Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010
Γκάιντα
H Γκάιντα είναι ένα είδος άσκαυλου, δηλαδή είδος μουσικού πνευστού μουσικού οργάνου, αποτελούμενο από ασκό και από ξύλινο μέρος. Η γκάιντα αποτελεί παραδοσιακό μουσικό όργανο σε όλη την Ευρώπη, Βόρεια Αφρική και Μέση Ανατολή. Η γκάιντα αποτελείται από τον ασκό, το επιστόμιο και το τμήμα παραγωγής ήχου. Το τελευταίο απαρτίζεται από δύο ξεχωριστούς αυλούς. Ο ένας, κοντός με τρύπες, παράγει τη μελωδία και ο άλλος, μακρύς χωρίς οπές, παράγει ένα φθόγγο που κρατάει το ίσο.
Ασκός
Ο ασκός παρέχει τον αυλό με αέρα. Πρόκειται για ένα αεροστεγή σάκο από δέρμα προβάτου ή κατσίκας. Όταν ο ασκός έχει συμπιεστεί με το χέρι του παίκτη, αναγκάζεται τον αέρα να περάσει μέσα από τον αυλό για να δημιουργήσει ήχο. Διαφορετικές περιοχές έχουν διαφορετικούς τρόπους επεξεργασίας του δέρματος. Ο απλούστερος τρόπος περιλαμβάνει μόνο τη χρήση αλατιού, ενώ πιο περίπλοκες επεξεργασίες χρησιμοποιούν γάλα, αλεύρι για την αφαίρεση της γούνας. Οι τρύπες της γκάιντας είναι οι φυσιολογικες τρύπες απο τα πόδια του προβάτου.
Στις περιοχές της Μακεδονίας, η απόκρυψη της γούνας γίνεται έτσι ώστε η γούνα είναι στο εσωτερικό του σάκου, καθώς με αυτόν τον τρόπο αποθηκεύεται και υγρασία. Αυτό βοηθά ώστε το δέρμα να μένει μαλακό.
Το Eπιστόμιο
Το επιστόμιο (φυσούνα, φερέκι, στόμιο) είναι ένας ξύλινος κωνικός σωλήνας, απ΄ όπου ο γκάιτατζης φυσάει και γεμίζει τον ασκό με αέρα, ο οποίος συγκροτείται από μια πέτσινη βαλβίδα. Τα υλικά κατασκευής του επιστόμιου και των αυλών είναι από ξύλο δαμασκηνιάς , ακρανιάς, ή αμυγδαλιάς.
Ασκός
Ο ασκός παρέχει τον αυλό με αέρα. Πρόκειται για ένα αεροστεγή σάκο από δέρμα προβάτου ή κατσίκας. Όταν ο ασκός έχει συμπιεστεί με το χέρι του παίκτη, αναγκάζεται τον αέρα να περάσει μέσα από τον αυλό για να δημιουργήσει ήχο. Διαφορετικές περιοχές έχουν διαφορετικούς τρόπους επεξεργασίας του δέρματος. Ο απλούστερος τρόπος περιλαμβάνει μόνο τη χρήση αλατιού, ενώ πιο περίπλοκες επεξεργασίες χρησιμοποιούν γάλα, αλεύρι για την αφαίρεση της γούνας. Οι τρύπες της γκάιντας είναι οι φυσιολογικες τρύπες απο τα πόδια του προβάτου.
Στις περιοχές της Μακεδονίας, η απόκρυψη της γούνας γίνεται έτσι ώστε η γούνα είναι στο εσωτερικό του σάκου, καθώς με αυτόν τον τρόπο αποθηκεύεται και υγρασία. Αυτό βοηθά ώστε το δέρμα να μένει μαλακό.
Το Eπιστόμιο
Το επιστόμιο (φυσούνα, φερέκι, στόμιο) είναι ένας ξύλινος κωνικός σωλήνας, απ΄ όπου ο γκάιτατζης φυσάει και γεμίζει τον ασκό με αέρα, ο οποίος συγκροτείται από μια πέτσινη βαλβίδα. Τα υλικά κατασκευής του επιστόμιου και των αυλών είναι από ξύλο δαμασκηνιάς , ακρανιάς, ή αμυγδαλιάς.
Tο τμήμα παραγωγής ήχου
Ο αυλός για τη μελωδία έχει συνήθως επτά οπές μπροστά και μια πίσω. Είναι κυλινδρικός, και έχει μήκος γύρω στα 25-30 εκ, μοιάζει με φλογέρα. Στο σημείο που ενώνεται με τον ασκό προσαρμόζεται το λεγόμενο καλάμι (ή Τσαμπούνα, ζαμπούνα, κουμούσι, γκαϊτοκάλαμο). Το δεύτερο τμήμα παραγωγής ήχου, είναι ένας μακρύς σωλήνας χωρίς τρύπες (μπουρί, τζαμάρα, μπουρού), και παράγει ένα μονότονο ήχο. Το μέγεθος του μπουριού ποικίλει. Πάντα όμως είναι αρκετά μεγαλύτερο από το αυτό του κυρίως αυλού. Ο τρίτος αυλός (μπάσο) δεν διαθέτει τρύπες.Σύλλογος Γκαϊτατζήδων Έβρου
Κατά την διάρκεια της ημερίδας για την θρακιώτικη γκάιντα (στις 12/12/2009) ιδρύθηκε ο σύλλογος γκαϊτατζήδων Έβρου με σκοπό την ανάδειξη της θρακιώτικης μουσικής. Ο μουσικολόγος Χάρης Σαρρής εκπόνησε το 1995 σε συνεργασία με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών διδακτορική διατριβή πάνω στην γκάιντα. Το 1995 ο νεότερος σε ηλικία γκαϊτατζής ήταν γεννημένος το 1939. Το 2007 ο Δήμος Διδυμότειχου ξεκίνησε σεμινάρια για την εκμάθηση γκάιντας και έκτοτε ο νεότερος γκαϊτατζής είναι μόλις 5 χρονών.Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010
Ο εορτασμός Πρωτοχρονιάς στη Θράκη
Η πρωτοχρονιά στη Θράκη ξεποτυλίγεται μέσα στο Δωδεκαήμερο όπως σόλη την Ελλάδα. Είναι η πιο χαρούμενη ήμερα του έτους, γιατί μικροί μεγάλοι ανταλλάσσουν δώρα, ανταλλάσσουν φιλιά, ανταλλάσσουν ευχές, και τρων και πίνουν όπου κι αν κάνουν επίσκεψη. Τα τραγούδια είναι στημένα ολημερίς κι ολονυχτίς.
Τη χαρά όμως που απολαμβάνουν οι μικροί, τα παιδιά, είναι ασύγκριτη. Σαυτά στρέφεται η χαρά των γονέων κη φροντίδα. Σ’ αυτά οι ανάδοχοι — οι νουνοί φροντίζουν να δώσουν τα δώρα τους, τα“βαφτιστικά” είναι ίσα με τα δικά τους παιδιά και τα θεωρούν οι ανάδοχοι σαν δικά τους και δεν τα ξεχωρίζουν. Γι’ αυτό υπάρχει κη συνήθεια να ετοιμάσουν οι γονείς Πρωτοχρονιάτικη πήττα. Τούτη την πήττα, τα παιδιά θα τη μεταφέρουν με χαρά και πομπή στο σπίτι του νουνού ως πρωτοχρονιάτικο δώρο. Φτάνοντας προσφέρουν, την πήττα που μπορεί νάναι και μπακλαβάς και με μια σβούρα, που κρατούν στο χέρι — ένα κλαδί από βάγια —σουρβίζουν τους νουνούς απαγγέλοντας ρυθμικά:
Σούρβα, σούρβα γερό κορμί
γερό σταυρί και του χρόνου γούλ’ γέροι και καλόκαρδοι
Αλλού το συμπληρώνουν καλύτερα:
Σούρβα, σούρβα γερό κορμί γερό κορμί, γερό σταυρί
σαν ασήμι σαν κρανιά και του χρόν’ γούλ’ γεροί, και καλόκαρδοι
Στο άνοιγμα της πόρτας ψάλλουν τον Άγι Βασίλη:
Άγιο Βασίλης έρχεται Γεννάρης ξημερώνει
— Άγιο Βασίλη, πόρκεσαι και πούθε να πηγαίνης;
— Απ’ τη μάννα μ’ έρχομαι και στο σκολειό πηγαίνω.
Έτσι οι νουνοί αφού φιλοδωρήσουν τους βαπτιστικούς των, αφού τους φορτώσουν με πολλούς ξηρούς καρπούς, τους αποστέλλουν με δώρα για τους σπιτικούς. Αυτή η επίσκεψις είναι η πρώτη, που γίνεται μετά την εκκλησία. Και είναι σαν μια ιεροτελεστία με το τυπικό της απαράβατο. Αλλά και τα παιδιά όλα του λαού, όπως και τα Χριστούγεννα, γίνονται ομάδες στο πέσιμο του ήλιου και ξεκινούν στις συνοικίες να τραγουδήσουν τα πρωτοχρονιάτικα κάλανδα.
Μας ήρτε η Πρωτοχρονιά σας εύχομαι χρόνια πολλά
σας εύχομαι ευτυχία και του χρόνου με υγεία
Φίλοι μ’ αν έχετε παιδιά κι αν λείπουνε στην ξενητειά
εύχομαι να τα ιδήτε ως καθώς επιθυμήτε.
Ευτυχές το νέον έτος να το έχετε και φέτος
τι τα ζητούνε τα πολλά που καταντούνε βαρεττά;
Τα ολίγ’ αυτά αρκούνε κι αλλού τα καρτερούνε Κατευθυμώ να σας ειπώ πούρθαμε σταφεντικό δια να σας καλαντίσω
και να σας ευχαριστήσω. Στου παπού την πόρτα
κάθεται μια κόττα δος μου το μπαξίσι μου να πάγω σάλλη πόρτα.
Οταν τελείωση το τραγούδι οι σπιτικοί προσφέρουν τα παιδιά δώρα που τα λένε σουρβακίδια. Τα παιδιά εύχονται κι αποχωρούν να παν σάλλη πόρτα.
Σάλλα μέρη της Θράκης τραγουδούν τα κάλανδα όχι μόνο από βραδύς, αλλά και το πρωί μετά την εκκλησία. Πηγαίνοντας στα σπίτια τραγουδούν τον Αγιβασίλη, παίρνουν δώρα φρούτα, χρήματα κλπ. Τα δώρα αυτά τα μαζεύουν όλα σ’ ένα μέρος, και τα μοιράζονται κατόπιν. Όταν έλθουν τα Θεοφάνεια —τα Φώτα— ομάδες παιδιών με σταυρό μέσα σένα δίσκο ανάμεσα σε λουλούδια γύριζουν στα σπίτια του χωριού και ψάλλουν έξω από τα κάγκελα της αυλής το απολυτίκιο “Εν Ιορδάνη”.
Τότε βγαίνουν οι ένοικοι του σπιτιού και μευλάβεια χαιρετούν το σταυρό και προσφέρουν ό,τι έχουν. Τότε τα δώρα που μαζεύονται όλο το δωδεκαήμερο τα συγκεντρώνουν σένα σπίτι και διασκεδάζουν το βράδυ των Θεοφανείων. Το γλέντι αυτό είναι εξαιρετικά έυθιμο. Την άλλη μέρα αρχίζει ή δουλειά κι ανοίγουν τα σχολεία και η μελέτη. Τα γλέντια παύουν.
Στην Κομοτινή τα Χριστούγεννα δεν λένε κάλανδα, αλλά την Πρωτοχρονιά από βραδύς γυρνούν με ταναμμένα φανάρια στολισμένα με κορδέλλες χάρτινες και ποικιλόχρωμες, με βαπόρια και τραγουδούν τα κάλανδα από ένα τυπωμένο βιβλίο. Τα παιδιά κρατούν σφυριά ξύλινα, βαμμένα με λιγιώ - λογιώ χρώματα και μαυτά χτυπούν τις πόρτες και μαζεύουν στραγάλια, σύκα, ξυλοκέρατα, πορτοκάλια, καρύδια. ‘Όχι όμως και χρήματα. Η ποίηση των ημερών αυτών στη Θράκη είναι χωρίς σχήματα, είναι αληθινή, γεμάτη έξαρση κι αρμονία. Η λαϊκή μούσα τραγουδεί τον αγιβασίλη με χαρτί και καλαμάρι και τον καλεί να καθήση και να τραγουδήση με το λαό μαζί.
.. Εδώ παραθέτουμε από πολλά που έχουμε το τραγούδι του νοικοκύρη:
— Αφέντη μ’ αφεντίτσι μου, χίλιες φορές αφέντη
Αφέντη μου στη τάβλα σου χρυσή καντήλα καίει
Αν βάλης λάδι και κηρί φέγγει τουν κόσμουν όλουν
φέγγει και τις αρχόντισσες που κλώθουν το χρυσάφι
που δερμονίζουν τα φλουριά και κοσκινίζουν τάστρα.
Κι από τα κοσκινίσματα κερνά τα παλληκάρια.
Στο τραγούδισμα των καλάνδων πολλές φορές μεσολαβούν και διωξίματα. Δεν ανοίγουν οι πόρτες παρ’ όλα τα χτυπήματα, αλλά και τα παιδιά ξαίρουν να εκδικούνται με ωραία σκωπτικά στιχουργήματα.
Ένα τέτοιο σκωπτικό λέγονταν στο Ορτάκιοϊ της Θράκης:
— Εσένα πρέπει αφέντη μου σακκί και δεκανίκι
να σε τραβούνε τα σκυλιά και πέντε δέκα λύκοι.
Γενικά τα Θρακικά κάλαντα είναι τα καλύτερα ανάμεσα στα Πανελλήνια.
Με την ποιητική τους ομορφιά αποτελούν άξια στολίδια της νεοελληνικής λαϊκής μούσας σόλο το Πανελλήνιο. Η περισυλλογή τους και η δημοσίευσης είναι έργο της Εταιρείας Θρακικών Μελετών στην δεκαετία του 50, που σας εκπέμπει αυτές τις μουσικές εκπομπές.
Τη χαρά όμως που απολαμβάνουν οι μικροί, τα παιδιά, είναι ασύγκριτη. Σαυτά στρέφεται η χαρά των γονέων κη φροντίδα. Σ’ αυτά οι ανάδοχοι — οι νουνοί φροντίζουν να δώσουν τα δώρα τους, τα“βαφτιστικά” είναι ίσα με τα δικά τους παιδιά και τα θεωρούν οι ανάδοχοι σαν δικά τους και δεν τα ξεχωρίζουν. Γι’ αυτό υπάρχει κη συνήθεια να ετοιμάσουν οι γονείς Πρωτοχρονιάτικη πήττα. Τούτη την πήττα, τα παιδιά θα τη μεταφέρουν με χαρά και πομπή στο σπίτι του νουνού ως πρωτοχρονιάτικο δώρο. Φτάνοντας προσφέρουν, την πήττα που μπορεί νάναι και μπακλαβάς και με μια σβούρα, που κρατούν στο χέρι — ένα κλαδί από βάγια —σουρβίζουν τους νουνούς απαγγέλοντας ρυθμικά:
Σούρβα, σούρβα γερό κορμί
γερό σταυρί και του χρόνου γούλ’ γέροι και καλόκαρδοι
Αλλού το συμπληρώνουν καλύτερα:
Σούρβα, σούρβα γερό κορμί γερό κορμί, γερό σταυρί
σαν ασήμι σαν κρανιά και του χρόν’ γούλ’ γεροί, και καλόκαρδοι
Στο άνοιγμα της πόρτας ψάλλουν τον Άγι Βασίλη:
Άγιο Βασίλης έρχεται Γεννάρης ξημερώνει
— Άγιο Βασίλη, πόρκεσαι και πούθε να πηγαίνης;
— Απ’ τη μάννα μ’ έρχομαι και στο σκολειό πηγαίνω.
Έτσι οι νουνοί αφού φιλοδωρήσουν τους βαπτιστικούς των, αφού τους φορτώσουν με πολλούς ξηρούς καρπούς, τους αποστέλλουν με δώρα για τους σπιτικούς. Αυτή η επίσκεψις είναι η πρώτη, που γίνεται μετά την εκκλησία. Και είναι σαν μια ιεροτελεστία με το τυπικό της απαράβατο. Αλλά και τα παιδιά όλα του λαού, όπως και τα Χριστούγεννα, γίνονται ομάδες στο πέσιμο του ήλιου και ξεκινούν στις συνοικίες να τραγουδήσουν τα πρωτοχρονιάτικα κάλανδα.
Μας ήρτε η Πρωτοχρονιά σας εύχομαι χρόνια πολλά
σας εύχομαι ευτυχία και του χρόνου με υγεία
Φίλοι μ’ αν έχετε παιδιά κι αν λείπουνε στην ξενητειά
εύχομαι να τα ιδήτε ως καθώς επιθυμήτε.
