Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

Στήλη του Κωνσταντίνου Ι- Çemberlitaş I


Η στήλη του Κωνσταντίνου είναι ένα από τα αρχαιότερα μνημεία της Πόλης , αν όχι το αρχαιότερο. Η περιοχή στην οποία βρίσκεται στην ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο χρησιμοποιούνταν ως νεκρόπολη μιας και ηταν ακριβώς έξω από τα τείχη του Βυζαντίου. Το επίπεδο εκείνης της εποχής ήταν 4 μ. πιο κάτω από το σημερινό και σε ανασκαφές που έγιναν βρέθηκαν ανέγγιχτοι τάφοι που δείχνουν ότι από πολύ παλιά η περιοχή χρησιμοποιούνταν ως νεκροταφεία. Το αρχαίο Βυζάντιο ισοπεδώθηκε από τον αυτοκράτορα Σεβήρο , η περιοχή επιχωματώθηκε σε ύψος 1,5 μ. και η νεκρόπολη χάθηκε.


Ο Μ. Κωνσταντίνος στην περιοχή έφτιαξε ένα μεγάλο φόρουμ το οποίο ήταν κυκλικό και κατείχε στη ζωή της πόλης και τις επίσημες τελετές σημαντικό ρόλο. Ο χώρος όλος καλύφθηκε με μεγάλες πλάκες ( Πλακωτόν) ,από εδώ περνούσε η Μέση οδός, η κεντρικότερη οδός της πόλης, και στις δυό κατευθύνσειςυπήρχαν πύλες στολισμένες με πολλά αγάλματα. Όλο το φόρουμ στολίστηκε με πολλά έργα αρχαίας τέχνης, χτίστηκε κτίριο της Συγκλήτου (Σενάτο), πολλά μαγαζιά και πολλές εκκλησίες.



Στη μέση αυτού του χώρου το 328 στήθηκε η στήλη η οποία μεταφέρθηκε από τη Ρώμη. Το ύψος της ήταν 50 μ περίπου και αποτελούνταν από εννιά πορφυρίτες σπόνδυλους. Στήθηκε πάνω σε ένα βάθρο που αποτελούνταν από πέντε σκαλοπάτια, υπήρχε κι ένα είδος ιερού χώρου (sanktuar) με σκάλα.


Στην κορυφή της στήλης τοποθετήθηκε άγαλμα του θεού Ήλιου με τη μορφή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου.



Υπάρχουν πολλές αντικρουόμενες πληροφορίες και μύθοι για το τι ακριβώς τοποθετήθηκε σε αυτή τη στήλη. Λέγεται ότι τοποθετήθηκαν τόσο παγανιστικά σύμβολα, όπως το Παλλάδιο που μεταφέρθηκε από τη Ρώμη,όσο και χριστιανικά όπως κομμάτι του Τιμίου Σταυρού, καρφιά της Σαύρωσης, άλλα ιερά αντικείμενα καθώς και λείψανα αγίων. Η στήλη περιζώθηκε με δακτύλιους και στο βάθρο υπήρχαν ζωγραφιές αγίων.



Το 418 μετά από πτώση ενός κομματιού από τη στήλη μπήκαν σιδερένιοι χαλκάδες για ασφάλεια. Εξαιτίας της κεντρικής της θέσης σε πάρα πολλές φωτιές που ξεσπούσαν στην πόλη
έπαθε ζημιές το 465, 475, 497-98, το 509, 512, 532, 582 και το 603. Κατά τη Στάση του Νίκα το 532 έπαθαν σοβαρές ζημιές και οι στοές του φόρουμ. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του αγάλματος, η σφαίρα και το κοντάρι το 480 και το 542 έπεσαν.


Κατά τη βασιλεία του Βασιλείου του Α΄(867-886) χτίστηκε εκκλησία της Παναγίας (Θεοτόκος του Φόρου) . Στα πέριξ της εκκλησίας ξέσπασε πυρκαγιά το 932 και προκάλεσε καταστροφές.
Στους σεισμούς του 542 και 869 έπεσαν κομμάτια από τη στήλη. Το 1105 σε καταιγίδα που ξέσπασε το άγαλμα του Κων/νου και τρεις δακτύλιοι της στήλης έπεσαν. Αυτό το γεγονός προκάλεσε το θάνατο πολλών ανθρώπων. Ο Μανουήλ Α΄Κομνηνός (1143-1180) έκανε επισκευές στη στήλη και τοποθέτησε στην κορυφή της στήλης ένα αρχαίο κορινθιακό κίονα που είχε μια επιγραφή και στη θέση του αγάλματος ένα σταυρό.
Κατά τη διάρκεια της Λατινοκρατίας λεηλατήθηκε και το φόρουμ, ανάμεσα και σε αυτά που αρπάχτηκαν ήταν και ένα μεγάλο μπρούντζινο άγαλμα της Ήρας.

