρακτηρίζονταν το πιο ισχυρό βασίλειο της Ευρώπης. Περιλάμβανε εκτός της Σουηδίας, τη Φινλανδία, τα Βαλτικά κράτη, ένα μέρος της Ρωσίας τη γνωστή Καρελία, ένα μέρος της Νορβηγίας και την περιοχή Κούρλαντ της Βόρειας Γερμανίας.
Τολμηρός από παιδί, και πιστεύοντας στη σημειολογία των κινήσεων και των ενεργειών του, στην τελετή της ενθρόνισής του, πήρε μόνος το στέμμα και το έβαλε στην κεφαλή του, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να δείξει, ότι είναι απόλυτος μονάρχης και μοναδικός κυρίαρχος.
Ο Κάρολος πολύ γρήγορα έδειξε ότι είναι ικανός να κυβερνήσει τη χώρα του. Ουσιαστικά συνέχισε τις προσπάθειες του πατέρα του να αποκτήσει ισχύ η μοναρχία. Σαν γιος πολεμιστή βασιλιά, εκπαιδεύτηκε να είναι καλός ιππέας και να γνωρίζει τακτική και στρατηγική. Στα σχολεία που φοιτούσε τον χαρακτήριζαν στρατηγική ιδιοφυΐα. Αργότερα, ένα από τα στρατηγήματά του, ήταν να χρησιμοποιεί μικρές ευκίνητες μονάδες για να πλήττουν αιφνιδιαστικά τον εχθρό και να προωθεί αμέσως μετά την κύρια δύναμή του για να διαλύει τον αιφνιδιασμένο αντίπαλο.
Το Ιππικό του, όπως και το Πεζικό του ήταν ιδιαίτερα πειθαρχημένα σύνολα. Στις επιθέσεις οι ιππείς, μπορούσαν να ακουμπούν ο ένας το γόνατο του άλλου και να επελαύνουν σαν ένα σώμα, ώστε να μην αφήνουν ενδιάμεσα κενά μέσα από τα οποία ο εχθρός θα μπορούσε να διασπάσει το μέτωπό τους.
Οι πεζοί στρατιώτες του ήταν ειδικά εκπαιδευμένοι στη χρήση της σπάθης, που μπορούσαν να την χρησιμοποιούν με την ίδια ευκολία είτε για σφαγιασμό είτε για απόκρουση των αντιπάλων τους. Οι ξιφολόγχες, ήταν ένα σχετικά νέο όπλο στην εποχή του.
Η φιλοσοφία του πολεμοχαρή βασιλιά, ήταν να βρίσκεται μεταξύ των στρατιωτών του πάντα, ενώ η εμμονή του να βρίσκεται μεταξύ των μονάδων του στην πρώτη γραμμή του μετώπου, ανέβασε σημαντικά το κύρος του. Ταυτόχρονα του έδινε τη δυνατότητα να έχει άμεση πληροφόρηση για την εξέλιξη κάθε μάχης, γεγονός που τον βοηθούσε να παίρνει γρήγορες και σωστές αποφάσεις. Πολλοί τον παραλληλίζουν με τον Μεγάλο Ναπολέοντα, που και αυτός αργότερα επιχείρησε εκστρατεία εναντίον της Ρωσίας.
Αξιοσημείωτο είναι και το σύστημα διατήρησης της στρατιωτικής του δύναμης. Υποχρέωσε όλες τις επαρχίες του βασιλείου του, περιλαμβανομένης και της Φινλανδίας να συνεισφέρουν με ένα ή περισσότερα συντάγματα, που το κάθε ένα από αυτό έφερε και το όνομα της επαρχίας προέλευσης. Επίσης, υποχρέωσε ανά δέκα γεωργούς να τρέφουν και να πληρώνουν ένα στρατιώτη και να τον εξοπλίζουν και να ενισχύουν την οικογένειά του για να μεγαλώσουν τα παιδιά του. Όταν οι στρατιώτες δεν πολεμούσαν, δούλευαν στα χωράφια των «χορηγών» τους και πληρώνονταν συνήθως σε είδος (δημητριακά, κρέας ή άλλα προϊόντα). Οι αξιωματικοί έπαιρναν γη από το βασιλιά έναντι της αμοιβής τους. Ανάλογα συστήματα στρατολόγησης εφαρμόζονταν και στις παράκτιες περιοχές για να ενισχύεται το Ναυτικό του Κάρολου.