Ευτυχές το νέον έτος να το έχετε και φέτος
τι τα ζητούνε τα πολλά που καταντούνε βαρεττά;
Τα ολίγ’ αυτά αρκούνε κι αλλού τα καρτερούνε Κατευθυμώ να σας ειπώ πούρθαμε σταφεντικό δια να σας καλαντίσω
και να σας ευχαριστήσω. Στου παπού την πόρτα
κάθεται μια κόττα δος μου το μπαξίσι μου να πάγω σάλλη πόρτα.
Οταν τελείωση το τραγούδι οι σπιτικοί προσφέρουν τα παιδιά δώρα που τα λένε σουρβακίδια. Τα παιδιά εύχονται κι αποχωρούν να παν σάλλη πόρτα.
Σάλλα μέρη της Θράκης τραγουδούν τα κάλανδα όχι μόνο από βραδύς, αλλά και το πρωί μετά την εκκλησία. Πηγαίνοντας στα σπίτια τραγουδούν τον Αγιβασίλη, παίρνουν δώρα φρούτα, χρήματα κλπ. Τα δώρα αυτά τα μαζεύουν όλα σ’ ένα μέρος, και τα μοιράζονται κατόπιν. Όταν έλθουν τα Θεοφάνεια —τα Φώτα— ομάδες παιδιών με σταυρό μέσα σένα δίσκο ανάμεσα σε λουλούδια γύριζουν στα σπίτια του χωριού και ψάλλουν έξω από τα κάγκελα της αυλής το απολυτίκιο “Εν Ιορδάνη”.
Τότε βγαίνουν οι ένοικοι του σπιτιού και μευλάβεια χαιρετούν το σταυρό και προσφέρουν ό,τι έχουν. Τότε τα δώρα που μαζεύονται όλο το δωδεκαήμερο τα συγκεντρώνουν σένα σπίτι και διασκεδάζουν το βράδυ των Θεοφανείων. Το γλέντι αυτό είναι εξαιρετικά έυθιμο. Την άλλη μέρα αρχίζει ή δουλειά κι ανοίγουν τα σχολεία και η μελέτη. Τα γλέντια παύουν.
Στην Κομοτινή τα Χριστούγεννα δεν λένε κάλανδα, αλλά την Πρωτοχρονιά από βραδύς γυρνούν με ταναμμένα φανάρια στολισμένα με κορδέλλες χάρτινες και ποικιλόχρωμες, με βαπόρια και τραγουδούν τα κάλανδα από ένα τυπωμένο βιβλίο. Τα παιδιά κρατούν σφυριά ξύλινα, βαμμένα με λιγιώ - λογιώ χρώματα και μαυτά χτυπούν τις πόρτες και μαζεύουν στραγάλια, σύκα, ξυλοκέρατα, πορτοκάλια, καρύδια. ‘Όχι όμως και χρήματα. Η ποίηση των ημερών αυτών στη Θράκη είναι χωρίς σχήματα, είναι αληθινή, γεμάτη έξαρση κι αρμονία. Η λαϊκή μούσα τραγουδεί τον αγιβασίλη με χαρτί και καλαμάρι και τον καλεί να καθήση και να τραγουδήση με το λαό μαζί.
.. Εδώ παραθέτουμε από πολλά που έχουμε το τραγούδι του νοικοκύρη:
— Αφέντη μ’ αφεντίτσι μου, χίλιες φορές αφέντη
Αφέντη μου στη τάβλα σου χρυσή καντήλα καίει
Αν βάλης λάδι και κηρί φέγγει τουν κόσμουν όλουν
φέγγει και τις αρχόντισσες που κλώθουν το χρυσάφι
που δερμονίζουν τα φλουριά και κοσκινίζουν τάστρα.
Κι από τα κοσκινίσματα κερνά τα παλληκάρια.
Στο τραγούδισμα των καλάνδων πολλές φορές μεσολαβούν και διωξίματα. Δεν ανοίγουν οι πόρτες παρ’ όλα τα χτυπήματα, αλλά και τα παιδιά ξαίρουν να εκδικούνται με ωραία σκωπτικά στιχουργήματα.
Ένα τέτοιο σκωπτικό λέγονταν στο Ορτάκιοϊ της Θράκης:
— Εσένα πρέπει αφέντη μου σακκί και δεκανίκι
να σε τραβούνε τα σκυλιά και πέντε δέκα λύκοι.
Γενικά τα Θρακικά κάλαντα είναι τα καλύτερα ανάμεσα στα Πανελλήνια.
Με την ποιητική τους ομορφιά αποτελούν άξια στολίδια της νεοελληνικής λαϊκής μούσας σόλο το Πανελλήνιο. Η περισυλλογή τους και η δημοσίευσης είναι έργο της Εταιρείας Θρακικών Μελετών στην δεκαετία του 50, που σας εκπέμπει αυτές τις μουσικές εκπομπές.
Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010
Χριστουγεννιάτικα χοιροσφάγια. Παράδοση αιώνων!
Διαβάστε στο άρθρο
- Χριστουγεννιάτικα χοιροσφάγια. Παράδοση αιώνων!
- Mια πανάρχαια ιεροτελεστία
- Η εθιμοτυπία της τελετής
Τα χοιροσφάγια ήταν ένα ιδιαίτερο έθιμο των Χριστουγέννων σε πολλές περιοχές και νησιά της Ελλάδας. Το πανάρχαιο λατρευτικό έθιμο της ζωοθυσίας ως μέσο εξασφάλισης αγαθών, αλλά και της ίδιας της ζωής, γνώρισε μεγάλες δόξες και ακόμη και σήμερα τελείται σε πολλά μέρη της Μακεδονίας και της Θράκης, καθώς και σε αρκετά νησιά του Αιγαίου. Στην αρχαιότητα τα χοιροσφάγια είχαν αποκλειστικά θυσιαστικό χαρακτήρα και μέχρι πριν από αρκετές δεκαετίες απηχούσαν αρχαίες εξιλαστήριες και καθαρτήριες θυσίες, που συνοδεύονταν από δεισιδαιμονικές πράξεις, όπως τα μαντέματα.
Στην αρχαία Ρώμη, από τις 17 έως τις 23 Δεκεμβρίου γιορτάζονταν τα Σατουρνάλια, προς τιμήν του θεού Κρόνου. Κοινή αγροτική γιορτή μέχρι το 217 π.Χ., τα Σατουρνάλια έγιναν μια από τις σπουδαιότερες γιορτές των Ρωμαίων, που στην επταήμερη διάρκειά τους τελούνταν θυσίες, γίνονταν συμπόσια και παραμεριζόταν κάθε κοινωνική διάκριση, ανάμεσα στους ελεύθερους πολίτες και τους δούλους.
Στις 25 Δεκεμβρίου ακολουθούσε ο εορτασμός του χειμερινού ηλιοστασίου, τα Βρουμάλια ή αλλιώς Μπρουμάλια. Γενέθλια ημέρα του Μίθρα, του αήττητου Ήλιου, η γιορτή αυτή συνδυαζόταν με τα ρωμαϊκά Σατουρνάλια και πιθανότατα με τα ελληνικά Κρόνια με σημαντικές επιδράσεις από τις γιορτές της Δήμητρας και του Διονύσου.
Οι αρχαίοι Ρωμαίοι στην εορτή των Βρουμαλίων θυσίαζαν χοίρους στον Κρόνο και τη Δήμητρα. Ο χοίρος ήταν πιθανότατα μία ενσάρκωση του βλαστικού και γονιμικού δαίμονα, είτε, επειδή με την αδηφαγία του κατέστρεφε τη βλάστηση είτε και εξαιτίας της πολυτοκίας του.
Η αρχαία συνήθεια του ελληνορωμαϊκού κόσμου για τη σφαγή του χοίρου στο τέλος του χρόνου ή σε άλλες σημαντικές για την καλή χρονιά περιστάσεις επέζησε μέσα στους αιώνες. Βέβαια, ενώ στην αρχή επρόκειτο για ένα έθιμο που αποσκοπούσε στην εξασφάλιση της καλής σοδειάς, στην πορεία απετέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι επιβίωσης και συνήθως μοναδική πηγή κρέατος και λίπους των αγροτικών οικογενειών για όλη τη χρονιά.
Σε παλιότερες εποχές το κρέας ήταν είδος πολυτελείας για τους χωρικούς, που το έτρωγαν μόνο τα Χριστούγεννα, τις Απόκριες και το Πάσχα. Επειδή, όμως, οι οικογένειες τότε ήταν πολυπληθείς φρόντιζαν για την εξασφάλιση και της ανάλογης ποσότητας κρέατος. Γι’ αυτό κάθε αγροτική οικογένεια (εκτός από τις πολύ φτωχές) διατηρούσε έναν ή περισσότερους χοίρους, που τους αποκαλούσαν χοιράδια και χοιροσφάια και τους συντηρούσαν τις περισσότερες φορές με τυρόγαλο και με τα αποφάγια του σπιτιού επιδιώκοντας να γίνουν όσο το δυνατόν πιο παχιοί.
Πριν το 1940, οι περισσότερες οικογένειες προσπαθούσαν πολύ για να έχουν το μεγαλύτερο γουρούνι του χωριού, δίνοντάς του να φάει αλεσμένο καλαμπόκι, πίτουρο, βελανίδια, χαρούπια, ζεστό νερό και αλάτι. Όταν μάλιστα η οικογένεια είχε πολλά μέλη, το γουρούνι έπρεπε να παχύνει πολύ, ώστε το λίπος του να είναι αρκετό για όλους.
Στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας τα Χριστούγεννα, όποιος έσφαζε το πιο παχύ γουρούνι θεωρούνταν ο καλύτερος νοικοκύρης του χωριού. Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, ενώ επακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα, για να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα. Τρεις - τέσσερις συγγενικές οικογένειες καθόριζαν με τη σειρά, ποια ημέρα θα έσφαζε η κάθε μια το γουρούνι της. Επειδή η όλη διαδικασία είχε ως επακόλουθο το γλέντι και τη χαρά, η ημέρα αυτή καθιερώθηκε και ως "γουρουνοχαρά” ή “γρουνουχαρά". Όταν μάλιστα προσκαλούσαν κάποιον την ημέρα αυτή, δεν έλεγαν “έλα να σφάξουμε το γουρούνι”, αλλά “έλα, έχουμε γουρουνοχαρά”.
Συγγενείς, φίλοι και γείτονες μαζεύονταν όχι μόνο για να γλεντήσουν με τους λαχταριστούς μεζέδες, να δοκιμάσουν το καινούριο κρασί ή τη ρακή, αλλά κυρίως για να βοηθήσουν στη σφαγή και τις εργασίες της συντήρησης του κρέατος, στην παρασκευή των λουκάνικων, των σύγλινων, της λόζας, της γλίνας, κ.ά.
Τα χοιροσφάγια δε συνέπιπταν τις ίδιες ημερομηνίες σε όλη την Ελλάδα. Σε άλλες περιοχές τα έσφαζαν 5 - 6 ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα και σε άλλες άρχιζαν από την ημέρα των Χριστουγέννων και μετά. Τα περισσότερα γουρούνια σφάζονταν στις 27 Δεκεμβρίου, την ημέρα μνήμης του Αγίου Στεφάνου. Γι’ αυτό και η γιορτή αυτή ονομαζόταν "γρουνοστέφανος” ή “γουρουνοστέφανος". Υπήρχαν όμως και μικρές περιοχές που τα έσφαζαν ένα μήνα ή και περισσότερο μετά τα Χριστούγεννα.
Η γουρουνοχαρά ή αλλιώς χοιροσφάγια ήταν ένα μακραίωνο έθιμο που άντεξε μέχρι το 1940 στις αγροτικές περιοχές. Συνεχίστηκε βέβαια και αργότερα, μέχρι το 1955, αλλά η Κατοχή και ο εμφύλιος πόλεμος ανέτρεψαν αυτή την παραδοσιακή συνήθεια που κράτησε πολλούς αιώνες. Σήμερα τα χοιροσφάγια δεν είναι παρά μια ακόμα ευκαιρία για μια οικογενειακή γιορτή, όπου σμίγουν φίλοι και γνωστοί, γλεντούν με παραδοσιακή μουσική, ετοιμάζουν τοπικούς μεζέδες, αλλά και τα αλλαντικά της χρονιάς. Οι άντρες, όπως και στο παρελθόν, αναλαμβάνουν το δύσκολο έργο της σφαγής, του καθαρισμού και του τεμαχισμού του ζώου και οι γυναίκες παρασκευάζουν τα λουκάνικα, τα σύγλινα, τα απάκια, τις λούζες, κ.ά. Άλλοι παστώνουν το λαρδί και άλλοι ψήνουν μεζέδες, ενώ στο τέλος κάθονται όλοι στο τραπέζι και αρχίζουν τα πειράγματα και τα τραγούδια μέχρι αργά το βράδυ.
Τα χοιροσφάγια ή αλλιώς οι νεοελληνικές αιματηρές θυσίες, όπως ονομάζει ο Γεώργιος Αικατερινίδης αυτές τις εκδηλώσεις λαϊκής λατρείας, διακρίνονταν σε δημόσιες και ιδιωτικές και γίνονταν συνήθως με τη συμμετοχή του ιερέα του χωριού.
Η ιεροτελεστία της σφαγής του χοίρου και η ιδιαίτερη εθιμοτυπία που ακολουθείται σε όλη τη διαδικασία ήταν πανάρχαια και πολύ διαδεδομένη. Το αρχαίο, όμως, αυτό έθιμο είχε επηρεαστεί σημαντικά και από τις χριστιανικές και ιουδαϊκές συνήθειες, πράγμα που δικαιολογούσε και την παρουσία του ιερέα.
Πέρα βέβαια από τις διάφορες θρησκευτικές και εθνολογικές ερμηνείες, το έθιμο δείχνει τη σημασία που είχε ο χοίρος για την αγροτική οικογένεια και την οικονομία. Άλλωστε, η εξίσωση οικονομίας και λατρείας ήταν πολύ φυσική στις παραδοσιακές κοινωνίες, που ήταν αυτάρκεις στις υλικές τους ανάγκες και συντηρητικές στα ήθη τους.
Το σφάξιμο του χοίρου γινόταν με ειδικό μαυρομάνικο μαχαίρι και συνήθως το έκανε ο αρχηγός της οικογένειας. Με το πέρασμα των χρόνων, όμως, το σφάξιμο γινόταν από τον πιο επιδέξιο του χωριού, γιατί το ζώο δεν έπρεπε να ταλαιπωρηθεί, άρα αυτός που θα έκανε τη δύσκολη δουλειά έπρεπε να είναι γνώστης και αυστηρά επιλεγμένος. Αυτός που θα “θυσίαζε” το χοίρο, χάρασσε το σημείο του σταυρού στο λαιμό του ζώου, ενώ κάποιος από τους παριστάμενους ή ο ιερέας έλεγε το “Πιστεύω” ή το “Πάτερ ημών”. Στη συνέχεια, από το αίμα του ζώου έκαναν ένα σταυρό στο μέτωπο των μικρών παιδιών και των ζώων, για να τα προφυλάξουν από το κακό μάτι. Σε πολλά μέρη της Ελλάδας κάρφωναν το ρύγχος του χοίρου στον τοίχο ή στην πόρτα του σπιτιού, για να διώχνει τους πονηρούς καλικάντζαρους. Από τη σπλήνα και το συκώτι του χοίρου οι γεροντότεροι μάντευαν το μέλλον της οικογένειας, ενώ αμέσως μετά τη σφαγή θυμιάτιζαν το ζώο με λιβάνι.
Όλα αυτά δείχνουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της σφαγής του χοίρου, κατά την οποία θεωρείται ότι απελευθερώνονται δυνάμεις που ο θύτης προσπαθεί να κατευθύνει προς ευνοϊκό αποτέλεσμα, δυνάμεις που πρέπει να καθαρθούν πριν βγουν από την πληγή του ζώου και λειτουργήσουν ελεύθερες.
Η χρήση συγκεκριμένου μαχαιριού αποκλειστικά γι’ αυτή τη σφαγή, η φωτιά με τα κάρβουνα στο φτυάρι, το λιβάνι που ξορκίζει τα δαιμόνια, ακόμη και το ράντισμα του ζώου με χαμομήλι έχουν όλα καθαρτήριες ιδιότητες. Το ίδιο είχαν και οι συνήθειες με το αλάτισμα των κλειδώσεων του ζώου, αλλά και η τοποθέτηση στο στόμα του σφαγμένου χοίρου του ποδιού του, με τη ρήση “Να φας τα πόδια σου”. Τέλος, η κατανάλωση των εντοσθίων από όλους τους παριστάμενους με χορό και τραγούδι θυμίζει την κοινωνία των συμμετεχόντων στις ευεργετικές επιρροές της θυσίας.