πηγή http://eistinpolin330.blogspot.com

Σάββατο 12 Μαΐου 2012

Τα καβείρια μυστήρια



Τα Καβείρια Μυστήρια πιθανολογείται να ήταν πελασγικής, Φρυγικής ή Φοινικικής προέλευσης . Αν και η λατρεία τους ήταν σχεδόν εξαπλωμένη σε όλη την Ελλάδα όπως και στην Μικρά Ασία έχουμε τα λιγότερα στοιχεία γι’ αυτά τα Μυστήρια
Κατά τον Ηρόδοτο οι Πελασγοί ίδρυσαν τα Καβείρια. Ο ίδιος όπως και ο βασιλιάς της Σπάρτης Λύσανδρος είχαν μυηθεί στα μυστήρια της Σαμοθράκης.
Ο Στησίμβροτος από τη Θάσο, τον οποίο αναφέρει και ο Στράβων υποστήριζε ότι οι Κάβειροι προέρχονταν από το βουνό Κάβειρο της Φρυγίας όπου επίσης υπάρχει και πόλη Καβειρία και Κάβειρα στον Πόντο. Επίσης άλλοι υποστηρίζουν ότι οι δαίμονες αυτοί ήρθαν από την Φοινίκη (απ’ όπου είχε έρθει κατά μία εκδοχή ο Κάδμος). Τέλος άλλοι λένε ότι οι Κάβειροι είναι θεότητες που έρχονται από την Αίγυπτο με τον Κάδμο που έζησε στη Μέμφιδα κι ύστερα στην Τύρο της Φοινίκης.
Το καβίρ στις σημιτικές γλώσσες σημαίνει μεγάλος, στην αραβική γράφεται Kebir ενώ στα σανσκριτικά το Kawiras σημαίνει επίσης μεγάλος. Από την άλλη πλευρά όμως κάποιοι υποστηρίζουν ότι αυτό το όνομα είναι ελληνικό και φαίνεται από το ρήμα καίω (καίειν – ΚαFeiροι) εφόσον και οι Κάβειροι έχουν σχέση μα τη φωτιά εφόσον ήταν παιδιά του Ήφαιστου.
Κατά τον Ηρόδοτο που επισκέφθηκε την Αίγυπτο ο μεγάλος θεός της Μέμφιδας ήταν ο Φθά ή Πτά που αποδίδεται στα ελληνικά με το όνομα Ήφαιστος.
Στην ελληνική μυθολογία οι Κάβειροι αλλά και οι θηλυκές Καβειρίδες είναι παιδιά του Ηφαίστου και της Καβειρώς. Σε μία άλλη παραλλαγή του μύθου ο Ήφαιστος και η Καβειρώ απέκτησαν τον Κάδμιλο και παιδιά του είναι οι Κάβειροι και οι Καβειρίδες .
Οι Κάβειροι είναι στην ουσία δαίμονες της γονιμικής μαγείας κάτι που προσδιορίζεται με τα όρθια αιδοία που αναπαριστάνονται. Τον ίδιο ρόλο άλλωστε έχουν οι Σάτυροι και οι Σιληνοί στα Διονυσιακά Μυστήρια.
Αναφορές του Ομήρου τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια μας δείχνουν ότι ο Αγαμέμνονας και ο Οδυσσέας, ανήκαν στον κύκλο των μυημένων αυτών των μυστηρίων .
Ο Φίλιππος ο Β΄ γνώρισε την μελλοντική του γυναίκα την Ολυμπιάδα (μητέρα του Αλέξανδρου) ενώ ήταν ιέρεια στα Μυστήρια της Σαμοθράκης, όταν αυτός πήγε να μυηθεί.
Η διαφορά από τα άλλα μεγάλα τοπικά κέντρα Μυστηρίων της Ελλάδος ήταν η μεγάλη εμβέλεια που είχαν αλλά και το ότι σ’ αυτά μπορούσαν να συμμετέχουν άνθρωποι χωρίς διάκριση φυλής, κοινωνικής τάξης και φύλου.
Και αυτά τα Μυστήρια αποτελούνταν από διάφορους βαθμούς μύησης και διαιρούνταν σε Μικρά και Μεγάλα Μυστήρια. Έχουμε κι εδώ τη λατρεία της Μεγάλης Θεάς που συσχετιζόταν με ιερούς βράχους πάνω στους οποίους γίνονταν προσφορές ή θυσίες. Το όνομα της μεγάλης θεάς ήταν Αξίερος Αργότερα οι Έλληνες την ταύτισαν με τη Δήμητρα. Την έλεγαν επίσης Ηλέκτρα ή Αλέκτρα , Οδηγήτρια (Αλέκ σημαίνει προστάτης και στη δωρική διάλεκτο έχει σχέση με το φως, όπως την ίδια ρίζα έχει και το όνομα του Αλέξανδρου).
Ο αντίστοιχος αρσενικός θεός ήταν ο Κάδμιλος που αργότερα κι αυτός ταυτίστηκε με τον Ερμή. Ο Κάδμιλος σε μία στήλη κρατά το κηρύκειο όπου μέσα υπάρχουν δύο μεγάλα φίδια που συμβόλιζαν τα δύο κοσμικά πνεύματα τους Καβείρους που τους αναπαριστούσαν σαν δύο δίδυμους αδελφούς , ιθυφαλλικούς και γυμνούς . Οι Έλληνες τους ταύτισαν με τους Διόσκουρους, τους Δίδυμους γιους του Δία τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη.
Οι δύο πρώτες θεότητες είχαν κυρίως χθόνιο και υπόγειο χαρακτήρα . Η μία είναι ο θεός του κάτω κόσμου και η άλλη η σύζυγός του που οι Έλληνες αργότερα ταύτισαν με τον Άδη και την Περσεφόνη. Στην προελληνική γλώσσα λέγονται Αξιόκερσος και Αξιόκερσα.
Οι χαρακτήρες όμως των Καβείρων αλλά και ο αριθμός τους είναι διαφορετικοί από τόπο σε τόπο.
( Π.χ στη Λήμνο και στη Μακεδονία λατρευόταν μία τριάδα , ενώ στη Θήβα ένα ζευγάρι αρσενικών θεών , ο Κάβειρος κι ο Παις ). Τα ονόματά τους όμως οι πιστοί δεν τα πρόφεραν, αλλά απλώς τους ονόμαζαν «Άνακτες», όπως στην Ελευσίνα οι «Θεοί» . Το δε πρόθεμα «άξιος» σήμαινε «άγιος».
Η μεγαλύτερη εξάπλωση αυτών των Μυστηρίων άρχισε τον 3ο π.Χ αι. όπου ευνοήθηκαν από την Μακεδονική πολιτική. Στην Όλυνθο της Χαλκιδικής βρέθηκε επιγραφή που συντελεί στο γεγονός ότι εκεί υπήρχε ναός των Καβείρων. Επίσης νομίσματα της Θεσσαλονίκης έφεραν την επιγραφή ΚΑΒΕΙΡΟΣ, ενώ άλλα ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ΚΑΒΕΙΡΟΙ. Επίσης στη Θεσσαλονίκη γίνονταν γιορτές και αγώνες με τα ονόματα Καβείρια Πύθια και Καβείρια επινίκια.
Η συμμετοχή στα μυστήρια δεν ήταν αναγκαστική για όσους πήγαιναν στο ιερό των Μεγάλων Θεών, όπως συνέβαινε στην Ελευσίνα. Το ιερό ήταν ανοιχτό στον καθένα για τη λατρεία των θεών σε όλες τις δημόσιες εκδηλώσεις.
Ο Θέωνας ο Σμυρναίος συγγραφέας του 2ου μ.Χ αι. υποστηρίζει πως η μύηση στα Καβείρια αποτελούνταν από πέντε μέρη που είναι τα εξής:
1)Καθαρμός,
2) Παράδοση της τελετής,
3)Εποπτεία
4) Ανάδεση στεφάνων ,
5) Τελειοποίηση και ευδαιμονία. Η λειτουργία των Καβειρίων άρχιζε με την δοκιμασία της προηγούμενης διαγωγής τους. Η εξομολόγηση ήταν υποχρεωτική καθαρίζοντας ψυχικά τους υποψήφιους. Κατά τη μύηση έβαζαν τον υποψήφιο πάνω σε θρόνο γι’ αυτό και η μύηση ονομαζόταν θρονισμός. Στο κεφάλι του μυούμενου έβαζαν στεφάνι ελιάς και γύρω από την κοιλιά μία κόκκινη λωρίδα που θα τον προφύλαγε από κάθε κίνδυνο.
Μετά ακολουθούσε ο ιερός χορός, όπου οι μυημένοι χόρευαν γύρω του. Στο ιερατείο των Καβειρίων υπήρχαν οι εξής: Ο Κόης ή Κοίης που ήταν ο εξομολογητής ιερέας, οι Ανακτοτελεστές που αποφάσιζαν ποιοι απ’ αυτούς που προσέρχονταν ήταν άξιοι να μυηθούν και η Λουτροφόρος που ήταν ιέρεια που ήταν υπεύθυνη για τους καθαρμούς των υποψηφίων. Οι μυήσεις γίνονταν σε ορισμένη εποχή του χρόνου και διαρκούσαν 9 ημέρες. Σ’ αυτή τη χρονική διάρκεια έσβηναν όλα τα φώτα στο νησί και πένθος απλωνόταν σε όλο το νησί. Νηστεία και θρήνος ήταν οι εκδηλώσεις του πένθους μέχρι να έρθει το καινούριο φως από το ιερό νησί της Δήλου.
Το φως το έφερναν με πλοίο. Αν το πλοίο έρχονταν νωρίτερα περιφερόταν ανοιχτά του νησιού. Όταν έφτανε η στιγμή το πλοίο έμπαινε στο λιμάνι , οι άνθρωποι έπαιρναν το φως πιστεύοντας ότι έτσι καθαρμένοι από κάθε κακό έμπαιναν σε καινούρια ζωή, αναγεννιόντουσαν κάνοντας μια νέα αρχή .
Στη συμβολική τέλεση των μυστηρίων έχουμε την θυσία και ανάσταση του Καδμίλου ο οποίος αργότερα νυμφεύεται τη χαμένη Κόρη. Αναστημένος πια ο Καδμίλος τελεί τον ιερό γάμο που είναι και το μεγάλο μυστήριο. Σε ετρουσκικά αγγεία τη θυσία του Καδμίλου την κάνουν αδέλφια του οι Κάβειροι και στην ανάσταση που την κάνει ο Ερμής παρευρίσκονται μόνο τα αδέλφια του.
Στα Καβείρια θάβεται το αρσενικό όπως σε όλα τα μυστήρια της Μέσης Ανατολής ενώ στην Ελευσίνα θάβεται η Περσεφόνη.Στα Καβείρια ο θνήσκων θεός είναι αρσενικός που συμβολίζει τον σπόρο και ανασταίνεται για να δώσει νέα ζωή κάτι που επικράτησε και στη δική μας θρησκεία.
Γενικώς τα Καβείρια Μυστήρια στην λειτουργία τους είχαν τον θεμελιώδη σκοπό στο να επιδιώκουν την ηθικοποίηση των ανθρώπων όπως το αναφέρει και ο Διόδωρος Σικελιώτης λέγοντας «..οι μυούμενοι γίνονταν ευσεβέστεροι, δικαιότεροι και κατά πάντον καλλίτεροι».
Επίσης σε αυτά γίνονταν και διδασκαλίες για τη γέννηση του κόσμου και του ανθρώπου.
Δηλαδή πέρα από τη λατρεία τους και τη θρησκευτική τους υπόσταση είχαν και τον χαρακτήρα της κοινωνικής αρετής όπως άλλωστε όλα τα μυστήρια (είτε ήταν μικρά ή τοπικά είτε ήταν μεγάλα) της αρχαίας Ελλάδας.