Το εκπληκτικό είναι, ότι αυτή η μέθοδος για διατήρηση και ανάπτυξη στρατεύματος, ήταν σε ισχύ στη Σουηδία έως το 1901 και το επάγγελμα του στρατιώτη ήταν κληρονομητέο από πατέρα σε γιο.
Tα ερείπια "της φυλακής του Kαρόλου" στο Διδυμότειχο - Λιθογραφία 1829
C. Sayger και A. Desarnod
Οι γάλλοι στρατιωτικοί C. Sayger και A. Desarnod, όντας στην υπηρεσία του ρωσικού στρατού, επισκέφτηκαν τη Θράκη κατά τη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου των ετών 1828-9.
O βασιλιάς της Σουηδίας Kάρολος 12ος παρέμεινε εξόριστος στο Διδυμότειχο το 1713. H λαϊκή φαντασία έπλασε πολλές ιστορίες για την τύχη και την παραμονή του Kαρόλου στις φυλακές του Kάστρου. Σήμερα ονομάζουν "φυλακή του Kαρόλου" ένα μεγάλο υπόσκαφο πίσω από την εκκλησία του αγίου Aθανασίου.
Ο χώρος, που σήμερα-κατά την προφορική παράδοση των κατοίκων- φέρεται σαν «φυλακή του Καρόλου» στο Διδυμότειχο, είναι μια ιδιότυπη ανήλιαγη και κάθυγρη σπηλιά, σκαμμένη από ανθρώπινο χέρι στον πορώδη βράχο, προς την κορυφή του Κάστρου από την νοτιοδυτική πλευρά. Οι διαστάσεις του είναι περίπου 2Χ2 μέτρα και το ύψος του 1,5 μ.
Στη μνήμη των γερόντων, ο σκοτεινός αυτός χώρος, ήταν γνωστός επί Τουρκοκρατίας με την ονομασία «Ζιντάν» που σήμαινε, φοβερή κατασκότεινη φυλακή, ένα αληθινό κάτεργο. Η λέξη αυτή χρησιμοποιήθηκε για την τεχνητή αυτή σπηλιά, σε αντιδιαστολή με την τουρκική λέξη «χαπισχανέ» που σημαίνει την κανονική φυλακή με κελιά κρατουμένων και εσωτερικές αυλές.
Έχει σχήμα περίπου ορθογώνιο και στο κέντρο της διατηρείται ένα κομμάτι ατόφιου απελέκητου βράχου, που λειτουργεί σαν δοκός στήριξης της οροφής, Το πέτρινο δάπεδο είναι γεμάτο με μεγάλα λαξευτά κοιλώματα, ημισφαιρικού ή κωνικού σχήματος. Στους τοίχους διασώζονται επίσης κάποιες λαξευτές κόγχες, που προφανώς χρησιμοποιούνταν σαν πρόχειρα ράφια και σαν βάση για τοποθέτηση κεριών ή λυχνοστατών. Το μόνο ισχνό φως που μπαίνει μέσα, είναι από την μικρή είσοδο.
Η διάταξη αυτών των τεχνητών κοιλωμάτων υποδεικνύει ότι χρησίμευαν για τον τοποθέτηση μεγάλων πιθαριών, στα οποία αποθηκεύονταν είτε σιτηρά είτε κρασί είτε και νερό ειδικά για τις περιστάσεις πολιορκιών, αν και το Κάστρο του Διδυμοτείχου είχε ειδικές δυνατότητες ύδρευσης από τον παρακείμενο Ερυθροπόταμο. Δεδομένου ότι εν επαφή σχεδόν με την «φυλακή Καρόλου» υπήρχε μοναστικό συγκρότημα ελάχιστα τμήματα της τοιχοποιίας του οποίου διασώζονται και σήμερα, μπορούμε άνετα να εικάσουμε ότι ο υπόγειος αυτός χώρος δεν ήταν παρά μια καλά οργανωμένη μοναστηριακή αποθήκη. Και φυσικά το πιθανότερο όλων ήταν, να είχαν διατεθεί στον Κάρολο και τη συνοδεία του χώροι και κελιά του μοναστηριού αυτού. Άλλωστε η διαμονή του στο Διδυμότειχο, ισοδυναμούσε με μια οιονεί «εικονική» κατ’ οίκον κράτηση.