Παράλληλα με τις λαογραφικές και λατρευτικές εξηγήσεις, ο λαός έδωσε στα χοιροσφάγια και τις δικές του αιτιολογήσεις. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Αικατερινίδη, στη Θεσσαλία “τα Χριστούγεννα σφάζανε τα γουρούνια, γιατί τα Χριστούγεννα πήγαινε η Παναγία με τον Ιωσήφ και το Χριστό στην Αίγυπτο, για να μην τον σφάξει ο Ηρώδης. Μπροστά πήγαινε η Παναγία και ο Ιωσήφ και πίσω τα γουρούνια χαλούσαν τα χνάρια...” Στην ίδια περιοχή, η παράδοση ανέφερε πως όταν ο Ηρώδης έσφαξε τα παιδιά στη Βηθλεέμ, τα γουρούνια μούγκριζαν σαν παιδιά που τα σφάζουν, και κάποιοι από τους δήμιους δεν πλησίασαν, με αποτέλεσμα να σωθούν κάποια παιδιά. Γι΄ αυτό, λέει ο λαός, έσφαζαν γουρούνια τα Χριστούγεννα...
Όπως είδαμε παραπάνω, υπήρχε συγκεκριμένο τελετουργικό στη σφαγή του χοίρου. Ήταν απαραίτητο να υπάρχει φωτιά, ζεστό νερό, κάρβουνο και λιβάνι, καθώς την ώρα που γινόταν η σφαγή, η νοικοκυρά έπρεπε να τα ρίξει πάνω στη σφαγή.
Κατά τη διάρκεια της σφαγής η νοικοκυρά περίμενε με το βραστό νερό για το κεφάλι του χοίρου (γουρνοκέφαλο), ενώ τα μικρά παιδιά στέκονταν για να δουν γεμάτα περιέργεια. Μόλις έκοβαν το κεφάλι, μια από τις παριστάμενες γυναίκες με ένα μικρό φτυάρι γεμάτο κάρβουνα και θυμίαμα πήγαινε στους σφάχτες και αυτοί σε σχήμα σταυρού έριχναν τα κάρβουνα στο κομμένο κεφάλι. Ένας από τους άντρες βουτώντας τα δάχτυλα μέσα στο αίμα, άλειφε μ' αυτό το μέτωπο των μικρών παιδιών.
Στη συνέχεια ξύριζαν το ζώο και το έβαζαν ανάσκελα πάνω σε σανίδια. Εκεί άρχιζαν το γδάρσιμο, πρώτα από την περιοχή της κοιλιάς. Το λίπος στο μέρος εκείνο, το λεγόμενο "μπασιορτή", το κρατούσαν για τα λουκάνικα που θα έφτιαχναν μετά. Στη Τζιά το λίπος της κοιλιάς το έλεγαν “βασιλικό” και το θεωρούσαν το καλύτερο. Επειδή ήταν απαλό σαν μετάξι και σχεδόν άγευστο, ήταν ό,τι πρέπει για πίτες, ψωμί, αλλά και κουραμπιέδες. Οι γυναίκες έκοβαν το βασιλικό λίπος σε μικρά κομμάτια, τα έβαζαν σ’ ένα παλιό, καπνισμένο, χάλκινο τσουκάλι μόνο με νερό και το έβραζαν στα ξύλα στη άκρη της αυλής.
Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας κρεμούσαν το σφαγμένο ζώο πάνω σ’ ένα τσιγκέλι με το κεφάλι προς τα κάτω για να αδειάσει το αίμα και μετά το τεμάχιζαν. Σε πολλά νησιά του Αιγαίου σε κάθε σπίτι στο στεγάδι (σκεπαστή βεράντα που έπαιζε και ρόλο κουζίνας) υπήρχε ένας γάντζος γερά στερεωμένος, για να κρεμιέται από ’κει το σφαγμένο γουρούνι, σε χώρο καλά προστατευμένο από τον αέρα και τη βροχή.
Αφού ξεκοίλιαζαν το κρεμασμένο ανάποδα γουρούνι, άρχιζαν να το “ξελουρώνουν”, δηλαδή να το γδέρνουν αφαιρώντας το δέρμα, όχι ολόκληρο, αλλά αφού πρώτα το χώριζαν σε λωρίδες που τις τραβούσαν από πάνω προς τα κάτω.
Μετά το γδάρσιμο αφαιρούσαν τα εντόσθια. Ο πιο έμπειρος άνδρας κοιτούσε τη σπλήνα και έκανε τα μαντέματα για τον καιρό και την οικογένεια. Αν η σπλήνα ήταν διογκωμένη, ο χειμώνας θα παρατεινόταν μέχρι τον Μάρτιο. Στην αντίθετη περίπτωση ο χειμώνας θα ήταν κανονικός.
Στη συνέχεια, όλοι μαζί, ξεχώριζαν το λίπος από το κρέας και τα έκοβαν σε μικρά τεμάχια. Το λίπος αυτό, αφού το έλιωναν πρώτα, το έβαζαν σε μεγάλα δοχεία και το πάγωναν, για να διατηρηθεί σχεδόν όλο το χρόνο. Όλη μέρα άλλος έβγαζε κρέας για τηγανιά (φαγητό φτιαγμένο στο τηγάνι από ψαχνό κρέας, συκώτι, σπλήνα, καρδιά), άλλος έκοβε κρέας και λίπος για τα λουκάνικα και άλλος ταχτοποιούσε το δέρμα, ώστε να στεγνώσει και να φτιάξουν τα περίφημα γουρουνοτσάρουχα. Οι άντρες έσφαζαν, έγδερναν και έκοβαν το κρέας, ενώ οι γυναίκες έβραζαν τη γλίνα (το λίπος του χοίρου), βοηθούσαν στο γέμισμα των λουκάνικων, έτριβαν τα αρωματικά, έραβαν τη λόζα (τη μοναδική αυτή κυκλαδική λιχουδιά) και βέβαια ετοίμαζαν και σερβίριζαν στους καλεσμένους διάφορες χοιρινές νοστιμιές.
Όταν τελείωνε ο τεμαχισμός του γουρουνιού γινόταν μια ολιγόωρη παύση. Οι σφάχτες σκούπιζαν τα μαχαίρια, έπλεναν τα χέρια τους με ζεστό νερό και απολάμβαναν τη νόστιμη τηγανιά, που σερβίρονταν με κόκκινο κρασί, σβώλους τυριού και ψωμί. Το φαγοπότι, που κρατούσε κάμποση ώρα, συνοδεύονταν και από τραγούδια.
Το κρέας το αλάτιζαν και το έβαζαν σε πιθάρια, για να το έχουν σαν ένα από τα κύρια φαγητά τις παγωμένες νύχτες του χειμώνα. Παλιότερα, πριν από το 1920, το κρέας αυτό το τοποθετούσαν στο ίδιο το δέρμα του γουρουνιού. Το λίπος το έκοβαν μικρά κομματάκια και το έλιωναν μέσα σε καζάνι, που έβραζε κάτω από μεγάλη φωτιά. Για να λιώσει το λίπος οι νοικοκυρές δυσκολεύονταν πραγματικά για 2 - 3 ημέρες, ανάλογα με την ποσότητά του. Η φωτιά έπρεπε να καίει με ένταση, χωρίς να ελαττώνεται καθόλου, ώστε το λιώσιμο να γίνεται κανονικά για κάθε καζάνι. Αφού άδειαζε το ρευστό λίπος στο δοχείο, έμεναν τα υπολείμματα, μικρά τεμάχια που όχι μόνο δεν τα πετούσαν, αλλά αποτελούσαν τους καλύτερους μεζέδες για όλους. Αυτά τα ροδοκοκκινισμένα κομματάκια, ιδιαίτερα ελκυστικά και γευστικά για πολλούς, ήταν οι τσιγαρίδες ή τσιγαρίθρες. Το χοιρινό κρέας γινόταν μαγειρευτό, αλλά ο καλύτερος μεζές του ήταν ο σουφλιμάς στη θράκα με μπόλικη ρίγανη και η τηγανιά, μικρά κομμάτια χοιρινού στο τηγάνι με πιπέρι και ρίγανη.
Τα πνευμόνια και τη σπλήνα και άλλα εντόσθια μαζί με πράσο, ρύζι και μυρωδικά οι νοικοκυρές στη Φθιώτιδα τα χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν "μπουμπάρια". Όλη αυτή τη μάζα την περνούσαν μέσα σε ένα έντερο και στη συνέχεια τα έβραζαν για αρκετή ώρα. Μετά τα έβαζαν στο φούρνο για να ροδοκοκκινίσουν και πρόσφεραν έναν νόστιμο μεζέ τις επόμενες μέρες.
Οι άνδρες έκαναν και το γέμισμα των λουκάνικων, για το οποία έδειχναν ιδιαίτερη επιμέλεια. Το κρέας το έκοβαν μικρά κομματάκια και το έπαιρναν κυρίως από τα πλευρά και το φιλέτο. Αυτό το κομμένο κρέας το έριχναν και έβραζε σε μικρό καζανάκι μαζί με διάφορα μπαχαρικά, τα οποία έκαναν τα λουκάνικα να ευωδιάζουν. Γι' αυτή τη δουλειά όλοι οι άντρες ήταν καθισμένοι γύρω από το καζάνι, και όταν κρύωνε, άρχιζαν με τους γεμιστήρες να γεμίζουν τα λουκάνικα. Τα αρμάθιαζαν σ' ένα ξύλινο κοντάρι και τα κρέμαγαν ψηλά μέσα στο σπίτι, για να στεγνώσουν. Σε κάποιες περιοχές τα κάπνιζαν στο τζάκι μαζί με πολλά αρωματικά.
Στην Κρήτη, εκτός από λουκάνικα έφτιαχναν ομαθιές (έντερα του χοίρου γεμισμένα με ρύζι, σταφίδες και κομματάκια συκώτι), απάκια (καπνιστό κρέας), πηχτή (ή τσιλαδιά: αφαιρούσαν κάθε ίχνος κρέατος από το κεφάλι του ζώου και το έβραζαν για ώρες με νερό και κρασί), καθώς και σύγλινα. Τα σύγλινα, πολύ γνωστή λιχουδιά και στη Μάνη, ήταν χοιρινό κρέας κομμένο σε μικρά κομμάτια, που το έψηναν και το έβαζαν σε μεγάλα δοχεία και το κάλυπταν με το λιωμένο λίπος του ζώου. Το λίπος έπηζε μόλις έχανε τη θερμότητά του και το κρέας μπορούσε να διατηρηθεί έτσι για αρκετούς μήνες. Έτσι, ο χοίρος των Χριστουγέννων ήταν η βασική πηγή κρέατος για πολύ καιρό.
Στις 25 Δεκεμβρίου ακολουθούσε ο εορτασμός του χειμερινού ηλιοστασίου, τα Βρουμάλια ή αλλιώς Μπρουμάλια. Γενέθλια ημέρα του Μίθρα, του αήττητου Ήλιου, η γιορτή αυτή συνδυαζόταν με τα ρωμαϊκά Σατουρνάλια και πιθανότατα με τα ελληνικά Κρόνια με σημαντικές επιδράσεις από τις γιορτές της Δήμητρας και του Διονύσου.
Οι αρχαίοι Ρωμαίοι στην εορτή των Βρουμαλίων θυσίαζαν χοίρους στον Κρόνο και τη Δήμητρα. Ο χοίρος ήταν πιθανότατα μία ενσάρκωση του βλαστικού και γονιμικού δαίμονα, είτε, επειδή με την αδηφαγία του κατέστρεφε τη βλάστηση είτε και εξαιτίας της πολυτοκίας του.
Η αρχαία συνήθεια του ελληνορωμαϊκού κόσμου για τη σφαγή του χοίρου στο τέλος του χρόνου ή σε άλλες σημαντικές για την καλή χρονιά περιστάσεις επέζησε μέσα στους αιώνες. Βέβαια, ενώ στην αρχή επρόκειτο για ένα έθιμο που αποσκοπούσε στην εξασφάλιση της καλής σοδειάς, στην πορεία απετέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι επιβίωσης και συνήθως μοναδική πηγή κρέατος και λίπους των αγροτικών οικογενειών για όλη τη χρονιά.
Σε παλιότερες εποχές το κρέας ήταν είδος πολυτελείας για τους χωρικούς, που το έτρωγαν μόνο τα Χριστούγεννα, τις Απόκριες και το Πάσχα. Επειδή, όμως, οι οικογένειες τότε ήταν πολυπληθείς φρόντιζαν για την εξασφάλιση και της ανάλογης ποσότητας κρέατος. Γι’ αυτό κάθε αγροτική οικογένεια (εκτός από τις πολύ φτωχές) διατηρούσε έναν ή περισσότερους χοίρους, που τους αποκαλούσαν χοιράδια και χοιροσφάια και τους συντηρούσαν τις περισσότερες φορές με τυρόγαλο και με τα αποφάγια του σπιτιού επιδιώκοντας να γίνουν όσο το δυνατόν πιο παχιοί.
Πριν το 1940, οι περισσότερες οικογένειες προσπαθούσαν πολύ για να έχουν το μεγαλύτερο γουρούνι του χωριού, δίνοντάς του να φάει αλεσμένο καλαμπόκι, πίτουρο, βελανίδια, χαρούπια, ζεστό νερό και αλάτι. Όταν μάλιστα η οικογένεια είχε πολλά μέλη, το γουρούνι έπρεπε να παχύνει πολύ, ώστε το λίπος του να είναι αρκετό για όλους.
Στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας τα Χριστούγεννα, όποιος έσφαζε το πιο παχύ γουρούνι θεωρούνταν ο καλύτερος νοικοκύρης του χωριού. Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, ενώ επακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα, για να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα. Τρεις - τέσσερις συγγενικές οικογένειες καθόριζαν με τη σειρά, ποια ημέρα θα έσφαζε η κάθε μια το γουρούνι της. Επειδή η όλη διαδικασία είχε ως επακόλουθο το γλέντι και τη χαρά, η ημέρα αυτή καθιερώθηκε και ως "γουρουνοχαρά” ή “γρουνουχαρά". Όταν μάλιστα προσκαλούσαν κάποιον την ημέρα αυτή, δεν έλεγαν “έλα να σφάξουμε το γουρούνι”, αλλά “έλα, έχουμε γουρουνοχαρά”.
Συγγενείς, φίλοι και γείτονες μαζεύονταν όχι μόνο για να γλεντήσουν με τους λαχταριστούς μεζέδες, να δοκιμάσουν το καινούριο κρασί ή τη ρακή, αλλά κυρίως για να βοηθήσουν στη σφαγή και τις εργασίες της συντήρησης του κρέατος, στην παρασκευή των λουκάνικων, των σύγλινων, της λόζας, της γλίνας, κ.ά.
Τα χοιροσφάγια δε συνέπιπταν τις ίδιες ημερομηνίες σε όλη την Ελλάδα. Σε άλλες περιοχές τα έσφαζαν 5 - 6 ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα και σε άλλες άρχιζαν από την ημέρα των Χριστουγέννων και μετά. Τα περισσότερα γουρούνια σφάζονταν στις 27 Δεκεμβρίου, την ημέρα μνήμης του Αγίου Στεφάνου. Γι’ αυτό και η γιορτή αυτή ονομαζόταν "γρουνοστέφανος” ή “γουρουνοστέφανος". Υπήρχαν όμως και μικρές περιοχές που τα έσφαζαν ένα μήνα ή και περισσότερο μετά τα Χριστούγεννα.
Η γουρουνοχαρά ή αλλιώς χοιροσφάγια ήταν ένα μακραίωνο έθιμο που άντεξε μέχρι το 1940 στις αγροτικές περιοχές. Συνεχίστηκε βέβαια και αργότερα, μέχρι το 1955, αλλά η Κατοχή και ο εμφύλιος πόλεμος ανέτρεψαν αυτή την παραδοσιακή συνήθεια που κράτησε πολλούς αιώνες. Σήμερα τα χοιροσφάγια δεν είναι παρά μια ακόμα ευκαιρία για μια οικογενειακή γιορτή, όπου σμίγουν φίλοι και γνωστοί, γλεντούν με παραδοσιακή μουσική, ετοιμάζουν τοπικούς μεζέδες, αλλά και τα αλλαντικά της χρονιάς. Οι άντρες, όπως και στο παρελθόν, αναλαμβάνουν το δύσκολο έργο της σφαγής, του καθαρισμού και του τεμαχισμού του ζώου και οι γυναίκες παρασκευάζουν τα λουκάνικα, τα σύγλινα, τα απάκια, τις λούζες, κ.ά. Άλλοι παστώνουν το λαρδί και άλλοι ψήνουν μεζέδες, ενώ στο τέλος κάθονται όλοι στο τραπέζι και αρχίζουν τα πειράγματα και τα τραγούδια μέχρι αργά το βράδυ.