Νέο βιβλίο με πλούσιο φωτογραφικό υλικό μας ξεναγεί στους θησαυρούς των αρχαίων Θρακών

Κείμενο: Μαρία Πέεβα


© Φωτογραφία: Οι φωτογραφία χορηγήθηκαν από την Δρ Παβλίνα Ηλίεβα
Χρυσά αντικείμενα από τον θσηαυρό του Βαλτσιτράν, βορειοκεντρικής Βουλγαρίας




Οι θεωρίες που υπάρχουν σχετικά με τους αρχαίους Θράκες, ωθούν πολλούς βούλγαρους αρχαιολόγους να αφιερώσουν τη ζωή τους στην αναζήτηση στοιχείων τα οποία θα βοηθήσουν στην σύνθεση του πολύπλοκου πάζλ που θα παρουσιάσει την πραγματική ιστορία τους. Οι χρυσοί και αργυροί θησαυροί που έχουν έρθει στο φως από την αρχαιολογική σκαπάνη, έλκουν χιλιάδες επισκέπτες από τη χώρα και το εξωτερικό στα μουσεία της Βουλγαρίας ή των άλλων χωρών στις οποίες περιοδεύουν και φέρνουν στα πέρατα του κόσμου τη φήμη της πατρίδας μας, παρουσιάζοντάς την σαν ένα "χρυσό κομμάτι γης".

Όμως οι φίλοι της ιστορίας δεν αρκούνται στα όσα βλέπουν πίσω από τις βιτρίνες των μουσείων. Ένας άλλος τρόπος να βρεθούμε κοντά στην ιστορία και τους θρακικούς θησαυρούς είναι τα βιβλία. Το τελευταίο βιβλίο-φωτογραφικό άλμπουμ που εκδόθηκε και το οποίο παρουσιάζει τη θρακική ιστορία, είναι "Οι θρακικοί θησαυροί και η Κοιλάδα των Θρακών βασιλέων". Στο βιβλίο αυτό ο φακός του φωτογράφου Νικολάι Γκένοφ έχει αποτυπώσει, με τον καλύτερο τρόπο, ακόμα και τις μικρότερες λεπτομέρειες των αρχαιολογικών ευρημάτων. Για την καταπληκτική ποιότητα του βιβλίου και για την προσφορά του στον βουλγαρικό πολιτισμό, ο εκδοτικός οίκος "Χέρμες" τιμήθηκε με ειδικό βραβείο της Ένωσης "Βουλγαρικό βιβλίο".

"Κάθε ένα από τα αντικείμενα που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, είναι ένα μικρό παραμύθι για τους Θράκες", λέει η Δρ Παβλίνα Ηλίεβα, συγγραφέας του βιβλίου και διευθύντρια του αρχειακού τμήματος του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Ακαδημίας Επιστημών της Βουλγαρίας. "Όσο και αν επιζητούμε να διαχωρίσουμε τη μυθολογία από την πραγματικότητα, σε ό,τι αφορά τους θησαυρούς αυτούς, ανακαλύπτουμε ότι αυτή αποτελεί τμήμα των τελετών, τμήμα των δοξασιών και της ζωής των Θρακών. Με τον τρόπο αυτό ανακαλύπτουμε τα σύμβολα τα οποία τιμούσαν".

Αυτός είναι ο λόγος που η Δρ Ηλίεβα αποφάσισε να αρχίσει το βιβλίο της αναφερόμενη στους μύθους και τα στοιχεία που παρουσιάζουν οι αρχαίοι συγγραφείς της ιστορίας των Θρακών.

"Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, μέχρι τα μέσα της 1ης προ Χριστού χιλιετίας, η τεράστια περιοχή της Θράκης κατοικείται από ένα μωσαϊκό ανεξάρτητων φυλών που σχηματίζουν το μεγαλύτερο σε μέγεθος λαό μετά τον ινδικό", λέει η συγγραφέας. "Η πρώτη αναφορά στους Θράκες γίνεται από τον Όμηρο που στην Ιλιάδα αφηγείται τον πόλεμο της Τροίας, στον οποίο οι Θράκες ήταν σύμμαχοι των Τρώων. Ο Όμηρος περιγράφει τη Θράκη σαν "γη πλούσιων και πολεμοχαρών βασιλέων". Το δεύτερο μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στους θησαυρούς που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στην πορεία των ετών. Εκτός από τους θησαυρούς του Βαλτσιτράν, του Ρογκοζέν και του Παναγκιούριστε, οι αναγνώστες έχουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν λεπτομέρειες και ανακαλύψεις οι οποίες δεν είναι πλατιά διαδεδομένες, αλλά εξίσου σημαντικές για την ιστορία. Για παράδειγμα αναφέρουμε το θησαυρό της Λέτνιτσα ο οποίος αποκαλύπτει μυθολογικές σκηνές που μιλούν για το θεϊκό χαρακτήρα της βασιλικής εξουσίας στους Θράκες. Ο θησαυρός αποτελείται από 15 αργυρά τμήματα αρματωσιάς ίππου τα οποία χρονολογούνται στην περίοδο του πρώτου ήμισυ του 4ου π.Χ. αιώνα. Στην ίδια χρονική περίοδο ανήκουν τα ευρήματα που βρέθηκαν τυχαία, κοντά στο χωριό Μπόροβο του Δήμου Ρούσε. Πρόκειται για αργυρά σκεύη πόσης που συμβολίζουν τη βασιλική εξουσία και που, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, χρησιμοποιούταν σε βασιλικές τελετές. Η εξαιρετική καλλιτεχνική αξία του θησαυρού απεικονίζεται στις υπέροχα χαραγμένες μορφές των ταύρων, της σφήγκας, του αλόγου αλλά και των υπόλοιπων σκηνών που συνδέονται με τη λατρεία του Διόνυσου και που θεωρούνται απόδειξη της πίστης των Θρακών στην αθανασία".


Αντικείμενα από τον θησαυρό από το χωριό Λέτνιτσα

Οι υπέροχες φωτογραφίες του βιβλίου, μας δίνουν τη δυνατότητα να θαυμάσουμε τη μαστοριά της κατασκευής των αντικειμένων που ανακάλυψε η αρχαιολόγος κα Ντανιέλα Αγκρέ στον βασιλικό τάφο, ο οποίος χρονολογείται στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. ο τάφος ανακαλύφθηκε στον τύμβο Γκλιάμα Μογκίλα, κοντά στα χωριά Μαλομίροβο και Ζλατίνιτσα στην περιοχή του Δήμου Γιάμπολ, νοτιοανατολικής Βουλγαρίας. Ο θησαυρός περιλαμβάνει τον πλήρη εξοπλισμό του ηγεμόνα, αλλά ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η ασημένια επιγονατίδα στην οποία υπάρχει χρυσή απεικόνιση του καβαλάρη βασιλιά, η Μεγάλη μητέρα- θεά και άλλα φανταστικά πρόσωπα. Εξαιρετική σημασία έχε3ι ένα χρυσό στεφάνι, στο κέντρο του οποίου είναι χαραγμένη η μορφή της θεάς Νίκης.



Δοχεία από τον θησαυρό του Μπόροβο

Το βιβλίο-άλμπουμ είναι αφιερωμένο στον μεγάλο βούλγαρο αρχαιολόγο καθηγητή κ Γκεόργκι Κίτοφ (στην κάτω φωτογραφία, με τη χρυσή προσωπίδα Θράκα ηγεμόνα), ο οποίος έφερε στο φως σειρά σημαντικών μνημείων του θρακικού πολιτισμού. Το τρίτο μέρος του βιβλίου, εξετάζει ορισμένες από τις πιο σημαντικές ανακαλύψεις του, όπως η Κοιλάδα των Θρακών βασιλέων. Το 2004 ο καθηγητής Κίτοφ ανακάλυψε μια χρυσή προσωπίδα στον τύμβο Σβετίτσα, κοντά στο χωριό Σίπκα, η οποία, κατά πάσα πιθανότητα, ανήκε σε κάποιο από τους ηγεμόνες των Θρακών. Στον καθηγητή Κίτοφ οφείλεται η ανακάλυψη του τάφου γνωστού θράκα ηγεμόνα, το όνομα του οποίου αναφέρεται στην ιστορία.



"Έχει εξακριβωθεί ότι ο μεγαλοπρεπής ναός, που βρίσκεται στον τύμβο Γκολιάμα Κοσμάτκα κοντά στο χωριό Σίπκα, χρησιμοποιήθηκε σαν τάφος του ξακουστού θράκα ηγεμόνα Σεύθη Γ'. Ο ηγεμόνας βασίλεψε στην περίοδο 330 – 280 π.Χ.", λέει η κα Ηλίεβα. "Το μνημείο αποτελείται από ένα διάδρομο μήκους δεκατριών μέτρων και τρία δωμάτια. Η ταφή του ηγεμόνα, κρίνοντας από τον εξοπλισμό του αλλά και τα πάμπολλα αργυρά και χρυσά αντικείμενα που βρέθηκαν, ήταν εξαιρετικά πλούσια. Το πιο ενδιαφέρον αντικείμενο είναι η χάλκινη κεφαλή του Σεύθη Γ'".