Κατά τον Βολταίρο ο Κάρολος μετά την «αιχμαλωσία» του στο Μπεντέρ μεταφέρθηκε στο χωριό Ντεμιρτάς της Αδριανούπολης και από εκεί με απόφαση του σουλτάνου και του Μουφτή, αποφασίσθηκε να οδηγηθεί στο Διδυμότειχο ή σε ένα νησί του Αιγαίου. Ο ίδιος προτίμησε το Διδυμότειχο, γιατί επικοινωνούσε άνετα με την Κωνσταντινούπολη αλλά και με τη Σουηδία. Απέφυγε να συγχρωτίζεται με τους παράγοντες της τοπικής οθωμανικής εξουσίας, και παραμένοντας στο χώρο που του είχε διατεθεί, είχε μια μόνο σκέψη. Πώς να στρέψει την Τουρκία εναντίον της Ρωσίας. Επίσης μελετούσε πολύ τον Ρακίνα και τον ποιητή Ντεσπερέ. Αγαπημένη τραγωδία ήταν ο «Μιθριδάτης» ενώ παράλληλα έδειχνε ενδιαφέρον για τη ζωή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Στο Διδυμότειχο τον βρήκαν τα γράμματα της αδελφής του, που τον προειδοποιούσε ότι τα γειτονικά κράτη, λόγω της απουσίας του αρπάζουν εδάφη του βασιλείου του. Έτσι άρχισε να ωριμάζει και η απόφαση για την επιστροφή του, αφού δεν τον βοηθούσε ο σουλτάνος να επιτεθεί στη Ρωσία.
Μητροπολίτης Διδυμοτείχου την εποχή εκείνη (1708-1714) ήταν ο Ιωακείμ.
Ο Κάρολος μεγαλομανής όπως ήταν θέλησε να εντυπωσιάσει τους Οθωμανούς κατά την αποχώρησή του. Έτσι έστειλε ένα επιτελή του, που τον έχρισε πρεσβευτή, στην Κωνσταντινούπολη για να αποχαιρετίσει επίσημα την Υψηλή Πύλη. Τον πλαισίωσε μάλιστα με 80 κατοίκους του Διδυμοτείχου, που τους έντυσε φανταχτερά, σαν πάμπλουτους αυλικούς.
Η ουσία είναι, ότι ο Κάρολος συνέδεσε τη ζωή του με το Διδυμότειχο, όπου παρά την προφορική παράδοση, δεν ήταν φυλακισμένος με την συνήθη έννοια του όρου, αλλά προφανώς περιορισμένος, μέχρι να… τον ξεφορτωθούν οι Τούρκοι για να μην τους δημιουργεί προβλήματα.
http://sitalkisking.blogspot.com/2009/11/blog-post_23.htmlΣτη μνήμη των γερόντων, ο σκοτεινός αυτός χώρος, ήταν γνωστός επί Τουρκοκρατίας με την ονομασία «Ζιντάν» που σήμαινε, φοβερή κατασκότεινη φυλακή, ένα αληθινό κάτεργο. Η λέξη αυτή χρησιμοποιήθηκε για την τεχνητή αυτή σπηλιά, σε αντιδιαστολή με την τουρκική λέξη «χαπισχανέ» που σημαίνει την κανονική φυλακή με κελιά κρατουμένων και εσωτερικές αυλές.
Έχει σχήμα περίπου ορθογώνιο και στο κέντρο της διατηρείται ένα κομμάτι ατόφιου απελέκητου βράχου, που λειτουργεί σαν δοκός στήριξης της οροφής, Το πέτρινο δάπεδο είναι γεμάτο με μεγάλα λαξευτά κοιλώματα, ημισφαιρικού ή κωνικού σχήματος. Στους τοίχους διασώζονται επίσης κάποιες λαξευτές κόγχες, που προφανώς χρησιμοποιούνταν σαν πρόχειρα ράφια και σαν βάση για τοποθέτηση κεριών ή λυχνοστατών. Το μόνο ισχνό φως που μπαίνει μέσα, είναι από την μικρή είσοδο.