Μια πανάρχαια ιεροτελεστία
Τα χοιροσφάγια στο παρελθόν ήταν μια γιορτή, που δεν επισκιαζόταν από τη θυσία του ζώου, όπως φαίνεται σε εμάς σήμερα που το αντιμετωπίζουμε σαν μια κατάσταση ιδιαίτερης σκληρότητας. Εμείς δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε την όλη τελετουργία, όμως οι πρόγονοί μας την ώρα της “θυσίας” είχαν σεβασμό στη διαδικασία και άμεση επαφή με προαιώνιες συνήθειες. Φρόντιζαν, μάλιστα, ώστε να υποφέρει όσο το δυνατό λιγότερο ο χοίρος, για να αντιληφθεί ότι κάτι πολύ ιδιαίτερο συνέβαινε εκείνη την ώρα. Και ίσως αυτό να μην καθαγίαζε το γεγονός της σφαγής, αλλά οι άνθρωποι έδιναν στα χοιροσφάγια τις δικές τους αιτιολογικές εξηγήσεις και τα είχαν εντάξει σ’ ένα πολιτιστικό πλαίσιο με κανόνες, πίστη, αλλά και σεβασμό.Τα χοιροσφάγια ή αλλιώς οι νεοελληνικές αιματηρές θυσίες, όπως ονομάζει ο Γεώργιος Αικατερινίδης αυτές τις εκδηλώσεις λαϊκής λατρείας, διακρίνονταν σε δημόσιες και ιδιωτικές και γίνονταν συνήθως με τη συμμετοχή του ιερέα του χωριού.
Η ιεροτελεστία της σφαγής του χοίρου και η ιδιαίτερη εθιμοτυπία που ακολουθείται σε όλη τη διαδικασία ήταν πανάρχαια και πολύ διαδεδομένη. Το αρχαίο, όμως, αυτό έθιμο είχε επηρεαστεί σημαντικά και από τις χριστιανικές και ιουδαϊκές συνήθειες, πράγμα που δικαιολογούσε και την παρουσία του ιερέα.
Πέρα βέβαια από τις διάφορες θρησκευτικές και εθνολογικές ερμηνείες, το έθιμο δείχνει τη σημασία που είχε ο χοίρος για την αγροτική οικογένεια και την οικονομία. Άλλωστε, η εξίσωση οικονομίας και λατρείας ήταν πολύ φυσική στις παραδοσιακές κοινωνίες, που ήταν αυτάρκεις στις υλικές τους ανάγκες και συντηρητικές στα ήθη τους.
Το σφάξιμο του χοίρου γινόταν με ειδικό μαυρομάνικο μαχαίρι και συνήθως το έκανε ο αρχηγός της οικογένειας. Με το πέρασμα των χρόνων, όμως, το σφάξιμο γινόταν από τον πιο επιδέξιο του χωριού, γιατί το ζώο δεν έπρεπε να ταλαιπωρηθεί, άρα αυτός που θα έκανε τη δύσκολη δουλειά έπρεπε να είναι γνώστης και αυστηρά επιλεγμένος. Αυτός που θα “θυσίαζε” το χοίρο, χάρασσε το σημείο του σταυρού στο λαιμό του ζώου, ενώ κάποιος από τους παριστάμενους ή ο ιερέας έλεγε το “Πιστεύω” ή το “Πάτερ ημών”. Στη συνέχεια, από το αίμα του ζώου έκαναν ένα σταυρό στο μέτωπο των μικρών παιδιών και των ζώων, για να τα προφυλάξουν από το κακό μάτι. Σε πολλά μέρη της Ελλάδας κάρφωναν το ρύγχος του χοίρου στον τοίχο ή στην πόρτα του σπιτιού, για να διώχνει τους πονηρούς καλικάντζαρους. Από τη σπλήνα και το συκώτι του χοίρου οι γεροντότεροι μάντευαν το μέλλον της οικογένειας, ενώ αμέσως μετά τη σφαγή θυμιάτιζαν το ζώο με λιβάνι.
Όλα αυτά δείχνουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της σφαγής του χοίρου, κατά την οποία θεωρείται ότι απελευθερώνονται δυνάμεις που ο θύτης προσπαθεί να κατευθύνει προς ευνοϊκό αποτέλεσμα, δυνάμεις που πρέπει να καθαρθούν πριν βγουν από την πληγή του ζώου και λειτουργήσουν ελεύθερες.
Η χρήση συγκεκριμένου μαχαιριού αποκλειστικά γι’ αυτή τη σφαγή, η φωτιά με τα κάρβουνα στο φτυάρι, το λιβάνι που ξορκίζει τα δαιμόνια, ακόμη και το ράντισμα του ζώου με χαμομήλι έχουν όλα καθαρτήριες ιδιότητες. Το ίδιο είχαν και οι συνήθειες με το αλάτισμα των κλειδώσεων του ζώου, αλλά και η τοποθέτηση στο στόμα του σφαγμένου χοίρου του ποδιού του, με τη ρήση “Να φας τα πόδια σου”. Τέλος, η κατανάλωση των εντοσθίων από όλους τους παριστάμενους με χορό και τραγούδι θυμίζει την κοινωνία των συμμετεχόντων στις ευεργετικές επιρροές της θυσίας.
Παράλληλα με τις λαογραφικές και λατρευτικές εξηγήσεις, ο λαός έδωσε στα χοιροσφάγια και τις δικές του αιτιολογήσεις. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Αικατερινίδη, στη Θεσσαλία “τα Χριστούγεννα σφάζανε τα γουρούνια, γιατί τα Χριστούγεννα πήγαινε η Παναγία με τον Ιωσήφ και το Χριστό στην Αίγυπτο, για να μην τον σφάξει ο Ηρώδης. Μπροστά πήγαινε η Παναγία και ο Ιωσήφ και πίσω τα γουρούνια χαλούσαν τα χνάρια...” Στην ίδια περιοχή, η παράδοση ανέφερε πως όταν ο Ηρώδης έσφαξε τα παιδιά στη Βηθλεέμ, τα γουρούνια μούγκριζαν σαν παιδιά που τα σφάζουν, και κάποιοι από τους δήμιους δεν πλησίασαν, με αποτέλεσμα να σωθούν κάποια παιδιά. Γι΄ αυτό, λέει ο λαός, έσφαζαν γουρούνια τα Χριστούγεννα...
Η εθιμοτυπία της τελετής
Για κάθε σφαγή ενός μεγάλου γουρουνιού χρειάζονταν 5 - 6 νέοι άνδρες. Η σφαγή ήταν δύσκολη και σκληρή και αυτός που θα την έκανε έπρεπε να είναι καλός τεχνίτης. Επίσης, το γδάρσιμο απαιτούσε χέρι έμπειρο και δυνατό για να μην κάνει τρύπες, δεδομένου ότι το δέρμα αυτό το χρησιμοποιούσαν για τα περίφημα “γουρουνοτσάρουχα” (όρος που εξακολουθεί να χρησιμοποιείται για τα κακοφτιαγμένα, σκληρά και βαριά παπούτσια), που τα φορούσαν κυρίως στα χωράφια. Είναι άξιο θαυμασμού, ότι από το χοίρο δεν έμενε τίποτα. Όπως έλεγαν οι Ιταλοί της Πάρμας, "ο χοίρος είναι σαν τη μουσική του Verdi, δεν έχει τίποτε να πετάξεις!" Εκτός από το κρέας, το λίπος και το δέρμα του, χρησιμοποιούσαν και τις τρίχες του για βούρτσες, το πάχος του για στεγανοποιητική χρήση, ακόμη και την ουροδόχο κύστη του την έκαναν μπάλα για τα παιδιά! Και βέβαια, στις παλιές μέρες της φτώχειας, ακόμη και τα ποδαράκια τα έβραζαν και έκαναν ωραίες πηχτές σούπες.Όπως είδαμε παραπάνω, υπήρχε συγκεκριμένο τελετουργικό στη σφαγή του χοίρου. Ήταν απαραίτητο να υπάρχει φωτιά, ζεστό νερό, κάρβουνο και λιβάνι, καθώς την ώρα που γινόταν η σφαγή, η νοικοκυρά έπρεπε να τα ρίξει πάνω στη σφαγή.
Κατά τη διάρκεια της σφαγής η νοικοκυρά περίμενε με το βραστό νερό για το κεφάλι του χοίρου (γουρνοκέφαλο), ενώ τα μικρά παιδιά στέκονταν για να δουν γεμάτα περιέργεια. Μόλις έκοβαν το κεφάλι, μια από τις παριστάμενες γυναίκες με ένα μικρό φτυάρι γεμάτο κάρβουνα και θυμίαμα πήγαινε στους σφάχτες και αυτοί σε σχήμα σταυρού έριχναν τα κάρβουνα στο κομμένο κεφάλι. Ένας από τους άντρες βουτώντας τα δάχτυλα μέσα στο αίμα, άλειφε μ' αυτό το μέτωπο των μικρών παιδιών.
Στη συνέχεια ξύριζαν το ζώο και το έβαζαν ανάσκελα πάνω σε σανίδια. Εκεί άρχιζαν το γδάρσιμο, πρώτα από την περιοχή της κοιλιάς. Το λίπος στο μέρος εκείνο, το λεγόμενο "μπασιορτή", το κρατούσαν για τα λουκάνικα που θα έφτιαχναν μετά. Στη Τζιά το λίπος της κοιλιάς το έλεγαν “βασιλικό” και το θεωρούσαν το καλύτερο. Επειδή ήταν απαλό σαν μετάξι και σχεδόν άγευστο, ήταν ό,τι πρέπει για πίτες, ψωμί, αλλά και κουραμπιέδες. Οι γυναίκες έκοβαν το βασιλικό λίπος σε μικρά κομμάτια, τα έβαζαν σ’ ένα παλιό, καπνισμένο, χάλκινο τσουκάλι μόνο με νερό και το έβραζαν στα ξύλα στη άκρη της αυλής.
Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας κρεμούσαν το σφαγμένο ζώο πάνω σ’ ένα τσιγκέλι με το κεφάλι προς τα κάτω για να αδειάσει το αίμα και μετά το τεμάχιζαν. Σε πολλά νησιά του Αιγαίου σε κάθε σπίτι στο στεγάδι (σκεπαστή βεράντα που έπαιζε και ρόλο κουζίνας) υπήρχε ένας γάντζος γερά στερεωμένος, για να κρεμιέται από ’κει το σφαγμένο γουρούνι, σε χώρο καλά προστατευμένο από τον αέρα και τη βροχή.
Αφού ξεκοίλιαζαν το κρεμασμένο ανάποδα γουρούνι, άρχιζαν να το “ξελουρώνουν”, δηλαδή να το γδέρνουν αφαιρώντας το δέρμα, όχι ολόκληρο, αλλά αφού πρώτα το χώριζαν σε λωρίδες που τις τραβούσαν από πάνω προς τα κάτω.
Μετά το γδάρσιμο αφαιρούσαν τα εντόσθια. Ο πιο έμπειρος άνδρας κοιτούσε τη σπλήνα και έκανε τα μαντέματα για τον καιρό και την οικογένεια. Αν η σπλήνα ήταν διογκωμένη, ο χειμώνας θα παρατεινόταν μέχρι τον Μάρτιο. Στην αντίθετη περίπτωση ο χειμώνας θα ήταν κανονικός.
Στη συνέχεια, όλοι μαζί, ξεχώριζαν το λίπος από το κρέας και τα έκοβαν σε μικρά τεμάχια. Το λίπος αυτό, αφού το έλιωναν πρώτα, το έβαζαν σε μεγάλα δοχεία και το πάγωναν, για να διατηρηθεί σχεδόν όλο το χρόνο. Όλη μέρα άλλος έβγαζε κρέας για τηγανιά (φαγητό φτιαγμένο στο τηγάνι από ψαχνό κρέας, συκώτι, σπλήνα, καρδιά), άλλος έκοβε κρέας και λίπος για τα λουκάνικα και άλλος ταχτοποιούσε το δέρμα, ώστε να στεγνώσει και να φτιάξουν τα περίφημα γουρουνοτσάρουχα. Οι άντρες έσφαζαν, έγδερναν και έκοβαν το κρέας, ενώ οι γυναίκες έβραζαν τη γλίνα (το λίπος του χοίρου), βοηθούσαν στο γέμισμα των λουκάνικων, έτριβαν τα αρωματικά, έραβαν τη λόζα (τη μοναδική αυτή κυκλαδική λιχουδιά) και βέβαια ετοίμαζαν και σερβίριζαν στους καλεσμένους διάφορες χοιρινές νοστιμιές.
Όταν τελείωνε ο τεμαχισμός του γουρουνιού γινόταν μια ολιγόωρη παύση. Οι σφάχτες σκούπιζαν τα μαχαίρια, έπλεναν τα χέρια τους με ζεστό νερό και απολάμβαναν τη νόστιμη τηγανιά, που σερβίρονταν με κόκκινο κρασί, σβώλους τυριού και ψωμί. Το φαγοπότι, που κρατούσε κάμποση ώρα, συνοδεύονταν και από τραγούδια.
Το κρέας το αλάτιζαν και το έβαζαν σε πιθάρια, για να το έχουν σαν ένα από τα κύρια φαγητά τις παγωμένες νύχτες του χειμώνα. Παλιότερα, πριν από το 1920, το κρέας αυτό το τοποθετούσαν στο ίδιο το δέρμα του γουρουνιού. Το λίπος το έκοβαν μικρά κομματάκια και το έλιωναν μέσα σε καζάνι, που έβραζε κάτω από μεγάλη φωτιά. Για να λιώσει το λίπος οι νοικοκυρές δυσκολεύονταν πραγματικά για 2 - 3 ημέρες, ανάλογα με την ποσότητά του. Η φωτιά έπρεπε να καίει με ένταση, χωρίς να ελαττώνεται καθόλου, ώστε το λιώσιμο να γίνεται κανονικά για κάθε καζάνι. Αφού άδειαζε το ρευστό λίπος στο δοχείο, έμεναν τα υπολείμματα, μικρά τεμάχια που όχι μόνο δεν τα πετούσαν, αλλά αποτελούσαν τους καλύτερους μεζέδες για όλους. Αυτά τα ροδοκοκκινισμένα κομματάκια, ιδιαίτερα ελκυστικά και γευστικά για πολλούς, ήταν οι τσιγαρίδες ή τσιγαρίθρες. Το χοιρινό κρέας γινόταν μαγειρευτό, αλλά ο καλύτερος μεζές του ήταν ο σουφλιμάς στη θράκα με μπόλικη ρίγανη και η τηγανιά, μικρά κομμάτια χοιρινού στο τηγάνι με πιπέρι και ρίγανη.
Τα πνευμόνια και τη σπλήνα και άλλα εντόσθια μαζί με πράσο, ρύζι και μυρωδικά οι νοικοκυρές στη Φθιώτιδα τα χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν "μπουμπάρια". Όλη αυτή τη μάζα την περνούσαν μέσα σε ένα έντερο και στη συνέχεια τα έβραζαν για αρκετή ώρα. Μετά τα έβαζαν στο φούρνο για να ροδοκοκκινίσουν και πρόσφεραν έναν νόστιμο μεζέ τις επόμενες μέρες.
Οι άνδρες έκαναν και το γέμισμα των λουκάνικων, για το οποία έδειχναν ιδιαίτερη επιμέλεια. Το κρέας το έκοβαν μικρά κομματάκια και το έπαιρναν κυρίως από τα πλευρά και το φιλέτο. Αυτό το κομμένο κρέας το έριχναν και έβραζε σε μικρό καζανάκι μαζί με διάφορα μπαχαρικά, τα οποία έκαναν τα λουκάνικα να ευωδιάζουν. Γι' αυτή τη δουλειά όλοι οι άντρες ήταν καθισμένοι γύρω από το καζάνι, και όταν κρύωνε, άρχιζαν με τους γεμιστήρες να γεμίζουν τα λουκάνικα. Τα αρμάθιαζαν σ' ένα ξύλινο κοντάρι και τα κρέμαγαν ψηλά μέσα στο σπίτι, για να στεγνώσουν. Σε κάποιες περιοχές τα κάπνιζαν στο τζάκι μαζί με πολλά αρωματικά.
Στην Κρήτη, εκτός από λουκάνικα έφτιαχναν ομαθιές (έντερα του χοίρου γεμισμένα με ρύζι, σταφίδες και κομματάκια συκώτι), απάκια (καπνιστό κρέας), πηχτή (ή τσιλαδιά: αφαιρούσαν κάθε ίχνος κρέατος από το κεφάλι του ζώου και το έβραζαν για ώρες με νερό και κρασί), καθώς και σύγλινα. Τα σύγλινα, πολύ γνωστή λιχουδιά και στη Μάνη, ήταν χοιρινό κρέας κομμένο σε μικρά κομμάτια, που το έψηναν και το έβαζαν σε μεγάλα δοχεία και το κάλυπταν με το λιωμένο λίπος του ζώου. Το λίπος έπηζε μόλις έχανε τη θερμότητά του και το κρέας μπορούσε να διατηρηθεί έτσι για αρκετούς μήνες. Έτσι, ο χοίρος των Χριστουγέννων ήταν η βασική πηγή κρέατος για πολύ καιρό.
Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010
ΤΟ ΠΑΠΙΚΙΟΝ ΟΡΟΣ
Ιστορικό - τοπογραφικό πλαίσιο
Από τα σημαντικότερα μοναστικά κέντρα του Βυζαντίου, που αναπτύχθηκαν στο βαλκανικό χώρο υπήρξε το Παπίκιο όρος, ταυτισμένο από το Στίλπ. Κυριακίδη με το τμήμα του ορεινού όγκου της Ροδόπης που βρίσκεται ΒΔ της Κομοτηνής. Μεγάλος αριθμός βυζαντινών ναών και άλλων κτισμάτων που έχουν εντοπιστεί βόρεια των οικισμών Πολύανθου, Ληνού Σώστη, Μίσχου και Θάμνας, που βρίσκονται στους πρόποδες της Ροδόπης, επιβεβαιώνουν την ορθότητα της άποψης αυτής, διορθώνοντας έτσι την προηγούμενη ταύτιση του Παπικίου με το όρος Ρίλα, που πρότεινε ο Αντ. Μηλιαράκης στα τέλη του 19ου αιώνα (1897). Σήμερα με βάση τα κατά τόπους εντοπισμένα μνημεία και τις ανασκαφικές έρευνες, που έχουν διενεργηθεί, προσδιορίστηκε με μεγαλύτερη ακρίβεια το Παπίκιο στο τμήμα της Ροδόπης που ορίζεται δυτικά από την κοίτη του ποταμού Κομψάτου και ανατολικά από τον επαρχιακό δρόμο Κομοτηνής – Καρυδιάς.
Η πρώτη αναφορά του Παπικίου στις γραπτές πηγές γίνεται στο Τυπικό του Γρηγορίου Πακουριανού, αξιωματούχου του Βυζαντίου, για τη μονή της Θεοτόκου Πετριτζονίτισσας (Μπατσκόβου), που συντάχθηκε το 1083, σύμωνα με το οποίο ο ναός του Αγίου Γεωργίου «ιδρυμένος κατά το Παπίκιον» συμπεριλαμβανόταν στα μετόχια της περαπάνω μονής. Πληροφορίες για το Παπίκιο αντλούμε και από τους βυζαντινούς ιστορικούς και χρονογράφους Νικήτα Χωνιάτη και Ιωάννη Κίνναμο που αναφέρουν την ύπαρξη «πλείστων σεμνείων» και «φροντιστηρίων» σε μερικά από τα οποία εκάρησαν μοναχοί επιφανή πρόσωπα του Βυζαντίου, όπως ο πρωτοστράτωρ Αλέξιος Αξούθ και ο νόθος γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ (1143 – 1180) σεβαστοκράτωρ Αλέξιος. Όσον για την ετυμολογία του ονόματος ο Σαβαΐτης μοναχός Ακάκιος (α΄ μισό 13ου αι.) μας πληροφορεί: «την κλήσιν δε έλαχεν εκ του είναι πλείστα μοναστήρια και μέγιστα περί τα τρις εκατόν και εβδομήκοντα. Αρχήν δε τη κατοικήσει του όρους γέρων τις πρώτος κατώκησεν την κλήσιν έχων πάππος και διά του τούτο Παπίκιον». Με την ιστορία του Παπικίου συνδέονται τα ονόματα του Γρηγορίου Παλαμά και του οσίου Μαξίμου Καυσοκαλυβίτη, που επισκέφθηκαν τη μοναστική κοινότητα στις αρχές του 14ου αι. και έμειναν στην περιοχή για σύντομο χρονικό διάστημα. Από την παράθεση και συσχέτιση των προσφερομένων ιστορικών μαρτυριών συμπεραίνεται ότι το μοναστικό κέντρο του Παπικίου βρισκόταν σε μεγάλη ακμή κατά τον 11ο – 12ο αι. Από το 13ο αι. και μετά σημειώνεται μια καθοριστική κάμψη στη ζωή του μοναστικού κέντρου, που φθάνει σε πλήρη παρακμή στα τέλη του 14ου αι. Στα μεταβυζαντινά χρόνια το Παπίκιον δεν υπάρχει ως μοναστικό κέντρο. Κοντά στα ερείπια των μοναστηριακών συγκροτημάτων ιδρύονται μικροί οικισμοί, οι κάτοικοι των οποίων εκμεταλλεύονταν τα γύρω από τα μοναστήρια καλλιεργήσιμα κτήματα.
Όπως και στα άλλα μοναστικά κέντρα, έτσι και στο Παπίκιον, η πρώτη μορφή κοινοβιακού βίου θα πρέπει να ήταν η «ερημική». Το κοινοβιακό σύστημα εισήχθηκε αργότερα, όπως έγινε στο Άγιον Όρος και στο όρος των Κελλίων (Όσσα). Ο κοινοβιακός τρόπος μοναχισμού, που εφαρμόστηκε στο Παπίκιον, αποδεικνύεται σήμερα και με ανασκαφικά δεδομένα, μετά δηλαδή την αποκάλυψη οργανωμένων μοναστηριακών συγκροτημάτων κατά το κοινόβιο σύστημα. Η ανάπτυξη του κοινοβιακού συστήματος δεν κατήργησε τον ερημικό μοναχικό βίο. Η συνύπαρξη των δύο μοναστικών τύπων συμπεραίνεται και από το κείμενο του Ακακίου Σαββαΐτη, ο οποίος αναφέρει ότι στο μοναστήρι της Ελεούσας στο Παπίκιον υπήρχαν μοναχοί που διέμεναν άλλοι στο κοινόβιο και άλλοι σε ησυχαστήρια. Μολυβδόβουλλα με την επιγραφή «+ Θεοτόκε βοήθει τω Πρώτω του Παπικίου» μας πληροφορούν ότι ο θεσμός του «Πρώτου», ως μορφή μοναστικής διοίκησης εφαρμόστηκε από το 10ο – 11ο αι. Από τα τέλη του 12ου αι. σώζεται επιστολή του διάσημου κανονολόγου Θεοδώρου Βαλσαμώνα προς «τον καθηγητήν (Πρώτον) των κατά το Παπίκιον μοναστηρίων», σχετική με τον τρόπο απόκαρσης των μοναχών και το απαιτούμενο στάδιο δοκιμασίας τους.
Το Παπίκιον με τις δύσβατες κορυφές του, την πυκνή βλάστηση και τα πολλά νερά ήταν φυσικό να προσελκύσει ασκητές και ερημίτες, που επιζητούσαν την τέλεια απομόνωση, ενώ δεν απέτρεπε και την επικοινωνία με τον «έξω κόσμο», αφού παράλληλα με τους πρόποδές του έβαινε η Εγνατία οδός, που δεν έπαυσε να χρησιμοποιείται στα βυζαντινά χρόνια. Σημαντικός λόγος για την προσέλκυση των ασκητών θα πρέπει να υπήρξε η εξαιρετική θέα από το Παπίκιον προς τον κάμπο του Ν. Ροδόπης και της Ξάνθης. Το μάτι ξεκουράζεται και έχει κανείς την αίσθηση, βλέποντας τον κόσμο από ψηλά, ότι ξεφεύγει από τη γήινη σφαίρα με γαληνεμένη ψυχή. Στο βάθος του ορίζοντα ΝΑ διακρίνεται ο ΄Ισμαρος και η περιοχή της Μαρώνειας και ΝΔ τα Άβδηρα και η περιοχή του Πόρτο – Λάγος. Στους πρόποδες του Παπικίου κείται η Μαξιμιανούπολη (Μοσυνόπολη) και δυτικότερα στο μυχό της Βιστωνίδα η Αναστασιούπολη (Περιθεώριον). Αν και η πρώτη αναφορά του Παπικίου γίνεται το 1083 στο Τυπικό του Γρηγορίου Πακουριανού για τη Μονή της Θεοτόκου Πετριτζονίτισσας (Μπατσκόβου), δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πρώτες εγκαταστάσεις μοναχών στην περιοχή θα πρέπει να αναχθούν σε προγενέστερους χρόνους, πιθανότατα στην εποχή της Εικονομαχίας. Ήταν φυσικό για τους εικονολάτρες μοναχούς των αστικών κέντρων να αναζητήσουν καινούργιους τόπους λατρείας και άσκησης σε ορεινές και δύσβατες περιοχές.
Αξιόλογες πληροφορίες για το Παπίκιον αντλούμε από μία οροθετική στήλη με την επιγραφή: «+ Οριαιοι διαφέροντες τη ευαγεστάτη μονή του Δικαίου Αντωνίου». Η επιγραφή αυτή που χρονολογείται στις αρχές του 14ου αι. έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί αποτελεί: α) την πρώτη μαρτυρία, με βάση αρχαιολογικά δεδομένα, επώνυμης μονής στην περιοχή, β) οριαίο λίθο (οροθέσιο), που δηλώνει την ύπαρξη ορίων δικαιοδοσίας μεταξύ των μονών και γ) ότι το αξίωμα του «δικαίου» απαντά και στο Παπίκιον. Η μοναστική οργάνωση του Παπικίου με τους θεσμούς του «πρώτου» και του «δικαίου» φανερώνει την αλληλεπίδραση των μοναστικών κέντρων στον τομέα της διοίκησης. Το Παπίκιον ως μοναστικό κέντρο θα πρέπει να είχε στενές σχέσεις με τα άλλα μοναστικά κέντρα του Βυζαντίου και ιδιαίτερα με τα πλησιέστερα του Αγίου Όρους και του Γάνου. Σημαίνουσες προσωπικότητες της Ουθοδοξίας εκείνης της εποχής, όπως ο Γρηγόριος Σιναΐτης, Μάξιμος Καυσοκαλυβίτης, και Γρηγόριος Παλαμάς, περιόδευαν στα κέντρα αυτά μεταφέροντας τις θρησκευτικές τους θεωρίες και αντιλήψεις. Μια σειρά από μολυβδόβουλλα, που βρέθηκαν τα τελευταία χρόνια στο Παπίκιον, βεβαιώνει την ύπαρξη αλληλογραφίας μεταξύ των κατόχων των μολυβδοβούλλων και των μοναστηριών. Μερικά μάλιστα από αυτά ανήκουν σε γνωστά από βυζαντινές πηγές πρόσωπα, όπως του πρωτονωβελισσίμου Κωνσταντίνου Γαβρά, του κριτού Κωνσταντίνου Μανουηλίτη και του μητροπολίτου Άργους – Ναυπλίου Ιωάννου.
Μνημεία από ανασκαφές
Στις μέχρι τώρα σχετικές για το Παπίκιο γνώσεις μας, βασισμένες στις γραπτές ιστορικές πηγές, έρχονται να προστεθούν καινούργιες πληροφορίες μέσα από αρχαιολογικά δεδομένα, με τις ανασκαφικές έρευνες που διενεργήθηκαν από το 1983 μέχρι και το 1994. Οι έρευνες αυτές αποκάλυψαν κοντά στους οικισμούς Κερασιά, Σώστη Ληνό και Μίσχο τρεις μονόχωρους, σε σχήμα ελεύθερου σταυρού βυζαντινούς θολοσκέπαστους ναούς, δύο εκτεταμένα μοναστηριακά συγκροτήματα (Σώστη και Ληνού) και ερείπια βυζαντινού λουτρώνα.
Μονόχωροι ναοί
Από τους τρεις μονόχωρους ναούς οι δύο βρίσκονται στην περιοχή του οικισμού Κερασιά και ο τρίτος μεταξύ της Κερασιάς και του Σώστη. Ανήκουν, όπως προαναφέρθηκε, στην ομάδα των μονόχωρων θολοσκέπαστων σταυροειδών ναών με συνεπτυγμένες τις κεραίες του σταυρού. Αρχιτεκτονικά ο τύπος αυτός αποκτά ευρεία διάδοση μετά το 10ο αι. Μολονότι η ανασκαφική έρευνα περιορίστηκε αποκλειστικά στο χώρο των ναών, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αποτελούν καθολικά μικρών μοναστηριών. Για την ευχερέστερη διάκρισή τους οι ναοί έχουν συμβατικά διασταλεί με τα ισάριθμα πρώτα γράμματα της αλφαβήτου.
www.athosmemory.com
Μαξιμιανούπολης - Ροδόπη
Από τις σημαίνουσες πόλεις της Θράκης, από τους ρωμαϊκούς μέχρι τους υστεροβυζαντινούς χρόνους υπήρξε η Μαξιμιανούπολις. Κτισμένη στον κάμπο της Ροδόπης, 7 χλμ. δυτικά της Κομοτηνής, στον άξονα της Εγνατίας οδού παρουσιάζει διαχρονική σπουδαιότητα με διαφορετικές κατά εποχή ονομασίες: Παιζούλαι κατά την αρχαιότητα, Μαξιμιανούπολις στους ύστερους ρωμαϊκούς - παλαιοχριστιανικούς χρόνους, Μοσυνόπολις κατά τη μεσοβυζαντινή και την υστεροβυζαντινή περίοδο και Μεσσινέ Καλέ στους μεταβυζαντινούς χρόνους.
Για την ιστορία της πόλης στα παλαιοχριστιανικά χρόνια ελάχιστα γνωρίζουμε. Από τη μνεία δύο επισκόπων της πόλης στις οικουμενικές συνόδους των ετών 431 και 449 αντίστοιχα συνάγεται ότι υπήρξε έδρα επισκοπής, υπαγόμενης αρχικά στη μητρόπολη Τραϊανουπόλεως, που αναδείχθηκε σε ανεξάρτητη αρχιεπισκοπή μετέπειτα. Από τον 6ο αι. και μετά παύει να αναφέρεται στα εκκλησιαστικά συνταγμάτια μέχρι την οικουμενική σύνοδο του 879, οπότε ξαναμνημονεύεται ως επισκοπή Μοσυνοπόλεως που είναι και το καινούργιο όνομα της πόλης. Η επισκοπή εξακολουθεί να αναφέρεται στα μετά τον 9ο αι. εκκλησιαστικά συνταγμάτια, χωρίς όμως την αναφορά του εκάστοτε επισκόπου.
Σε αντίθεση με την παλαιοχριστιανική Μαξιμιανούπολη η βυζαντινή Μοσυνούπολη μνημονεύεται στις πηγές πολλές φορές, καθόσον αναδεικνύεται σε πρωτεύουσα του βυζαντινού θέματος του «Βολερού». Την πόλη είχε κέντρο και ορμητήριο στους αγώνες του εναντίον των Βουλγάρων ο Βασίλειος Β΄ (976-1025). Αργότερα ο Αλέξιος Α΄ (1081-1118) επισκέφθηκε και κατασκήνωσε στη Μοσυνούπολη και εδώ μάλιστα συνέλαβε τους λιποτακτήσαντες από το βυζαντινό στρατό Παυλικιανούς κατά τη διάρκεια του πολέμου του εναντίον των Νορμανδών και τους φυλάκισε σύμφωνα με τη χαρακτηριστική περιγραφή της Άννης Κομνηνής. Το 1096 διέρχεται από την πόλη η 4η στρατιά της Α΄ Σταυροφορίας, ενώ το 1185 καταλαμβάνεται πρόσκαιρα από τους Νορμανδούς. Το 1191 σταθμεύει στην περιοχή ο στρατηγός Αλέξιος Βρανάς και το 1204 καταλαμβάνεται από τους Λατίνους και παραχωρείται στο Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο. Το 1206 γνωρίζει τις καταστρεπτικές συνέπειες της εκστρατείας του τσάρου Καλογιάννη (1197-1207) και το 1225 ανακαταλαμβάνεται για το Βυζάντιο από το Θεόδωρο Λάσκαρη. Ήδη από το 13ο αι. η πόλη παρουσιάζει έντονη κάμψη, που φθάνει σε πλήρη μαρασμό, καθώς το 1343 ο αυτοκράτωρ Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός περνώντας από την περιοχή τη χαρακτηρίζει ως «πόλιν εκ πολλών ετών κατεστραμμένην».
Για την ιστορία της πόλης στα παλαιοχριστιανικά χρόνια ελάχιστα γνωρίζουμε. Από τη μνεία δύο επισκόπων της πόλης στις οικουμενικές συνόδους των ετών 431 και 449 αντίστοιχα συνάγεται ότι υπήρξε έδρα επισκοπής, υπαγόμενης αρχικά στη μητρόπολη Τραϊανουπόλεως, που αναδείχθηκε σε ανεξάρτητη αρχιεπισκοπή μετέπειτα. Από τον 6ο αι. και μετά παύει να αναφέρεται στα εκκλησιαστικά συνταγμάτια μέχρι την οικουμενική σύνοδο του 879, οπότε ξαναμνημονεύεται ως επισκοπή Μοσυνοπόλεως που είναι και το καινούργιο όνομα της πόλης. Η επισκοπή εξακολουθεί να αναφέρεται στα μετά τον 9ο αι. εκκλησιαστικά συνταγμάτια, χωρίς όμως την αναφορά του εκάστοτε επισκόπου.