Ο καθ. Κίτοφ δείχνει στα παιδιά την χάλκινη κεφαλή του Σεύθη Γ'

Διαβάζοντας και τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, ο αναγνώστης μπορεί να αποκτήσει μια εικόνα του μεγαλείου των αρχαίων Θρακών και των επιτευγμάτων του πολιτισμού τους.

Μετάφραση: Σταύρος Βανιώτης

Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Τα δίδυμα της Κλεοπάτρας και του Μάρκου Αντώνιου


Τα δίδυμα της Κλεοπάτρας και του Μάρκου Αντώνιου στο φως
Βρέθηκαν χάρη στην ανακάλυψη μιας ιταλίδας αιγυπτιολόγου

Τα δίδυμα αγκαλιασμένα, όπως απεικονίζονται στο γλυπτό
Τα δίδυμα της Κλεοπάτρας και του Μάρκου Αντώνιου, ο Αλέξανδρος Ηλιος και η Κλεοπάτρα Σελήνη έχουν τώρα πρόσωπο!

Το «βρήκαν» χάρη στην ανακάλυψη μιας ιταλίδας αιγυπτιολόγου, η οποία εντόπισε και ταύτισε ένα γλυπτό του Μουσείου του Καΐρου με τα δύο παιδιά της Κλεοπάτρας. Συγκεκριμένα πρόκειται για μία γλυπτή σύνθεση από ψαμμίτη, ύψους ενός μέτρου, που απεικονίζει ένα αγόρι και ένα κορίτσι αγκαλιασμένα. Τα παιδιά, που είναι πανομοιότυπα, έχουν περασμένο το ένα τους χέρι στον ώμο του άλλου, ενώ με το άλλο κρατούν ένα φίδι. Επιπλέον στα πόδια τους τυλίγονται οι ουρές δύο άλλων φιδιών.
Το πιο καθοριστικό στοιχείο είναι όμως, ότι το αγόρι φέρει έναν ηλιακό δίσκο στο κεφάλι του και το κορίτσι μία ημισέληνο. Αλλά και τα φίδια, που είναι πιθανότατα δύο κόμπρες συμβολίζουν επίσης τον ήλιο και τη σελήνη. Και τα δύο εξάλλου φέρουν από ένα μάτι του Ωρου, σύμβολο συνηθισμένο στην αιγυπτιακή τέχνη.

«Τα πρόσωπα δεν διατηρούνται σε καλή κατάσταση αλλά μπορούμε να δούμε ότι το αγόρι έχει βοστρύχους και μια κορδέλα στο δεξί μέρος του κεφαλιού, χαρακτηριστικό των παιδιών των Αιγυπτίων ενώ τα μαλλιά του κοριτσιού είναι χτενισμένα με χαρακτηριστική κόμμωση, που συνδέεται με τη δυναστεία των Πτολεμαίων και ειδικά με την Κλεοπάτρα»,λέει η αιγυπτιολόγος Τζουζέπα Καπριότι.

Το γλυπτό χρονολογείται στο 50-30 π. Χ. και δεδομένου ότι τα παιδιά γεννήθηκαν το 40 π. Χ. η χρονολογία της απεικόνισής τους ταιριάζει. Να σημειωθεί, ότι όταν γεννήθηκαν, έφεραν απλώς τα ονόματα Αλέξανδρος και Κλεοπάτρα. Οταν όμως αναγνωρίσθηκαν από τον πατέρα τους _ τρία χρόνια αργότερα μόλις ο Αντώνιος επέστρεψε από την Αντιόχεια _ πήραν και τα ονόματα Ηλιος και Σελήνη. Οπως λέει μάλιστα η Καπριότι η αναγνώριση αυτή σημαδεύτηκε από μία έκλειψη, και ίσως γι΄αυτό το λόγο και προκειμένου να συνδεθεί η γέννηση των παιδιών με θεότητες, προστέθηκαν αυτά τα ονόματα. Παρά το γεγονός μάλιστα, ότι στην Αίγυπτο η Σελήνη ήταν αρσενική θεότητα, στην προκειμένη περίπτωση ακολούθησαν την ελληνική παράδοση.

Το γλυπτό είχε έρθει στο φως κοντά στο ναό του Χαθόρ στη Δένδερα της δυτικής όχθης του Νείλου το 1918. Και όπως είναι γνωστό στο ναό αυτό είχαν φιλοτεχνηθεί, κατόπιν εντολής της Κλεοπάτρας, πολλά έργα, μεταξύ των οποίων και ένα μνημειώδες ανάγλυφο, που απεικονίζει την ίδια και τον γιο της από τον Ιούλιο Καίσαρα, τον Πτολεμαίο ΙΕ΄ ή Καισαρίωνα.

Ιστορικά και όσον αφορά τα δίδυμα, μετά τον θάνατο του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας μεταφέρθηκαν στη Ρώμη από τον Οκταβιανό το 30 π. Χ., ως βασιλικοί αιχμάλωτοί του και παραδόθηκαν στην αδελφή του Οκταβία, την τρίτη σύζυγο του Αντωνίου, για να τα αναθρέψει. Εκτοτε τα ίχνη του αγοριού χάθηκαν ενώ αντίθετα η Κλεοπάτρα Σελήνη παντρεύτηκε το 20 π. Χ. τον βασιλιά Ιόβα Β΄ της Νουμιδίας και όπως φαίνεται η θέση της ήταν ισχυρή στο κράτος καθώς κάποια στιγμή κόπηκαν νομίσματα με τον βασιλιά στη μία όψη και τη βασίλισσα στην άλλη. Η ίδια μάλιστα βάφτισε το γιο της Πτολεμαίο ακολουθώντας την παράδοση της πτολεμαίας μητέρας της.

Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Οι γενουάτες του αιγαίου

κάστρο μυτιλήνης


Ο ανταγωνισμός μεταξύ Βενετίας και Γένοβας

Η δράση της Γένοβας στο χώρο του Αιγαίου πελάγους υπήρξε μακρά και συνδέεται με την προσπάθεια της ιταλικής ναυτικής πόλης να αποκτήσει βάσεις για την ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου της και τον έλεγχο των μεγάλων θαλάσσιων διαδρομών αφενός μεν προς την Κωνσταντινούπολη και τον Εύξεινο Πόντο αφετέρου δε προς την Κύπρο και τη Συροπαλαιστίνη.

Η παρουσία της Γένοβας στα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εδραιώνεται κυρίως στο β΄ μισό του 12ου αιώνα, όταν ο αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ Κομνηνός (1143-1180) της παραχώρησε σημαντικά εμπορικά προνόμια, προσπαθώντας να περιορίσει τη δύναμη της ανταγωνίστριας δύναμής της, της Βενετίας.

Λίγα χρόνια πριν από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204, ένας μεγάλος αριθμός Γενουατών εμπόρων είχε επιδοθεί στην πειρατεία και είχε καταλάβει διάφορες βάσεις στο Αιγαίο. Όταν ο Βενετός στρατιωτικός Μάρκος Σανούδος έσπευσε να καταλάβει με τη συγκατάθεση του Λατίνου αυτοκράτορα και της Βενετίας τα νησιά των Κυκλάδων μεταξύ των ετών 1204 και 1207, αποβιβάστηκε στη Νάξο και επιτέθηκε εναντίον των Γενουατών πειρατών που είχαν οχυρωθεί στο ισχυρό κάστρο του Απαλίρου. Η Κρήτη επίσης χρησιμοποιούνταν πιθανότατα ως βάση Γενουατών πειρατών πριν από το 1204, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, το 1206, ένα σημαντικό τμήμα της καταλήφθηκε από τον Ερρίκο Πεσκατόρε (Pescatore), Γενουάτη κόμη της Μάλτας.
παλαιόχωρα σαμοθράκης
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204 είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την εδραίωση της Βενετίας στον ελλαδικό χώρο. Η Γένοβα, που είχε επίσης σημαντικά εμπορικά συμφέροντα στον ελλαδικό χώρο, δεν αποδέχθηκε την κυρίαρχη θέση της Βενετίας και για αρκετά χρόνια επιδόθηκε σε πολεμικές συγκρούσεις μαζί της. Το 1205 συμμάχησε με την επίσης αξιόλογη ναυτική ιταλική πόλη Πίζα και ενεπλάκη σε πόλεμο με τη Βενετία, με την οποία υπέγραψε τελικά συνθήκη ειρήνης το καλοκαίρι του 1206. Την ίδια περίοδο, ωστόσο, η Βενετία στην προσπάθειά της να επιβάλει τα κυριαρχικά της δικαιώματα στην Κρήτη, που της είχε παραχωρηθεί από τον ηγέτη της Δ΄ σταυροφορίας Βονιφάτιο Μομφερατικό, έστειλε τον στόλο της εναντίον του Γενουάτη Πεσκατόρε, που είχε καταλάβει σημαντικό τμήμα του νησιού. Ο τελευταίος ζήτησε τη βοήθεια της Γένοβας, με αποτέλεσμα να προκληθούν νέες πολεμικές συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο ιταλικές πόλεις, μέχρι την τελική επικράτηση της Βενετίας το 1211.