Η διάταξη αυτών των τεχνητών κοιλωμάτων υποδεικνύει ότι χρησίμευαν για τον τοποθέτηση μεγάλων πιθαριών, στα οποία αποθηκεύονταν είτε σιτηρά είτε κρασί είτε και νερό ειδικά για τις περιστάσεις πολιορκιών, αν και το Κάστρο του Διδυμοτείχου είχε ειδικές δυνατότητες ύδρευσης από τον παρακείμενο Ερυθροπόταμο. Δεδομένου ότι εν επαφή σχεδόν με την «φυλακή Καρόλου» υπήρχε μοναστικό συγκρότημα ελάχιστα τμήματα της τοιχοποιίας του οποίου διασώζονται και σήμερα, μπορούμε άνετα να εικάσουμε ότι ο υπόγειος αυτός χώρος δεν ήταν παρά μια καλά οργανωμένη μοναστηριακή αποθήκη. Και φυσικά το πιθανότερο όλων ήταν, να είχαν διατεθεί στον Κάρολο και τη συνοδεία του χώροι και κελιά του μοναστηριού αυτού. Άλλωστε η διαμονή του στο Διδυμότειχο, ισοδυναμούσε με μια οιονεί «εικονική» κατ’ οίκον κράτηση.
Κατά τον Βολταίρο ο Κάρολος μετά την «αιχμαλωσία» του στο Μπεντέρ μεταφέρθηκε στο χωριό Ντεμιρτάς της Αδριανούπολης και από εκεί με απόφαση του σουλτάνου και του Μουφτή, αποφασίσθηκε να οδηγηθεί στο Διδυμότειχο ή σε ένα νησί του Αιγαίου. Ο ίδιος προτίμησε το Διδυμότειχο, γιατί επικοινωνούσε άνετα με την Κωνσταντινούπολη αλλά και με τη Σουηδία. Απέφυγε να συγχρωτίζεται με τους παράγοντες της τοπικής οθωμανικής εξουσίας, και παραμένοντας στο χώρο που του είχε διατεθεί, είχε μια μόνο σκέψη. Πώς να στρέψει την Τουρκία εναντίον της Ρωσίας. Επίσης μελετούσε πολύ τον Ρακίνα και τον ποιητή Ντεσπερέ. Αγαπημένη τραγωδία ήταν ο «Μιθριδάτης» ενώ παράλληλα έδειχνε ενδιαφέρον για τη ζωή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Στο Διδυμότειχο τον βρήκαν τα γράμματα της αδελφής του, που τον προειδοποιούσε ότι τα γειτονικά κράτη, λόγω της απουσίας του αρπάζουν εδάφη του βασιλείου του. Έτσι άρχισε να ωριμάζει και η απόφαση για την επιστροφή του, αφού δεν τον βοηθούσε ο σουλτάνος να επιτεθεί στη Ρωσία.
Μητροπολίτης Διδυμοτείχου την εποχή εκείνη (1708-1714) ήταν ο Ιωακείμ.
Ο Κάρολος μεγαλομανής όπως ήταν θέλησε να εντυπωσιάσει τους Οθωμανούς κατά την αποχώρησή του. Έτσι έστειλε ένα επιτελή του, που τον έχρισε πρεσβευτή, στην Κωνσταντινούπολη για να αποχαιρετίσει επίσημα την Υψηλή Πύλη. Τον πλαισίωσε μάλιστα με 80 κατοίκους του Διδυμοτείχου, που τους έντυσε φανταχτερά, σαν πάμπλουτους αυλικούς.
Η ουσία είναι, ότι ο Κάρολος συνέδεσε τη ζωή του με το Διδυμότειχο, όπου παρά την προφορική παράδοση, δεν ήταν φυλακισμένος με την συνήθη έννοια του όρου, αλλά προφανώς περιορισμένος, μέχρι να… τον ξεφορτωθούν οι Τούρκοι για να μην τους δημιουργεί προβλήματα.