Σε αντίθεση με την παλαιοχριστιανική Μαξιμιανούπολη η βυζαντινή Μοσυνούπολη μνημονεύεται στις πηγές πολλές φορές, καθόσον αναδεικνύεται σε πρωτεύουσα του βυζαντινού θέματος του «Βολερού». Την πόλη είχε κέντρο και ορμητήριο στους αγώνες του εναντίον των Βουλγάρων ο Βασίλειος Β΄ (976-1025). Αργότερα ο Αλέξιος Α΄ (1081-1118) επισκέφθηκε και κατασκήνωσε στη Μοσυνούπολη και εδώ μάλιστα συνέλαβε τους λιποτακτήσαντες από το βυζαντινό στρατό Παυλικιανούς κατά τη διάρκεια του πολέμου του εναντίον των Νορμανδών και τους φυλάκισε σύμφωνα με τη χαρακτηριστική περιγραφή της Άννης Κομνηνής. Το 1096 διέρχεται από την πόλη η 4η στρατιά της Α΄ Σταυροφορίας, ενώ το 1185 καταλαμβάνεται πρόσκαιρα από τους Νορμανδούς. Το 1191 σταθμεύει στην περιοχή ο στρατηγός Αλέξιος Βρανάς και το 1204 καταλαμβάνεται από τους Λατίνους και παραχωρείται στο Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο. Το 1206 γνωρίζει τις καταστρεπτικές συνέπειες της εκστρατείας του τσάρου Καλογιάννη (1197-1207) και το 1225 ανακαταλαμβάνεται για το Βυζάντιο από το Θεόδωρο Λάσκαρη. Ήδη από το 13ο αι. η πόλη παρουσιάζει έντονη κάμψη, που φθάνει σε πλήρη μαρασμό, καθώς το 1343 ο αυτοκράτωρ Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός περνώντας από την περιοχή τη χαρακτηρίζει ως «πόλιν εκ πολλών ετών κατεστραμμένην».
Δέλτα του Έβρου
Η παλιότερη ονομασία του Έβρου ήταν Ρόμβος και είναι άγνωστο από πού έλαβε αυτό το όνομα. Αργότερα το ποτάμι ονομάσθηκε Έβρος, από τον Έβρο γιο του βασιλιά της Θράκης Κάσσανδρου, που πνίγηκε στα νερά του. Η αιτία αυτής της δραματικής ιστορίας ήταν οι συκοφαντίες της μητριάς του Έβρου προς τον Κάσσανδρο, ότι ο γιος του προσπάθησε να την βιάσει.
Σύμφωνα με ένα Θρακικό μύθο στον Έβρο έριξαν οι Βάκχες το κεφάλι του Ορφέα, αφού πρώτα τον κατασπάραξαν. Ο ποταμός Έβρος μπαίνει στο Ελληνικό έδαφος από τη Βουλγαρία, βόρεια από το χωριό Ορμένιο, που αποτελεί το βορειότερο ελληνικό οικισμό, και επί 15 χιλιόμετρα περίπου καθορίζει τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Στη συνέχεια, σε όλο το μήκος του, μέχρι τις εκβολές ( 215,5 χιλ .) εκτός ενός μικρού τμήματος (τρίγωνο του Καραγάτς , 12,5 χλμ.), καθορίζει τα ελληνοτουρκικά σύνορα.
Ο Έβρος είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Βαλκανικής Χερσονήσου, αλλά από το μήκος του , των 530 χλμ., στο ελληνικό έδαφος βρίσκονται μόνο τα 218. Πηγάζει από τα όρη Ρίλα της Βουλγαρίας και διασχίζει την Ανατολική Ρωμυλία με το όνομα Μαρίτσα.
Εκβάλλει στο Θρακικό πέλαγος ανατολικά, της Αλεξανδρούπολης στον ανοιχτό κόλπο της Αίνου όπου απο τις φερτές ύλες έχει σχηματισθεί μεγάλο Δέλτα, που έχει έκταση 150.000 στρέμματα (15.000 ha).
Αυτό ακριβώς το Δέλτα είναι το τμήμα του ποταμού με την μεγάλη οικολογική αξία. Τόπος αναπαραγωγής και ξεχειμωνιάσματος για χιλιάδες υδρόβια πουλιά. Οι πρώτες προτάσεις για την προστασία της περιοχής του Δέλτα έγιναν από την Ελλην. Εταιρία Προστασίας της φύσης, το 1962. Τότε η περιοχή ήταν ένας πραγματικός παράδεισος για τα πουλιά. Παρά τις αλλοιώσεις που έχει υποστεί από τότε, το Δέλτα του Έβρου παραμένει και σήμερα ένας από τους σημαντικότερους βιότοπους της Ευρώπης. Ο Έβρος χωρίζεται, στην περιοχή του Δέλτα , σε δυο κύριους βραχίονες. Ο ένας η λεγόμενη ευθυγράμμιση, δέχεται το μεγαλύτερο όγκο των νερών του ποταμού. Ο άλλος είναι η παλιά κοίτη, που αποτελεί το σύνορο με την Τουρκία. Το 1971 το Δέλτα του Έβρου περιλήφθηκε στους υγρότοπους Rasmsar. Από τότε δυστυχώς έχει υποστεί σημαντική υποβάθμιση, εξαιτίας των αναχωμάτων, των καναλιών και των αποξηράνσεων που έγιναν στην περιοχή.
Το κύριο χαρακτηριστικό του τοπίου είναι στο Δέλτα οι απέραντες, ανοιχτές εκτάσεις, που σκεπάζονται από αβαθή νερά ή είναι στεγνές, γεμάτες με μικρά φυτά που αγαπούν το υφάλμυρο νερό.
Η μονοτονία σπάει εδώ και εκεί από τα αρμυρίκια, που σχηματίζουν συστάδες στις όχθες των τελμάτων και των τάφρων ή από τους πυκνούς καλαμιώνες. Το χειμώνα το τοπίο αυτό μεταβάλλεται συχνά σ΄ έναν απέραντο χιονισμένο κάμπο και τα νερά παγώνουν, δίνοντας μιαν άλλη όψη στην περιοχή
Ο ψυχρότερος μήνας στο Δέλτα του Έβρου είναι ο Ιανουάριος, με μέση θερμοκρασία +1,40 C και ο θερμότερος ο Αύγουστος, με μέση θερμοκρασία +30,60 C. Η μέση ετήσια θερμοκρασία του αέρα είναι +15,30 C ενώ το μέσο ύψος βροχής φθάνει το Δεκέμβριο τα 95,2 χιλιοστά και τον Αύγουστο τα 12,9 χιλιοστά. Το ετήσιο ύψος βροχής (μέσος όρος) είναι 580 χιλιοστά.
Το μεγαλύτερο μέρος του Δέλτα καλύπτεται σήμερα από αλοφυτική βλάστηση, δηλαδή φυτά που αντέχουν στα αλατούχα εδάφη. Τοπικά εμφανίζεται και ξηροφυτική βλάστηση, στις ζώνες που έχουν αποξηρανθεί και δεν πλημμυρίζουν ούτε το χειμώνα με το νερό. Στην παράκτια ζώνη συναντάμε επίσης διάφορα αλόφυτα, προσαρμοσμένα στη θαλασσινή αλμύρα.
Στο Δέλτα του Έβρου συναντάμε μια αρκετά μεγάλη ποικιλία βιοτόπων, όπως γυμνά αλίπεδα, υφάλμυρα έλη με Salicornia europaea και Halimione sp., χορτολείβαδα, καλλιέργειες σταριού και καλαμποκιού περιοχές με αρμυρίκια (Tamarix sp.) μικρά παραποτάμια δάση, υπολείμματα των αρχαίων δασών, καλαμιώνες, έλη εποχιακά ή μόνιμα, με γλυκό νερό, λιμνοθάλασσες, αμμώδεις ακτές και φυτοκοινωνίες με Halocnemum sp. κατά μήκος των ακτών, όπως και αμμοθίνες, που σχηματίζουν συχνά ένα φράγμα.
Στον καθένα από τους παραπάνω βιότοπους φωλιάζουν ή βρίσκουν την τροφή τους διαφορετικά είδη πουλιών.
Στην περιοχή του Δέλτα έχουν παρατηρηθεί μέχρι σήμερα πάνω από 300 είδη πουλιών. Απο αυτά άλλα φωλιάζουν ή ξεχειμωνιάζουν εκεί και άλλα μένουν για να ξεκουραστούν, κατά τη διάρκεια της μετανάστευσή τους
Ο αριθμός των ειδών που έχουν παρατηρηθεί στο Δέλτα του Έβρου είναι πάρα πολύ μεγάλος αν σκεφθεί κανείς ότι όλα τα πουλιά της Ελλάδας αριθμούν τα 408 είδη.
Κατά τη διάρκεια του χειμώνα στην περιοχή μπορεί να παρατηρήσει κανείς Λαγγόνες (Phalacrocorax pygmeus), Αργυροτσικνάδες (Egretta alba), Σταχτοτσικνάδες (Ardea cinerea) , Κύκνους (cygnus olor και Cygnus cygnus), Χήνες (Anser erytrhopus), μικρούς αριθμούς Πελεκάνων και σχεδόν όλα τα είδη παπιών που ξεχειμωνιάζουν στη χώρα μας (Anas platyrynchos, Apenelope, A.strepera, A.acuta, A.crecca κ.τ.λ.). Επίσης ξεχειμωνιάζουν στο Δέλτα αρκετές Βαρβάρες (Tadorna tadorna) και Καστανόχηνες (Tadorna ferruginea).
Την ίδια εποχή τριγυρίζουν στο Δέλτα και οι τελευταίοι θαλασσαετοί (Haliaetus albicilla). ’λλα αρπακτικά που ψάχνουν στη περιοχή, για τροφή, είναι ο Καλαμόκιρκος (Circus aeruginosus), ο Βαλτόκιρκος (Circus cyaneus), ο Πετρίτης (Falco peregrinus) και ορισμένοι σπάνιοι χειμωνιάτικοι επισκέπτες , όπως ο Στεπογέρακας (Falco cherrug) και ο Νανογέρακας (Falco columbarius).
Χιλιάδες γλάροι πλημμυρίζουν αυτή την εποχή τα λασποτόπια του Δέλτα, ψάχνοντας για τροφή όπως ο Μαυροκεφαλόγλαρος (Larus melanocephalus), ο Λεπτόραμφος (Larus genei) και ο Νανόγλαρος (Larus minutus). Εδώ επίσης ξεχειμωνιάζει ένας μεγάλος αριθμός από Φαλαρίδες (Fulica atra).
Παλαιότερα φώλιαζαν στο Δέλτα ορισμένα σπάνια είδη πουλιών, όπως ο Φαραετός (Pandion haliaetus), ο Γερανός (Grus grus), οι Χαλκόκοτες (Plegadis Falcinellus) και οι Χουλιαρομύτες (Platalea leucorodia).Τώρα πια οι εμφανίσεις τους είναι μόνο τυχαίες ή κατά τη μετανάστευση, γιατί καταστράφηκαν οι τόποι αναπαραγωγής του. Κόπηκαν δέντρα και περιορίσθηκαν οι καλαμιώνες κ.λ.π.
Με τον ερχομό της ’νοιξης (αρχές με μέσα Μαίου), αρχίζουν το φώλιασμα πολλά σπάνια είδη πουλιών, όπως οι Στρειδοφάγοι (Haematopus ostalegus), οι Κοκκινοσκέληδες (Tringa totanus), οι θαλασσοσφυριχτές (Charadrius alexandrinus), οι Πετροτριλίδες, τα Νεροχελίδονα, τα γλαρόνια (Ποταμογλάρονο, Νανογλάρονο, Γελογλάρονο), ο Μαυροκέφαλος γλάρος, ο Πορφυροτσικνίας, ο Λευκοτσικνίας, οι Καλημάνες, ο Κρυπτοτσικνίας, ο Νυχτοκόρακας και άλλα.
Επίσης στο Δέλτα φωλιάζουν σε μικρούς αριθμούς, οι Αγκαθοκαλημάνες (Hoplopterus spinosus), σπάνιο είδος που φωλιάζει μόνο στη Θράκη και πουθενά αλλού στην Ευρώπη.
Κατά τη διάρκεια της ανοιξιάτικης και φθινοπωρινής αποδημίας παρατηρούνται στο Δέλτα πολλά σπάνια είδη παρυδάτων πουλιών όπως Δρεπανοσκαλίθρες (Calidris ferruginea), Σταχτοσκαλίθρες (Calidris temminckii) και πιο σπάνια Μπεκατσινοσκαλίθρες (Limicola Falcinellus).
’λλα αποδημητικά είδη που ξεκουράζονται στο Δέλτα είναι ο Πρασινοσκέλης (Tringa nebularia), ο Χαλικοκυλιστής (Arenaria interpres), ο Μαχητής (Philomachus pugnax) και η σπάνια Λεπτομύτα (Numenius tenuirostris), είδη που ταξιδεύουν ως τη Σοβιετική Ένωση. Ειδικά κατά την ανοιξιάτικη μετανάστευση παρατηρούνται κοπάδια από Μαυροκιρκίνεζα (Falco vespertinus), Στεπόκιρκους (Circus marcourus), Λειβαδόκιρκους (Circus pygargus) και Φιδαετούς (Circaetus gallicus).
Σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του χρόνου παρατηρούνται στο Δέλτα τα Φοινικόπετρα ή Φλαμίγκο (Phoenocoprerus ruber). Όμως μέχρι αυτή τη στιγμή δεν έχει γίνει αντιληπτό φώλιασμα του είδους στην περιοχή.
Κατά τα μέσα Αυγούστου το Δέλτα είναι σημείο για χιλιάδες πελαργούς που ετοιμάζονται για μετανάστευση προς την Αφρική, μέσο Τουρκίας και Μέσης Ανατολής. Τα κοπάδια παραμένουν για λίγες μέρες στον Έβρο για να τραφούν καλά και να πάρουν δυνάμεις για το μεγάλο ταξίδι τους.
Το καλοκαίρι εμφανίζονται στο Δέλτα μεγάλα κοπάδια από Ερωδιούς, Πάπιες , Αργυροπελέκανους, Λαγγόνες και Κορμοράνους. Η γεωγραφική θέση του Έβρου είναι τέτοια που ευνννοεί την παρουσία πολύ σπάνιων για τη χώρα μας πουλιών, που ξεπέφτουν εκεί σαν περιστασιακοί επισκέπτες , κυρίως από την Ασία, όπως η Αγελοκαλημάνα, ο Χαραδρίος της Κασπίας, ο Ψαρόγλαρος, οΛεύκουρος, η Δακτυλιδόχηνα, ο Νανόκυκνος κ.α.
Εκτός από τα πουλιά ο Έβρος φημίζεται και για την πλούσια ιχθυοπανίδα του που περιλαμβάνει 29 είδη ψαριών.Αυτά είναι η Λέστια (Abramis brama), η Μαλαμίδα (Vimba melanops), ο Κουτσουράς (Carassius carassius), η Πεταλούδα (Carassiys auratus gibelio), ο Ασημοκυπρίνος (Hypopthalmichthys molitrix), η Θρακοβελονίτσα (Sabanejewia aurata balcanica), το Περκί (Perca fluviatilis), το Ποταμολαύρακο (Stizostedion lucioperca), το Ηλιόψαρο (Lepomis gibbosus), ο Ποντογωβιός (Knipowitschia caucasica), ο Ρινογωβιός (Proterorhinus marmoratus), ο Πρασινογωβιός (Zosterissessor ophiocephalus), το φασί (Platichthys flesus luscus), το Τυλινάρι (Leuciscus cephalus macedonicus), το Τσαιλάκι (Leucisus bonysthenicus), το Ασπρογρίβαδο (Aspius aspius), ο Γουρουνομύτης (Chondrostoma vardarensis), η Βιργιάνα (Barbus cyclolepis cyclolepis), το Σίρκο (Alburnus alburnus), το Γυφτόψαρο (Gobio gobio bulgaricus), η Πέστροφα (Salmo trutta macedonicus), το Ξυρύχι (Acipencer sturio), η Τούρνα (Esox lusius), το Τσιρώνη (Rutilus rutilus) και το Μικροσίρκο (Leucaspius delineatus)’λλα είδη ψαριών του Δέλτα είναι ο Γουλιανός (Silurus glanis) και στις λιμνοθάλασσες το Χέλι (Anguila anguila), ο Κέφαλος (Mugil cephalus) και το Λαβράκι, (Dicentranchus labrax).
Ο επισκέπτης της περιοχής θα έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και άλλα ζώα, όπως πολλά είδη αμφιβίων και ερπετών.Τα κυριότερα αμφίβια είναι οι Τρίτωνες (Triturus cristatus και Triturus vulgaris), οι Βομβίνες (Bombina bombina και Bombina variegata), ο Πηλοβάτης (Pelobates syriacus), ο Φρύνος (Bufo bufo ), ο Πρασινόφρυνος (Bufo viridis), ο Δενδροβάτραχος (Hyla arborea), η Σαλαμάνδρα (Salamandra salamandra) και οι Βάτραχοι (Rana ribibunda και Rana graeca).