Οι σχέσεις της Γένοβας και της Βενετίας εξακολούθησαν να είναι εχθρικές μέχρι το 1218, οπότε η τελευταία επικύρωσε τα προνόμια που είχαν παραχωρήσει στη Γένοβα κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα οι βυζαντινοί αυτοκράτορες και της επέτρεψε να εμπορεύεται στα εδάφη της Λατινικής Αυτοκρατορίας. Την εποχή αυτή αξιόλογη παρουσία Γενουατών εμπόρων σημειώνεται στη Θεσσαλονίκη και στο δουκάτο των Αθηνών.

Ο εμπορικός ανταγωνισμός ωστόσο ανάμεσα στις δύο ιταλικές πόλεις δε σταμάτησε σχεδόν ποτέ και απέκτησε ιδιαίτερα οξεία μορφή το 1256, οπότε ξέσπασε ο πρώτος μεγάλος βενετο-γενουατικός πόλεμος του 13ου αιώνα στις παράλιες πόλεις της Συροπαλαιστίνης. Ο πόλεμος αυτός που έληξε μόλις το 1270 με ήττα της Γένοβας σήμανε την απομάκρυνση της τελευταίας από το επικερδές εμπόριο της Συροπαλαιστίνης και την επικέντρωση του ενδιαφέροντός της στο χώρο του Αιγαίου και του Εύξεινου Πόντου. Τρεις ακόμη σκληρές αναμετρήσεις ακολούθησαν ανάμεσα στη Βενετία και τη Γένοβα κατά τη διάρκεια του 13ου και 14ου αιώνα (1294-1299, 1350-1351 και 1375-1381), επισφραγίζοντας το σφοδρό ανταγωνισμό των δύο αντιμαχόμενων ιταλικών πόλεων.

 Κτήσεις των Γενουατών στο βορειοανατολικό Αιγαίο

παλαιόχωρα σαμοθράκης
Η διείσδυση της Γένοβας στον ελλαδικό χώρο θα προχωρήσει με πολύ γρήγορο ρυθμό κυρίως μετά την υπογραφή της συνθήκης του Νυμφαίου στις 10 Ιουλίου του 1261 με τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (1259-1282), ο οποίος της παραχώρησε σημαντικά εμπορικά προνόμια ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια που θα του παρείχε στην προσπάθειά του να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Μετά την ανακατάληψη της βυζαντινής πρωτεύουσας στις 25 Ιουλίου του ίδιου έτους, οι Γενουάτες εγκαταστάθηκαν στο Γαλατά, στην ανατολική ακτή του Κεράτιου κόλπου, ο οποίος λόγω της προνομιακής του θέσης εξελίχθηκε γρήγορα στο σπουδαιότερο εμπορικό κέντρο της Γένοβας στην Ανατολή. Σημαντικές εμπορικές εγκαταστάσεις απέκτησε επίσης η Γένοβα στον Εύξεινο Πόντο, με σημαντικότερη εκείνη του Καφφά (Θεοδοσία) στην Κριμαία, που ιδρύθηκε το 1266. Οι Γενουάτες επωφελούμενοι από τη συνθήκη του Νυμφαίου εμφανίζονται στα τέλη του 13ου αιώνα σε πολυάριθμα λιμάνια του Αιγαίου: Ραιδεστό, Θεσσαλονίκη, Λήμνο, Χίο, Φώκαια, Σμύρνη, Αδραμύττιο, Ρόδο κ.ά.

Ο Μιχαήλ Η΄ προκειμένου να αντιμετωπίσει τους εχθρούς της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δε δίστασε να προχωρήσει στη σύναψη συμμαχιών όχι μόνο με ισχυρά κράτη, αλλά και με μεμονωμένα άτομα, τα οποία ήταν ικανά να του παρέχουν τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες. Γενουάτης ήταν ο πειρατής Ιωάννης ντε λο Κάβο (de lo Cavo), στον οποίο παραχωρήθηκαν περίπου το 1278 η Ανάφη και η Ρόδος λόγω των στρατιωτικών του επιτυχιών εναντίον των αντιπάλων της αυτοκρατορίας. Μετά τον Ιωάννη ντε λο Κάβο η Ρόδος παραχωρήθηκε το 1282/1283 στον επίσης Γενουάτη πειρατή Αντρέα Μορέσκο (Andrea Moresco) μέχρι την κατάκτηση του νησιού από το τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών μεταξύ των ετών 1306 και 1309.

Το 1267 ή το 1275 ο Μιχαήλ Η΄ παραχώρησε σε δύο ακόμη Γενουάτες, τα αδέλφια Βενέδικτο και Μανουήλ Ζακαρία (Zaccaria), τη Φώκαια της Μικράς Ασίας, με την προϋπόθεση να τον υπηρετούν ως έμπιστοι απεσταλμένοι του σε κράτη της Δύσης. Οι αδελφοί Ζακαρία έχτισαν μεταξύ των ετών 1286 και 1296 τη Νέα Φώκαια στα βόρεια της παλιάς πόλης (που πήρε το όνομα Παλαιά Φώκαια), ενώ στις αρχές του 14ου αιώνα επιδίωξαν να επεκτείνουν τις κτήσεις τους στο γειτονικό νησί της Χίου. Το 1304 ο Βενέδικτος Ζακαρία βρήκε την ευκαιρία και κατέλαβε τη Χίο υπό περιστάσεις που δεν είναι γνωστές με σαφήνεια, αναγνωρίζοντας την επικυριαρχία του βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (1282-1328), ο οποίος του παραχώρησε το νησί με συνθήκη για δέκα χρόνια. Οι Ζακαρία απέκτησαν επιπλέον ερείσματα στα απέναντι μικρασιατικά παράλια, καθώς, εκτός από τη Φώκαια, φαίνεται πως το 1326 κατείχαν και το λιμάνι της Σμύρνης. Παράλληλα, κατείχαν για ορισμένο χρονικό διάστημα τα νησιά Σάμο και Ικαρία, καθώς επίσης την Κω. Η ενίσχυση της θέσης τους στο βορειοανατολικό Αιγαίο είχε ως αποτέλεσμα η επικυριαρχία του αυτοκράτορα να καταλήξει τελείως τυπική.

Το 1329 ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος (1328-1341) έδιωξε μετά από μια σύντομη ναυτική εκστρατεία τους Γενουάτες Ζακαρία από τη Χίο και τη Φώκαια αποκαθιστώντας τη βυζαντινή κυριαρχία, η οποία όμως δεν έμελλε να διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το 1346 ο Γενουάτης Σιμόνε Βινιόσο (Simone Vignoso), επωφελούμενος από τη συγκεχυμένη κατάσταση που είχε επικρατήσει στο Αιγαίο με τη σταυροφορία των συνασπισμένων δυτικών δυνάμεων για την κατάληψη της Σμύρνης το 1344, στην οποία συμμετείχε και η Γένοβα, κατέλαβε μετά από τρίμηνη πολιορκία τη Χίο, ενώ λίγο αργότερα τη γειτονική Φώκαια. Το 1347 τη διοίκηση της Χίου και της Φώκαιας ανέλαβε ένας γενουατικός οικονομικός οργανισμός εφοπλιστών που ονομαζόταν Μaona ή Mahona. Η Γένοβα αρκέστηκε στην επικυριαρχία της Χίου και της Φώκαιας, η οποία εκδηλωνόταν κυρίως με τον διορισμό του ποτεστάτου, του ανώτερου δηλαδή διοικητή. H Μaona, τα μέλη της οποίας ανήκαν στην οικογένεια των Ιουστινιάνι (Giustiniani), εκμεταλλευόταν τις προσόδους και το εμπόριο των δύο αυτών περιοχών και ήταν υπεύθυνη για την άμυνά τους μέχρι το 1566, οπότε η Χίος καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς (η Φώκαια είχε κατακτηθεί ήδη το 1455).