Στην περιοχή υπάρχουν σημαντικοί πληθυσμοί χελωνών (Testudo hermanni και Testudo graeca). Στις ρηχές λιμνούλες ζουν σημαντικοί αριθμοί από Νεροχελώνες (Emys orbicularis και Mauremys caspica) και Νερόφιδα (Natrix tesselata).Υπάρχουν επίσης στην περιοχή η Τρανόσαυρα (Lacerta trilineata), η Σμαραγδόσαυρα (Lacerta situla) ή Οχιά (Vipera ammodytes), ο Λαφιάτης (Elaphe quatorlineata), ο Έρυξ (Eryx jaculus) το Γατόφιδο (Telescopus fallax) και άλλα .Στο Δέλτα του Έβρου, αλλά και στη γύρω περιοχή υπάρχουν αρκετά είδη θηλαστικών. Μεταξύ αυτών τα πιο σπάνια είναι η Βίδρα (Lutra lutra), η Στικτοϊκτιδα (Vormela peregusna), ο Σπερμόφιλος (Citellus cittelus), το τσακάλι (Canis aureus) και ο Λύκος (Canis lupus).
Το Δέλτα του Έβρου είναι το ακρώτατο όριο της Ελληνικής Θράκης. ’λλοτε η Θράκη ήταν χώρα απέραντη, που εκτεινόταν σε όλη τη σημερινή Βουλγαρία και σε τμήμα της Σερβίας, όπως επίσης στη σημερινή Ευρωπαϊκή Τουρκία.Αρχικά η Θράκη ονομαζόταν Πέρκη, αργότερα όμως, σύμφωνα με τους αρχαίους μύθους, πήρε το όνομά της Θράκης, κόρης του Ωκεανού και αδελφής της Ευρώπης, της Ασίας και της Λιβύης (σημερινής Αφρικής).Στη σημερινή κοιλάδα του Έβρου και γύρω από το Δέλτα κατοικούσαν κατά την αρχαιότητα οι Οδρύσες, η ισχυρότερη και πολυαριθμότερη από τις φυλές των αρχαίων Θρακών, που υπήρξαν, για ένα μεγάλο διάστημα σύμμαχοι των Αθηναίων.Κατά τους Περσικούς πολέμους οι νότιες Θρακικές φυλές υποτάχθηκαν στους Πέρσες και αναγκάστηκαν να τους ακολουθήσουν στην εκστρατεία τους κατά της Ελλάδας.Στην περιοχή του Έβρου βρισκόταν μια πόλη που ονομαζόταν Δορίσκος. Έξω από αυτήν την πόλη σταμάτησαν οι Πέρσες και έγινε και η καταμέτρηση της απέραντης στρατιάς τους.
Με λεωφορείο, από την Αθήνα στην Αλεξανδρούπολη. Υπάρχει καθημερινά ένα δρομολόγιο . ΚΤΕΛ Αθήνας. Πληροφορίες Τηλ. (01) 512 5954. Από τη Θεσσαλονίκη για την Αλεξανδρούπολη πραγματοποιούνται καθημερινά 5 δρομολόγια, ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης. Πληροφορίες τηλ. : (031) 514 111.
Με τρένο, από την Αθήνα στην Αλεξανδρούπολη. Καθημερινά 3 δρομολόγια. Οργ. Σιδ. Ελλάδας (ΟΣΕ) Αθήνα τηλ. : 524 0646 - 8.
Από Θεσσαλονίκη για Αλεξανδρούπολη 4 καθημερινά δρομολόγια. Πληρ. : ΟΣΕ Θεσσαλονίκης (031) 517 517.
Με το αεροπλάνο, δυο ως τέσσερις πτήσεις την ημέρα από την Αθήνα για Αλεξανδρούπολη, το καλοκαίρι. Το χειμώνα εκτελούνται 3 - 8 πτήσεις την εβδομάδα. Πληροφορίες : Ο.Α. Αθήνας. Τηλ. : (01) 961 6161, Ο.Α. Αλεξανδρούπολης, Τηλ. : (0551) 26 361.
Στην Αλεξανδρούπολη υπάρχουν 20 ξενοδοχεία, πάνω από 300 ενοικιαζόμενα δωμάτια και το κάμπινγκ, ΑΚΤΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ (Τηλ. : 26 055), που λειτουργεί από τον Απρίλιο ως τον Οκτώβριο, δυναμικότητας 720 ατόμων. Για περισσότερες πληροφορίες : ΕΟΤ Αλεξανδρούπολης τηλ :28735.
Στις Φέρρες, κωμόπολη 5.000 κατοίκων, 29 χλμ. ΒΑ από την Αλεξανδρούπολη, χτισμένη δίπλα στο Δέλτα. Υπάρχουν λίγα ενοικιαζόμενα δωμάτια. Εδώ μπορεί να βρει κανείς φαγητό. Δήμος : πληροφορίες τηλ : 22 211.
Μέσα στον υγρότοπο υπάρχει ο Βιολογικός Σταθμός της Ελληνικής Εταιρείας Προστασίας της φύσης, o οποίος φιλοξενεί επιστήμονες και φοιτητές (Έλληνες και ξένους) οι οποίοι έχουν σαν σκοπό τη μελέτη του Δέλτα.
Μπορεί να φιλοξενήσει μέχρι 10 άτομα τη φορά. Για περισσότερες πληροφορίες απευθυνθείτ στην Ε.Ε.Π.Φ. και στα τηλ. : (01) 322 4944, 322 5285.
Χριστουγενιάτικη συνταγή της μπάμπω - Συνταγή Νέου Χειμωνίου
Θα χρειαστούμε έντερα (παχύ έντερο) ενός γουρουνιού. Τα πλένουμε με νερό και μαγειρική σόδα και από τις δυο μεριές. Αφού τα πλύνουμε αρκετά νερά τα βάζουμε σε νερό με ξύδι και λίγο αλάτι για να «ασπρίσουν». Πριν τα γεμίσουμε τα πλένουμε άλλα δυο νερά.
Γέμιση
2 κιλά συκώτι χοιρινό
2 κιλά κρέας χοιρινό
καρδιά, νεφρά, σπλήνα, (πνευμόνια προαιρετικά) χοιρινά
½ κιλό ρύζι
κόκκινο πιπέρι, ρίγανη, μαυροπίπερο, μπαχάρι σε σκόνη, κύμινο,
αλάτι
λίγο πράσο
Εκτέλεση
Ζεματάμε λίγο το συκώτι. Το ψιλοκόβουμε. Ψιλοκόβουμε και
το κρέας, την καρδιά, τα νεφρά, τη σπλήνα, τα πνευμόνια και το
πράσο.
Δένουμε τη μια άκρη με κλωστή κι αρχίζουμε να γεμίζουμε με το
χέρι. Δε βάζουμε πολλή γέμιση για να μη σπάσει το έντερο. Δένουμε
και την άλλη άκρη.
Μαγείρεμα
Σε κατσαρόλα βάζουμε νερό, ρίγανη, αλάτι, λάδι, λίγα κομματάκια κρέας (παλιά τρώγανε το ζουμί σαν σούπα). Όταν αρχίσει το νερό να βράζει βάζουμε την μπάμπω. Την τρυπάμε σε πολλές μεριές με πιρούνι ή ξυλάκι από σουβλάκι, για να μη φουσκώσει. Βράζουμε σε σιγανή φωτιά για περίπου μια ώρα.
Σταματοπούλου Σοφία – Σταματόπουλος Θύμιος
Η Παναγία η κοσμοσώτειρα
Στο νοτιοανατολικό άκρο του Ν. Έβρου, δίπλα στον ομώνυμο θρυλικό ποταμό και το Δέλτα του, δεσπόζει η σημερινή πόλη των Φερών με το ναό της Παναγίας Κοσμοσώτειρας στο κέντρο της να την κοσμεί ως τις μέρες μας. Η ιστορική διαδρομή των Φερών ταυτίζεται με αυτή της Μονής, έχοντας βέβαια την ίδια χρονική αφετηρία.
Το μοναστήρι της Παναγίας Κοσμοσώτειρας χτίστηκε το 1151/52 από τον Σεβαστοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό, γιο του αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού. Ο Ισαάκιος Κομνηνός έχει περάσει στην ιστορία σαν ικανότατος Στρατηγός με πολλές νικηφόρες μάχες στο ενεργητικό του. Ταυτόχρονα οι πηγές τον αναφέρουν και σαν συγγραφέα / ποιητή. Η άμετρη φιλοδοξία του τον οδήγησε σε πράξεις απονενοημένες. Πραξικοπηματικές απόπειρες ενάντια στον αυτοκράτορα αδελφό του Ιωάννη Π και μετέπειτα ενάντια στον ανιψιό του αυτοκράτορα Μαννουήλ είχαν σαν συνέπεια πολυετείς εξορίες. Εκεί, στις απομακρυσμένες βυζαντινές επαρχίες της Παλαιστίνης και της Συρίας, ο Ισαάκιος προχώρησε σε άνομες συμμαχίες ενάντια στην αυτοκρατορική του οικογένεια.
Το 1151/52 ο Ισαάκιος Κομνηνός εγκαινιάζει το μοναστηριακό του συγκρότημα και συγγράφει το Τυπικό του. Πρόκειται για κείμενο - μαρτυρία, χάρη στο οποίο γνωρίζουμε το καθεστώς λειτουργίας της μονής, τα περιουσιακά στοιχεία της, καθώς και σημαντικότατα στοιχεία για τα κτίσματα και τη γενική διαμόρφωση του Κομνήνειου αυτού μοναστικού ιδρύματος. Το 'Τυπικόν Ισαακίου Αλεξίου Κομνηνού της Μονής Θεομήτορος της Κοσμοσώτειρας' φωτίζει ακόμη, πτυχές της τοπικής μας ιστορίας.
Προσφέρει όλη την περιουσία του, κινητή και ακίνητη, στο μοναστήρι της Βήρας, καθιστώντας το έτσι ιδιαίτερα εύπορο και στηρίζοντας οικονομικά την αυτονομία του. Απέραντες εκτάσεις καλλιεργημένης γης με τους οικισμούς τους στο νότιο τμήμα της βυζαντινής Θράκης - που περιλάμβανε και μεγάλο τμήμα της πόλης της Αίνου -, 12 ποταμόπλοια που έφεραν έσοδα στο μοναστήρι, το απόλυτο δικαίωμα διαχείρισης των ποταμών 'Μαρίτζα' και Σαμία, καθώς και το Μετόχι του Αγ. Στεφάνου του Αυρηλιανού στην Κωνσταντινούπολη, περνούν στην κατοχή της Μονής.
Το Ιδρυμα ήταν μεγαλοπρεπές και ισάξιο των υπόλοιπων αυτοκρατορικών μονών της Οικογένειας των Κομνηνών ( Μονή της Χώρας Παντοκράτορος Χριστού). Ο κτήτορας Ισαάκιος Κομνηνός κατασκευάζει αρχικά το Καθολικό. Τις εργασίες παρακολουθεί ο ίδιος. Ο αρχιτεκτονικός του τύπος είναι σταυροειδής με τρούλο, σε μια - σπανιότατη - παραλλαγή του δικιονίου. Ο Γραμματικός του Μιχαήλ δίνει στο ναό την μεγαλοπρέπεια που του αρμόζει. Ο ναός , αν και μετρίου όγκου , γίνεται επιβλητικός χάρη στο εντυπωσιακό ύψος που του προσφέρει ο αρχιτέκτονας, μαζί με τον ιδιαίτερα μεγάλο τρούλο , τις σοφές αναλογίες των διαστάσεων, τη έλλειψη κιονοστοιχιών. Το έργο προκαλεί το θαυμασμό, όχι μόνο των συγχρόνων του, αλλά και των σημερινών μελετητών. Οι αγιογράφοι που φτάνουν από την Βασιλεύουσα αποτυπώνουν τη θεία ζωή της Παναγίας και του Χριστού με την αριστουργηματική τεχνοτροπία της Κωνσταντινουπολίτικης Σχολής. Από τις αγιογραφίες που σώζονται ως σήμερα, ξεχωρίζουν αυτές στο κέντρο του ναού. Πρόκειται για ανεπίγραφες αγιογραφίες τεσσάρων στρατιωτικών αγίων, που έχουν ταυτιστεί με πρόσωπα της οικογένειας των Κομνηνών , περιλαμβάνονται και του κτήτορα. Το αστραφτερό μάρμαρο του δαπέδου, των κιόνων, του τέμπλου καθώς και η επένδυση χρυσού φωτίζουν το εσωτερικό του ναού μαζί με το πλήθος των παραθύρων.
Γύρω από το Καθολικό οι τεχνίτες κατασκεύασαν τα κελιά και τα λουτρά των μοναχών, την Τράπεζα, την Βιβλιοθήκη με το σκευοφυλάκιο , το οίκημα του γραμμικού Μιχαήλ, τον πύργο με τα σήμαντρα, τη δεξαμενή νερού και τα περιέκλεισαν στον εσωτερικό περίβολο. Στο νοσοκομείο της Μονής ο Ισαάκιος επιθυμεί να καταφεύγουν και όσοι από τους κατοίκους των γύρω χωριών ασθενούν. Γνωρίζουμε ακόμη, πως υπήρχαν και δεύτερα λουτρά για τους περιοίκους και τους επισκέπτες. Μαζί με τα παραπάνω, ο ξενώνας, το δεσποτικό και το παρεκκλήσι το αγίου Προκοπίου προστατευόταν από τον εξωτερικό περίβολο. Οι μύλοι , οι στάβλοι, το νεκροταφείο των μοναχών τοποθετήθηκαν έξω από τα τείχη της Μονής.
Η ίδρυση του μοναστηρίου έγινε η αιτία να δημιουργηθεί εδώ ένας νέος οικισμός, η Βήρα (σημερινές Φέρες). Οι κάτοικοί της ήταν κυρίως εργάτες γης, που απασχολούνταν στα απέραντα κτήματα της μονής εξαναγκάστηκαν σε μετοίκηση από γειτονικά χωριά - που ανήκαν στην κυριότητα του Ισαάκιου.
Οι λεηλασίες των επόμενων αιώνων κατέστρεψαν το έργο ζωής του Ισαάκιου Κομνηνού. Μαζί χάθηκε κι όλη η κινητή περιουσία της Μονής πολύτιμες εικόνες - μωσαϊκή της Παναγίας Κοσμοσώτειρας, χρυσή του Παντοκράτορος Χριστού και αργυρή της Παναγίας , η πλούσια βιβλιοθήκη, τα έγγραφα της Μονής
(13ος / 14ος αι.), που οι συγκρούσεις των Βουλγάρων, Τούρκων και Φράγκων με τους Βυζαντινούς (13ος αι.) , καθώς και οι εμφυλιοπολεμικές συγκρούσεις (14ος αι.), κατασπάρασσαν την περιοχή μας , ως την οριστική κατάληψη της από τους από τους Τούρκους το 1380. Η Βήρα γίνεται θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων. Το 1342 οι έγκλειστοι στο "καρτερώτατον φρούριον" περίοικοι αγρότες και μοναχοί αντιστέκονται σθεναρά στην πολιορκία του Ιωάννη Vi Καντακουζηνού. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των σύγχρονων με τα γεγονότα χρονικογράφων, το μοναστηριακό συγκρότημα του Ισαάκιου Κομνηνού λειτουργούσε ως τέτοιο περίπου μέχρι τα μέσα του 14ου αι. και οδήγησαν στην εγκατάλειψη της Μονής και τον αποδεκατισμό των κατοίκων της Βήρας. Ετσι προετοίμασαν το έδαφος για την οριστική κατάληψη της Βήρας από τους Τούρκους γύρω στο 1380.
Οι Τούρκοι κατακτητές γκρέμισαν τα τείχη και τα περισσότερα κτίσματα της Μονής, διατήρησαν όμως το καθολικό της και το μετέτρεψαν σε μουσουλμανικό τέμενος, αφιερωμένο στον κατακτητή της, Σουλείμαν. Σαν τέτοιο λειτούργησε για πεντέμισι αιώνες, ως το 1920, χρονιά που η Θράκη πέρασε οριστικά στην ελληνική επικράτεια. Δέκα χρόνια αργότερα επισκέπτεται τις Φέρες ο Α. Ορλάνδος, απεσταλμένος του Υπ. Παιδείας και Θρησκευμάτων, και ξεκινά τις πρώτες εργασίες συντήρησης της εκκλησίας της Παναγίας Κοσμοσώτειρας. Κατά τις επόμενες δεκαετίες και ως τις μέρες μας, ήλθαν στο φως οι σπουδαίες αγιογραφίες που αναφέραμε, αφαιρέθηκε το μεταγενέστερο κοκκινωπό επίχρισμα στους εξωτερικούς τοίχους, αποκαλύπτοντας έτσι σημαντικά στοιχεία σχετικά με την κατασκευή του ναού. Το πιο σημαντικό από αυτά είναι το κεραμικό ανάγλυφο με τον μονοκέφαλο αετό στον ανατολικό τοίχο του καθολικού. Πρόκειται για το έμβλημα των Κομνηνών, που δεν θα συναντήσουμε σε κανένα άλλο βυζαντινό μνημείο στον ελλαδικό χώρο. Το κεραμικό αυτό ανάγλυφο πιστοποιεί την πραγμάτωση της επιθυμίας του κτήτορα, ο ναός της Κοσμοσώτειρας να γίνει και το μαυσωλείο του.