Η Χίος κατά το διάστημα της κυριαρχίας των Γενουατών (1347-1566) εξελίχθηκε σε ανθηρό εμπορικό κέντρο, καθώς το λιμάνι της βρισκόταν στο σταυροδρόμι της θαλάσσιας οδού από τη Γένοβα προς την Κωνσταντινούπολη και τον Εύξεινο Πόντο, καθώς επίσης των άλλων μικρότερων οδών που συνέδεαν τα λιμάνια του Βόρειου Αιγαίου με τη Μικρά Ασία. Η πόλη της Χίου με τη μνημειώδη αρχιτεκτονική, ανάλογη με εκείνη της Γένοβας, το επιβλητικό της κάστρο, τα εντυπωσιακά παλάτια και τις μεγαλόπρεπες εκκλησίες της προκαλούσε το θαυμασμό των πολυάριθμων περιηγητών που επισκέπτονταν το νησί. Στην οικονομική ανάπτυξη της Χίου συνέβαλε κυρίως η εκμετάλλευση της μαστίχας, που είχε μεγάλη ζήτηση στη Δύση.

Εκτός από τη Χίο και τις απέναντι μικρασιατικές ακτές, η παρουσία Γενουατών σημειώνεται από τα μέσα του 14ου αιώνα σε ακόμη ένα σημαντικό νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, εκείνο της Λέσβου. Ο ευγενής έμπορος και πειρατής από τη Γένοβα Φραγκίσκος Α΄ Γατελούζος (Francesco Gattelusio, 1355-1384), σε αντάλλαγμα για τη βοήθεια που παρείχε στον Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο (1341-1391) να ανακτήσει το θρόνο του Βυζαντίου, παντρεύτηκε την αδελφή του αυτοκράτορα Μαρία Παλαιολογίνα και πήρε ως προίκα και ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του το νησί της Λέσβου.

Οι Γατελούζοι παρέμειναν στη Λέσβο μέχρι την οριστική κατάληψή της από τους Οθωμανούς το 1462. Κατά τη διάρκεια της παρουσίας τους στο νησί κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τους πειρατές που λυμαίνονταν το Αιγαίο και να αποκρούσουν τις συνεχείς τουρκικές επιθέσεις. Παράλληλα, απέκτησαν από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες, είτε ως δωρεές είτε με αγορά, τη θρακική πόλη της Αίνου, καθώς επίσης τα νησιά Θάσο, Σαμοθράκη, Ίμβρο και Λήμνο. Οι κτήσεις αυτές παρέμειναν υπό τη διοίκηση των Γατελούζων μέχρι την οριστική κατάληψή τους από τους Οθωμανούς λίγα χρόνια μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453.

πύργος των γατελούζων - σαμοθράκη
Η δράση της Γένοβας στο Αιγαίο καθορίστηκε κυρίως από δύο παράγοντες: το διαρκή ανταγωνισμό της με τη Βενετία και την έντονη δραστηριότητα μεμονωμένων Γενουατών στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου και στα απέναντι μικρασιατικά παράλια. Η προσπάθεια της Γένοβας να διατηρήσει τον έλεγχο του βορειοανατολικού Αιγαίου δικαιολογείται από τη σημασία που είχαν για την ιταλική ναυτική πόλη ο Γαλατάς και οι κτήσεις της στον Εύξεινο Πόντο, καθώς επίσης από το γεγονός ότι σημαντικό τμήμα του κεντρικού και νότιου Αιγαίου βρισκόταν υπό τον έλεγχο της ανταγωνίστριας ναυτικής δύναμης, της Βενετίας.

Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

Η πατρίδα και η γλώσσα

Έχει γίνει πολλή συζήτηση, ενίοτε δε τεταμένη και σε υψηλούς τόνους (και όχι μόνο το τελευταίο ταραχώδες διάστημα), για το τι σημαίνει ελληνικότητα, ποια είναι ή θα πρέπει να είναι η θέση και η σχέση της Ελλάδας με την Ευρώπη και τι εν τέλει είναι ο πατριωτισμός και ιδιαίτερα στις μέρες μας.

Του Σταμάτης Κυρζόπουλου

Υποθέτω ότι και σήμερα, ανήμερα της εθνικής επετείου, θα λεχθούν και θα γραφούν πολλά, τα περισσότερα εκ των οποίων φοβάμαι (και υπό το κράτος ενδεχόμενων ακροτήτων στις παρελάσεις), ότι θα είναι δογματικές υπερβολές και επικολυρικές υστερίες.

Ούτως ή άλλως η ιστορία σπάνια προσεγγίζεται με ψυχραιμία στη χώρα μας και συχνά επιδιώκεται η διέγερση του θυμικού και του συναισθήματος με στόχο την πολιτική χειραγώγηση ή την απλή ψηφοθηρία. Επειδή σε γενικές γραμμές η αντίληψη μου για την ελληνικότητα δεν περιλαμβάνει «γραμμές αίματος», DNA και αυτής της κατεύθυνσης ανάγνωση της ιστορίας και συνοψίζεται μάλλον στην (αποδιδόμενη στον Ισοκράτη, αν και υπάρχουν επ’αυτού και αμφισβητήσεις ) ρήση :

«Ελληνες είναι οι μετερχόμενοι της ελληνικής παιδείας» και βασικότερο συνεκτικό του ελληνισμού γνώρισμα θεωρώ τη γλώσσα, έκρινα σκόπιμο, σήμερα, 25 Μαρτίου 2012, να αναδημοσιεύσω ένα, έως πρόσφατα ανέκδοτο, κείμενο του Οδυσσέα Ελύτη, που παρουσιάσθηκε με αφορμή την ολοκλήρωση του εορτασμού των 100 χρόνων από τη γέννηση του από το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Πρόκειται για ομιλία του στους Έλληνες μετανάστες στη Στοκχόλμη τον Νοέμβριο του1979, μετά την τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ της Σουηδικής Ακαδημίας για το έργο του.

Η ομιλία μεταφέρεται αυτούσια με την επισήμανση του Ελύτη «ότι η γλώσσα είναι ένας φορέας ήθους που, αν δεν τον υπακούσεις, θα τιμωρηθείς».

Ομιλία του Οδυσσέα Ελύτη προς τους Έλληνες μετανάστες της Σουηδίας, Νοέμβριος 1979

«Αγαπητοί φίλοι, περίμενα πρώτα να τελειώσουν οι επίσημες γιορτές που προβλέπει η "Εβδομάδα Νόμπελ" και ύστερα να 'ρθω σ' επαφή μαζί σας. Το έκανα γιατί ήθελα να νιώθω ξένιαστος και ξεκούραστος.

Ξεκούραστος βέβαια δεν είμαι. Χρειάστηκε να βάλω τα δυνατά μου για να τα βγάλω πέρα με τις απαιτήσεις της δημοσιότητας, τις συνεντεύξεις και τις τηλεοράσεις. Αλλά ένιωθα κάθε στιγμή ότι δεν εκπροσωπούσα το ταπεινό μου άτομο αλλά ολόκληρη τη χώρα μου. Κι έπρεπε να την βγάλω ασπροπρόσωπη. Δεν ξέρω αν το κατάφερα. Δεν είμαι καμωμένος για τέτοια. Για τιμές και για δόξες.

Τη ζωή μου την πέρασα κλεισμένος μέσα σε 50 τετραγωνικά (μέτρα), παλεύοντας με τη γλώσσα. Επειδή αυτό είναι στο βάθος ή ποίηση: μια πάλη συνεχής με τη γλώσσα. Τη γλώσσα την ελληνική που είναι η πιο παλιά και η πιο πλούσια γλώσσα του κόσμου.

Ό,τι και να πει ένας ποιητής, μικρό ή μεγάλο, σημαντικό ή ασήμαντο, δεν φέρνει αποτέλεσμα, θέλω να πω δεν γίνεται ποίηση αν δεν περάσει από την κρησάρα της γλώσσας, αν δεν φτάσει στην όσο γίνεται πιο τέλεια έκφραση. Ακόμα και οι πιο μεγάλες ιδέες, οι πιο ευγενικές, οι πιο επαναστατικές, παραμένουν σκέτα άρθρα εάν δεν καταφέρει ο τεχνίτης να ταιριάσει σωστά τα λόγια του.

Μόνον τότε μπορεί ένας στίχος να φτάσει στα χείλια των πολλών, να γίνει κτήμα τους. Μόνον τότε μπορεί να 'ρθει και ο συνθέτης να βάλει μουσική, να γίνουν οι στίχοι τραγούδι. Και για ένα τραγούδι ζούμε, στο βάθος, όλοι μας. Το τραγούδι που λέει τους καημούς και τους πόθους του καθενός μας. Πόσο είναι αλήθεια ότι το μεγαλείο και η ταπεινοσύνη πάνε μαζί, ταιριάζουν.

Ταπεινά εργάστηκα σ΄ όλη μου τη ζωή. Και η μόνη ανταμοιβή που γνώρισα πριν από τη σημερινή, ήταν ν' ακούσω τους συμπατριώτες μου να με τραγουδούν. Να τραγουδούν το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ που μου χρειάστηκε τεσσάρων χρόνων μοναξιά και αδιάπτωτη προσπάθεια, για να το τελειώσω. Δεν το λέω για να περηφανευτώ. Δεν έρχομαι σήμερα για να σας κάνω τον σπουδαίο. Κανείς δεν είναι σπουδαίος από εμάς. Από εμάς, άλλος κάνει τη δουλειά του σωστά κι άλλος δεν την κάνει. Αυτό είναι όλο. Όμως θέλω να μάθετε, όπως το έμαθα κι εγώ στα 68 μου χρόνια: μόνον αν κάνεις σωστά τη δουλειά σου, ο κόπος δεν θα πάει χαμένος.

Ξέρω, μαντεύω, ότι πολλοί από εσάς περίμεναν άλλα πράγματα από εμένα. Τους ζητώ συγγνώμη που δεν θα τους ικανοποιήσω. Αν είχα το ταλέντο του ομιλητή, του δάσκαλου, του ηγέτη, θα είχα ίσως αφιερωθεί στην πολιτική. Τώρα δεν είμαι παρά ένας γραφιάς που πιστεύει σε ορισμένα πράγματα. Κι αυτά τα πράγματα θέλει να τα γνωρίσει και στους άλλους, να τα βγάλει από μέσα του, να τα κάνει έργο.

Εμένα μου έλαχε ν' αγαπήσω τον τόπο μου όπως τον αγαπάτε κι εσείς. Να τι είναι που μας ενώνει απόψε όλους εδώ πέρα. Η αγάπη μας για την Ελλάδα. Βέβαια, υπάρχουν πολλοί τρόποι ν' αγαπά ένας λαός τη χώρα του. Αλλά για τον ποιητή, πιστεύω, υπάρχει μόνον ένας: ν' ανήκει σ' ολόκληρο το λαό του. Πάνω από τις διαιρέσεις και τις διχόνοιες, ο ποιητής να στέκει και ν' αγαπά όλον τον λαό του, ν' ανήκει, το ξαναλέω, σ' όλο τον λαό του. Δεν γίνεται αλλιώς. Η πατρίδα είναι μία. Ο καθένας στον τομέα του ας έρθει και ας κάνει κάτι, όπως αυτός το νομίζει καλύτερα.

Όμως ο πνευματικός άνθρωπος βλέπει το σύνολο. Θέλω να πιστεύω πως ίσως κι ο ξενιτεμένος, το ίδιο. Για εμάς η Ελλάδα είναι αυτές οι στεριές οι καμένες στον ήλιο κι αυτά τα γαλάζια πέλαγα με τους αφρούς των κυμάτων. Είναι οι μελαχρινές ή καστανόξανθες κοπέλες, είναι τ' άσπρα σπιτάκια τ' ασβεστωμένα και τα ταβερνάκια και τα τραγούδια τις νύχτες με το φεγγάρι πλάι στην ακροθαλασσιά ή κάτω από κάποιο πλατάνι.

Είναι οι πατεράδες μας κι οι παππούδες μας με το τουφέκι στο χέρι, αυτοί που λευτερώσανε την πατρίδα μας και πιο πίσω, πιο παλιά, όλοι μας οι πρόγονοι που κι αυτοί ένα μονάχα είχανε στο νου τους -όπως κι εμείς σήμερα: τον αγώνα για τη λευτεριά.

Είπε ένας Γάλλος ποιητής, ο Ρεμπώ, πως η πράξη για τον ποιητή είναι ο λόγος του. Κι είχε δίκιο. Αυτό έκανε ο Σολωμός, που για να γράψει το αθάνατο ποίημα του "'Ελεύθεροι Πολιορκημένοι", έσωσε και παράδωσε στη φυλετική μας μνήμη το Μεσολόγγι και τους αγώνες του. Αυτό έκαναν ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Σεφέρης. Στα φτωχά μου μέτρα το ίδιο πάσχισα να κάνω κι εγώ. Πάσχισα να κλείσω μέσα στην ψυχή μου, την ψυχή όλου του ελληνικού λαού. Να δω πόσο μοιάζανε όλοι οι αγώνες του, από την αρχαία εποχή ίσαμε σήμερα, για το δίκιο και για τη λευτεριά.

Κι αυτό θα κάνω όσα χρόνια μου δώσει ο Θεός να ζήσω. Αυτή είναι η πράξη μου. Και το γεγονός ότι έφτασαν να την αναγνωρίσουν οι ξένοι, είναι μια νίκη. Όχι δική μου νίκη. Δική σας. Γι' αυτό σας ευχαριστώ. Κι αν μου το συγχωρείτε να σας δώσω μια γνώμη -ακούστε την: όσο καλά κι αν ζείτε σ' αυτή τη φιλόξενη, την ευγενική χώρα, όσο κι αν νιώθετε καλά και στεριώνετε, και κάνετε οικογένεια - μην ξεχνάτε την πατρίδα μας, και προ παντός, τη γλώσσα μας. Πρέπει να 'σαστε περήφανοι, να' μαστε όλοι περήφανοι, εμείς και τα παιδιά μας για τη γλώσσα μας.

Είμαστε οι μόνοι σ' ολόκληρη την Ευρώπη που έχουμε το προνόμιο να λέμε τον ουρανό "ουρανό" και τη θάλασσα "θάλασσα" όπως την έλεγαν ο Όμηρος και ο Πλάτωνας πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Δεν είναι λίγο αυτό. Η γλώσσα δεν είναι μόνον ένα μέσον επικοινωνίας. Κουβαλάει την ψυχή του λαού μας κι όλη του την ιστορία και όλη του την ευγένεια. Χαίρομαι κι αυτή τη στιγμή που σας μιλάω σ' αυτή τη γλώσσα και σας χαιρετώ, σας αποχαιρετώ μάλλον, αφού η στιγμή έφτασε να φύγω.

Όμως ένα κομμάτι της ψυχής μου σας το αφήνω μαζί μ' ένα μεγάλο ευχαριστώ που με ακούσατε. Μακάρι να μπορούσε να σας μείνει, να το κρατήσετε, σαν ένα μικρό φυλαχτό από την πατρίδα».

Και ένα μικρό απόσπασμα από την ομιλία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Πνύκα (7/10/1838) προς τους νέους του Α’ Γυμνασίου Αθηνών:

«Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία».

Υ.Γ. Ευχαριστώ τον, εκ των δασκάλων μου, καθηγητή Ευστ. Ηλιοδρομίτη, που μου απέστειλε το ανωτέρω κείμενο του Ελύτη.

*Ο Σταμάτης Κυρζόπουλος είναι ιατρός καρδιολόγος, στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργιικό Κέντρο και το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο προσωπικό του blog.

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

Ταφικός τύμβος Μικρής Δοξιπάρας-Ζώνης


Η έρευνα στον ταφικό τύμβο της Μικρής Δοξιπάρας-Ζώνης άρχισε το 2002 από τη ΙΘ΄Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Θράκης, περιφερειακή υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, με υπεύθυνους αρχαιολόγους τον Διαμαντή Τριαντάφυλλο, Διευθυντή τότε της Εφορείας και τη Δόμνα Τερζοπούλου. Μέχρι σήμερα οι εργασίες χρηματοδοτούνται εξολοκλήρου από το Υπουργείο Πολιτισμού.


Η ανασκαφή είχε σωστικό χαρακτήρα. Στο παρελθόν είχαν προηγηθεί πολλές προσπάθειες καταστροφής του τύμβου και σύλησης των ταφών. Η ένταξη της ανασκαφής στο πρόγραμμα σωστικών ανασκαφών ταφικών τύμβων του βόρειου Έβρου, αποφασίστηκε το 1998, όταν μετά από υπόδειξη του Θανάση Δερμεντζή, κατοίκου της Μικρής Δοξιπάρας, επισκεφτήκαμε την περιοχή του τύμβου και διαπιστώσαμε την ύπαρξη πολλών παράνομων ορυγμάτων στην επιφάνειά του. Τα πολυάριθμα θραύσματα επεξεργασμένου μαρμάρου και λατύπης που βρίσκονταν διάσπαρτα στην περιφέρεια του τύμβου, μας οδήγησαν στην αρχική υπόθεση ότι ο τύμβος κάλυπτε κτιστό τάφο ή σαρκοφάγο. Η υπόθεση αυτή δεν επιβεβαιώθηκε. Σήμερα πιστεύουμε ότι στην κορυφή του τύμβου υπήρχε κτιστό ταφικό μνημείο που έχει καταστραφεί ολοσχερώς ή ότι το μνημείο προϋπήρχε στη θέση που αργότερα κάλυψε ο τύμβος ή σε κάποια γειτονική θέση.