Από όλο το συγκρότημα των οικοδομημάτων της Μονής της Βήρας σήμερα σώζεται μόνο το καθολικό, ο Ναός της Παναγίας της Κοσμοσώτηρας. Αν ίσως στα θεμέλια κάθε μεγαλοπρεπούς κτίσματος και στους μυχούς κάθε φιλανθρώπων σπλάχνων κρύβεται το φίδι της υπερηφάνειας, τότε και τα μεν και τα δε είναι καταδικασμένα να χαθούν στο πέρασμα των αιώνων. Μόνο ο οίκος του Θεού ως κομμάτι επίγειο του Παραδείσου, όπου μέσα κατοικεί ένσαρκος ο Θεός, είναι "καταδικασμένος" να υπάρχει πάντοτε στους αιώνες.
Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010
Ο καιρός τα Χριστούγεννα
Παρασκευή 24/12/2010 (παραμονή Χριστουγέννων)
Αρχικά νεφώσεις παροδικά αυξημένες με λίγες τοπικές βροχές στα δυτικά και βόρεια. Από το απόγευμα οι βροχές στα βορειοδυτικά θα ενταθούν και θα εκδηλωθούν καταιγίδες που θα είναι κατά τόπους ισχυρές. Τη νύχτα τα φαινόμενα αυτά θα επεκταθούν και στις υπόλοιπες ηπειρωτικές περιοχές.
Οι άνεμοι θα πνέουν νότιοι νοτιοανατολικοί 6 με 7 και στα πελάγη τοπικά 8 μποφόρ, που από το βράδυ στα δυτικά θα στραφούν σε δυτικούς νοτιοδυτικούς και θα ασθενήσουν.Η θερμοκρασία σε μικρή πτώση στα βορειοδυτικά. Στην υπόλοιπη χωρα σε σχετικά υψηλά για την εποχή επίπεδα.
Σάββατο 25/12/2010 (Χριστούγεννα)
Στα δυτικά, τα βόρεια, το ανατολικό Αιγαίο και τα Δωδεκάνησα βροχές και τοπικές καταιγίδες. Τα φαινόμενα αρχικά θα είναι κατά τόπους έντονα, βαθμιαία όμως θα ασθενήσουν. Στην υπόλοιπη χωρα παροδικά αυξημένες νεφώσεις με λίγες πρόσκαιρες τοπικές βροχές. Χιόνια θα πέσουν στα βορειοδυτικά ορεινά.
Οι άνεμοι θα πνέουν στα δυτικά δυτικοί νοτιοδυτικοί 4 με 6 μποφόρ. Στα ανατολικά από νότιες διευθύνσεις 5 με 7 και στο Αιγαίο τοπικά 8 μποφόρ με βαθμιαία εξασθένηση.
Η θρμοκρασία σε πτώση κυρίως στα δυτικά και βόρεια.
Κυριακή 26/12/2010
Νεφώσεις με τοπικές βροχές και σποραδικές καταιγίδες αρχικά στα δυτικά, τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και τα Δωδεκάνησα και βαθμιαία στις υπόλοιπες περιοχές. Πρόσκαιρες χιονοπτώσεις στα ορεινά της βόρειας χωρας.
ΟΙ άνεμοι: νοτιοδυτικοί 3 με 5 και στο Αιγαίο πρόσκαιρα τοπικά 6 μποφόρ.
Η θερμοκρασία χωρίς αξιόλογη μεταβολή.
Δευτέρα 27/12/2010
Νεφώσεις με βροχές και καταιγίδες. Τα φαινόμενα στα δυτικά πιθανώς να είναι κατά τόπους έντονα. Χιονια θα πέσουν στα ορεινά καθώς και σε περιοχές της βόρειας χωρας με χαμηλότερο υψόμετρο.
Οι άνεμοι θα πνέουν από νότιες διευθύνσεις 3 με 5 και στα νοτιά πελάγη βαθμιαία 6 και τοπικά 7 μποφόρ.
Η θερμοκρασία σε μικρή πτώση στα δυτικά, κεντρικά και βόρεια.
Το κάστρο του Πυθίου
Το κάστρο του Πυθίου ή Εμπύθιον κατά τους βυζαντινούς συγγραφείς είναι κτισμένο σε ένα χαμηλό γήλοφο που αποτελεί την τελική απόληξη της γύρω ορεινής ζώνης προς την επίπεδη παραποτάμια πεδιάδα του Έβρου ποταμού. Βρίσκεται στις παρυφές του σύγχρονου οικισμού Πυθίου σε απόσταση 15 χλμ. βόρεια από το Διδυμότειχο. Σύμφωνα με τον ιστορικό Νικηφόρο Γρηγορά ιδρύθηκε από τον Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνό (1341-1355) με σκοπό να αποτελέσει το προσωπικό του καταφύγιο στις επιχειρήσεις που διεξήγαγε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου που ξέσπασε ανάμεσα σ΄αυτόν και τον νόμιμο διάδοχο. Η ίδρυση του τοποθετείται στα 1330-1340. Δεν γνώρισε όμως μεγάλη διάρκεια. Ήταν από τα πρώτα κάστρα που υπέκυψαν στις επιχειρήσεις των Οθωμανών Τούρκων κατά την προέλασή τους προς τη Θράκη. Μετά τον παροπλισμό του αναπτύχθηκε γύρω ένας οικισμός, γνωστός με το όνομα Καλελί Μπουργκάζ, ο οποίος βρισκόταν σε παρακλάδι του δρόμου από την Αδριανούπολη προς το Διδυμότειχο. Κατά τους χρόνους της επανάστασης το χωριό έγινε γνωστό διότι εδώ ετάφη ο πατριάρχης Κύριλλος ΣΤ΄, ο οποίος απαγχονίστηκε στην Αδριανούπολη το 1821.
Το όλο συγκρότημα αποτελούνταν από δύο περιβόλους, έναν εξωτερικό και έναν εσωτερικό. Ο εξωτερικός, από τον οποίο σήμερα σώζονται ελάχιστα τμήματα ανάμεσα στα σπίτια του οικισμού, απλωνόταν σ΄ όλη την έκταση του λόφου. Ο εσωτερικός καταλαμβάνει το άκρο του λόφου και τμήμα του έχει καταστραφεί από την λάξευση του λόφου για τη διέλευση της σιδηροδρομικής γραμμής που διέρχεται ακριβώς στη βάση του. Οι δυο περίβολοι ενισχύονταν με πύργους στις τρεις γωνίες, ενώ στα σημεία ένωσης των δύο περιβόλων υψώνονται οι δύο σωζόμενοι πύργοι με την είσοδο προς τον εσωτερικό περίβολο ανάμεσά τους. Ο μεγάλος κεντρικός πύργος είναι σχεδόν τετράγωνος στην κάτοψη με μήκος πλευράς 15 μ. Είναι τριώροφος και χρησίμευε ως κατοικία. Κάθε όροφος έχει τέσσερις χώρους που καλύπτονται με θόλους που στηρίζονται σε πλίνθινα τόξα τα οποία ξεκινούν από κεντρικό πεσσό και καταλήγουν στους εξωτερικούς τοίχους. Η είσοδος βρίσκεται στην ανατολική πλευρά. Στην ίδια πλευρά βρίσκεται και η διαμορφωμένη μέσα στο πάχος των τοίχων κτιστή κλίμακα που οδηγεί στους ορόφους και το δώμα του πύργου. Στη σωζόμενη απόληξη του πύργου διαμορφώνονται ισχυροί πρόβολοι που στήριζαν τον εξώστη ενός διευρυμένου ορόφου, ίσως και δύο, οι οποίοι περιλαμβάνονταν στον αρχικό σχεδιασμό, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι κατασκευάστηκαν. Οι πρόβολοι αυτοί αποτελούν καινοτομία της φρουριακής αρχιτεκτονικής στα χρόνια των Παλαιολόγων. Ο δεύτερος πύργος εδράζεται σε χαμηλότερο επίπεδο, αλλά σώζεται σε μεγαλύτερο ύψος. Είναι και αυτός σχεδόν τετράγωνος, αλλά μικρότερος με διαστάσεις 7,40 Χ 7,30 μ. και σώζεται σε ύψος 20 μ. Αποτελείται από τέσσερις ορόφους που στεγάζονται με σφαιρικούς θόλους. Ο κάθε όροφος είναι ανεξάρτητος.
Το φρούριο του Πυθίου, αν και δεν σώζει παρά μέρος μόνο του αρχικού του μεγέθους, εντυπωσιάζει τον επισκέπτη με τη μεγαλοπρέπεια, τη δύναμη και το ανάστημα των κτιριακών του όγκων. Κατατάσσεται στα πρωτοπόρα έργα της φρουριακής βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Δεν είναι μόνο ένα απλό στρατιωτικό αμυντικό έργο αλλά και μια μνημειώδης εγκατάσταση αυτοκράτορα.
|
το κείμενο επιμελήθηκε η Σταυρούλα Δαδάκη, αρχαιολόγος |
Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010
Μήνυμα Οικουμενικού Πατριάρχη για την εορτή των Χριστουγέννων
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ συλλειτουργοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ εὐλογημένα,
Μέσα εἰς τὴν ἀνὰ τὸν κόσμον ἐπικρατοῦσαν τελευταίως σκοτεινὴν ἀτμόσφαιραν τῆς σοβούσης ποικίλης κρίσεως, οἰκονομικῆς, κοινωνικῆς, ἠθικῆς καί, κυρίως, πνευματικῆς, ἡ ὁποία πολὺν θυμόν, πολλὴν πικρίαν, πολλὴν σύγχυσιν, πολλὴν ἀγωνίαν, πολὺ ἄγχος, πολλὴν ἀπογοήτευσιν καὶ πολὺν φόβον διὰ τὴν αὔριον προξενεῖ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, γλυκεῖα ἀκούεται ἡ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας:
«Δεῦτε, πιστοί, ἐπαρθῶμεν ἐνθέως καὶ κατίδωμεν συγκατάβασιν θεϊκὴν ἄνωθεν ἐν Βηθλεὲμ πρὸς ἡμᾶς ἐμφανῶς...»
(Ἰδιόμελον ΣΤ΄ Ὥρας Χριστουγέννων).
Πίστις ἀκλόνητος τῶν Χριστιανῶν εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς δὲν παρακολουθεῖ ἀφ' ὑψηλοῦ καὶ ἀδιαφόρως τὴν πορείαν τοῦ κατ' εἰκόνα καὶ ὁμοίωσίν Του ὑπὸ τοῦ ἰδίου, αὐτοπροσώπως, πλασθέντος ἀνθρώπου. Τούτου ἕνεκα καὶ ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ καὶ Λόγου Του ἦτο ἀπ' ἀρχῆς ἡ «εὐδοκία» Του, τὸ πρώτιστον θέλημά Του, ἡ «προαιώνιος βουλή» Του. Νὰ ἀναλάβῃ ὁ Ἴδιος, ἐξ ὑπερβολῆς ἀγάπης, τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ποὺ ἔπλασε, καὶ νὰ τὴν καταστήσῃ «θείας φύσεως κοινωνόν» (Β΄ Πέτρ. 1: 4).
Καὶ τοῦτο, πρὸ τῆς πτώσεως τῶν Πρωτοπλάστων, πρὸ καὶ αὐτῆς τῆς πλάσεώς των! Μετὰ τὴν πτῶσιν τῶν Πρωτοπλάστων, ἡ «προαιώνιος βουλὴ» τῆς Σαρκώσεως περιέλαβε τὸν Σταυρόν, τὸ Ἄχραντον Πάθος, τὸν Ζωοποιὸν Θάνατον, τὴν εἰς Ἅιδου Κάθοδον, τὴν Τριήμερον Ἔγερσιν, ὥστε ἡ παρείσακτος ἁμαρτία, ποὺ ἐδηλητηρίασε τὰ πάντα, καὶ ὁ λαθρεπιβάτης τῆς ζωῆς θάνατος νὰ τεθοῦν τελείως καὶ ὁριστικῶς ἐκποδών, καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀπολαύσῃ ἀκεραίαν τὴν Πατρικὴν κληρονομίαν τῆς αἰωνιότητος.
Ἀλλ' ἡ θεϊκὴ συγκατάβασις τῶν Χριστουγέννων δὲν περιορίζεται μόνον εἰς τὰ τῆς αἰωνιότητος. Ἀφορᾷ καὶ εἰς τὰ τῆς ἐπὶ γῆς πορείας ἡμῶν. Ὁ Χριστὸς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον διὰ νὰ εὐαγγελισθῇ τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν καὶ νὰ μᾶς εἰσαγάγῃ εἰς αὐτήν, ἀλλ' ἦλθεν ἐπίσης εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος τὴν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν.
Ἐχόρτασε θαυματουργικῶς κατ' ἐπανάληψιν τὰ πλήθη τῶν ἀκροατῶν τοῦ λόγου Του, ἐκαθάρισε λεπρούς, ἐστερέωσε παραλύτους, ἐχάρισε τὸ φῶς εἰς τυφλούς, τὴν ἀκοὴν εἰς κωφοὺς καὶ τὴν ὁμιλίαν εἰς ἀλάλους, ἀπήλλαξε δαιμονισμένους ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, ἀνέστησε νεκρούς, ὑπεστήριξε τὸ δίκαιον τῶν ἀδικουμένων καὶ λησμονημένων, ἐστηλίτευσε τὸν ἀθέμιτον πλουτισμόν, τὴν πρὸς τοὺς πτωχοὺς ἀσπλαγχνίαν, τὴν ὑποκρισίαν καὶ τὴν «ὕβριν» εἰς τὰς ἀνθρωπίνας σχέσεις, ἔδωκεν ἑαυτὸν ὑπόδειγμα ἐθελουσίου κενωτικῆς χάριν τῶν ἄλλων θυσίας! Ἴσως ἡ διάστασις αὕτη τοῦ μηνύματος τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως πρέπει νὰ προσεχθῇ περισσότερον κατὰ τὰ σημερινὰ Χριστούγεννα.
Πολλοὶ συνάνθρωποι καὶ συγχριστιανοὶ δοκιμάζουν φοβερὸν πειρασμὸν ἐκ τῆς σοβούσης κρίσεως. Εἶναι ἀναρίθμητοι αἱ στρατιαὶ τῶν ἀνέργων, τῶν νεοπτώχων, τῶν ἀστέγων, τῶν νέων μὲ τὰ «ψαλιδισμένα ὄνειρα». Ἀλλά, Βηθλεὲμ ἑρμηνεύεται «Οἶκος Ἄρτου»! Χρεωστοῦμεν, λοιπόν, οἱ πιστοὶ εἰς πάντας τοὺς ἐμπεριστάτους ἀδελφοὺς ὄχι μόνον τὸν «Ἐπιούσιον Ἄρτον», δηλαδὴ τὸν Χριστόν, ὁ Ὁποῖος εὑρίσκεται ἐσπαργανωμένος εἰς τὴν πενιχρὰν φάτνην τῆς Βηθλεέμ, ἀλλὰ καὶ τὸν καθημερινὸν ἐπιτραπέζιον ἄρτον τῆς ἐπιβιώσεως, καὶ ὅλα τὰ «ἐπιτήδεια τοῦ σώματος» (Ἰακ. 2: 16). Εἶναι ἡ ὥρα τῆς πρακτικῆς ἐφαρμογῆς τοῦ Εὐαγγελίου, ἐν ὑψηλῷ αἰσθήματι εὐθύνης!
Ἡ ὥρα, κατὰ τὴν ὁποίαν ἀκούεται ἐντονώτερος καὶ ἀπαιτητικώτερος ὁ ἀποστολικὸς λόγος: «Δεῖξον μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου» (Ἰακ. 2: 18)! Ὁ καιρός, δηλ. ἡ εὐκαιρία, νὰ «ἐπαρθῶμεν ἐνθέως» εἰς τὸ ὕψος τῆς οἰκειούσης ἡμᾶς μὲ τὸν Θεὸν βασιλικῆς ἀρετῆς τῆς Ἀγάπης.
Ταῦτα ἀπὸ τῆς ἁγίας καὶ μαρτυρικῆς καθέδρας τῆς Ἐκκλησίας τῶν τοῦ Χριστοῦ Πενήτων εὐαγγελιζόμενοι πρὸς τὰ ἀνὰ τὸν κόσμον τέκνα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐπικαλούμεθα ἐπὶ πάντας τὴν θεϊκὴν συγκατάβασιν, τὸ ἄπειρον ἔλεος, τὴν εἰρήνην καὶ τὴν χάριν τοῦ δι' ἡμᾶς ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου ἐνανθρωπήσαντος Μονογενοῦς Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, Ὧι ἡ δόξα, τὸ κράτος, ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνησις, σὺν Πατρὶ καὶ Πνεύματι, εἰς τοὺς αἰνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Φανάριον, Χριστούγεννα ,βι'
+ Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)