Το 1999 έγινε το τοπογραφικό διάγραμμα του τύμβου και το 2000 πραγματοποιήθηκε γεωφυσική διασκόπηση με γεωραντάρ από το Εργαστήριο Γεωφυσικής-Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης και Αρχαιοπεριβάλλοντος του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών της Κρήτης με επικεφαλής τον Δρ. Απόστολο Σαρρή.


Η ανασκαφή άρχισε στις 9 Σεπτεμβρίου του 2002. Λίγες μέρες αργότερα αποκαλύφθηκαν οι τροχοί της πρώτης άμαξας. Τετράτροχες άμαξες θαμμένες μόνες ή μαζί με τα άλογά τους έχουν βρεθεί σε πολλές χώρες της Ευρώπης και της Ασίας, στην Ελλάδα όμως ήρθαν για πρώτη φορά στο φως στον τύμβο της Μικρής Δοξιπάρας-Ζώνης. Η καλή διατήρηση των αμαξών και των σκελετών των αλόγων και η ύπαρξη αποτυπωμάτων των ξύλων σε δύο από τις άμαξες μας προσέφερε μια μοναδική, ιδιαίτερα ζωντανή ανασκαφική εικόνα, την οποία προσπαθήσαμε να διατηρήσουμε με κάθε μέσο που είχαμε στη διάθεσή μας.


Η ανασκαφή συνεχίστηκε, κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, καθόλη τη διάρκεια του 2003 και σταδιακά ήρθαν στο φως οι υπόλοιπες τέσσερις άμαξες, οι ταφές πέντε αλόγων και οι τέσσερις μεγάλοι λάκκοι που περιείχαν τα υπολείμματα της καύσης των νεκρών και πολυάριθμα αντικείμενα που είχαν τοποθετηθεί από τους συγγενείς για να συνοδεύουν τους νεκρούς στη μετά θάνατον ζωή τους. Για την προστασία των αμαξών, των ταφών των αλόγων και των καύσεων από τις καιρικές συνθήκες κατασκευάστηκαν ελαφρά στέγαστρα, κάτω από τα οποία ολοκληρώθηκε η επίπονη διαδικασία καθαρισμού και αποκάλυψής τους. Η ανασκαφική έρευνα ολοκληρώθηκε το 2004. Σήμερα έχει αφαιρεθεί ολόκληρη η επίχωση του τύμβου. Οι άμαξες και οι σκελετοί των αλόγων βρίσκονται ακόμη στο έδαφος, ενώ τα αντικείμενα έχουν απομακρυνθεί από τα ορύγματα των καύσεων. Η συντήρηση των αμαξών και των κινητών ευρημάτων από τις καύσεις βρίσκεται σε εξέλιξη. Στο χώρο της ανασκαφής έχει δημιουργηθεί πλήρως εξοπλισμένο εργαστήριο συντήρησης.


Τα πρώτα αποτελέσματα των ερευνών μας δημοσιοποιήθηκαν το Φεβρουάριο του 2003 στη Θεσσαλονίκη, κατά τη διάρκεια της ετήσιας συνάντησης για το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη, προκαλώντας μεγάλη αίσθηση τόσο στην αρχαιολογική κοινότητα όσο και στο ευρύτερο κοινό.


Παράλληλα με την αναλυτική καταγραφή των αντικειμένων σε ειδικά ευρετήρια, δημιουργήθηκε ηλεκτρονικό πρόγραμμα-βάση δεδομένων με το όνομα Ιππαρχία (το όνομα μιας φιλοσόφου από τη Μαρώνεια), για να καταγραφούν ηλεκτρονικά όλα τα ευρήματα κατά θέσεις εύρεσης με παραπομπές σε ημερολόγια και φωτογραφίες. Στην ίδια βάση καταγράφονται επίσης όλα τα στάδια της συντήρησης των ευρημάτων.




Οι καύσεις των νεκρών

Στην περιοχή του τύμβου αποκαλύφθηκαν τα υπολείμματα των καύσεων τεσσάρων ατόμων, τριών ανδρών και μιας γυναίκας, που πέθαναν διαδοχικά. Όλες οι καύσεις πραγματοποιήθηκαν μέσα σε λάκκους, όπου είχαν συσσωρευθεί τα απαραίτητα για την αποτέφρωση του σώματος ξύλα. Μετά την ολοκλήρωση της καύσης, οι συγγενείς τοποθέτησαν μέσα στους λάκκους τα κτερίσματα, τα απαραίτητα δηλαδή δώρα των ζώντων προς τους νεκρούς, που θα τους συνόδευαν στη μετά θάνατον ζωή τους. Εκτός από τα απανθρακωμένα οστά των νεκρών και τα ξύλα, στις καύσεις εντοπίστηκαν πολλά οργανικά υλικά, όπως υπολείμματα δέρματος και υφάσματος, κομμάτια σχοινιού και φιτιλιού, απανθρακωμένα καρύδια και κουκουνάρια. Με την ανθρωπολογική εξέταση των οστών διαπιστώθηκε ότι οι καύσεις Β' και Γ' ανήκουν σε άνδρες μέσης ηλικίας. Οι καύσεις Α' και Δ' με βάση μόνο τα ευρήματα ανήκουν σε νεαρή γυναίκα και άνδρα αντίστοιχα.


Ταφές Αλόγων και Αμαξών


Οι πέντε άμαξες αποτελούν το πιο εντυπωσιακό εύρημα της ανασκαφής. Μαζί με τα υποζύγιά τους έχουν εναποτεθεί σε ρηχούς λάκκους, ανοιγμένους στο φυσικό έδαφος. Κάθε άμαξα είναι λίγο διαφορετική από τις άλλες τόσο στη διακόσμηση όσο και στα τεχνικά χαρακτηριστικά. Σε όλες διατηρούνται οι άξονες, τα σιδερένια στεφάνια των τροχών (επίσωτρα), τα συμπαγή σιδερένια περιαξόνια καθώς και τα υπόλοιπα λειτουργικά και διακοσμητικά στοιχεία. Σε δύο από αυτές διατηρούνται ίχνη και αποτυπώματα των ξύλων. Οι άμαξες χωρίζονται σε δύο ομάδες. Στην πρώτη ομάδα, που βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του τύμβου, πολύ κοντά στην ταφή- καύση Β΄, ανήκουν οι δύο άμαξες (άμαξες Β΄και Γ΄). Δίπλα τους βρέθηκε και η ταφή δύο αλόγων (ταφή αλόγων Α').

Οι τρεις άμαξες της δεύτερης ομάδας (άμαξες Α', Δ', Ε΄) βρίσκονται στη νοτιοανατολική πλευρά του τύμβου και η διάταξή τους ακολουθεί την περιφέρειά του. Οι άμαξες στην ομάδα αυτή δεν παρουσιάζουν την κανονική τους μορφή, καθώς τα άλογα έχουν λυθεί από τους ζυγούς, ενώ οι τροχοί και οι άξονες έχουν αποσυνδεθεί. Υπολείμματα ή ίχνη ξύλου δεν διατηρούνται καθόλου, τα μεταλλικά αντικείμενα όμως όπως και οι σκελετοί των αλόγων σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση. Ανάμεσα στις άμαξες Α' και Δ' βρέθηκε ταφή τριών αλόγων. Πολύ κοντά στην ομάδα αυτή των αμαξών εντοπίστηκε η ταφή- καύση Δ'.

Οι άμαξες που βρέθηκαν στη Μικρή Δοξιπάρα–Ζώνη ήταν τα οχήματα με τα οποία μεταφέρθηκαν οι νεκροί στο χώρο ταφής. Αν και ο ρόλος της άμαξας στην ταφική τελετουργία του αρχαίου κόσμου μας είναι γνωστός τόσο από τις πηγές όσο και από την εικονογραφία, Η ανασκαφή στη Μικρή Δοξιπάρα-Ζώνη προσέφερε για πρώτη φορά στον ελληνικό χώρο ένα τόσο ολοκληρωμένο σύνολο τετράτροχων αμαξών. Η πρακτική της ταφής αμαξών και αλόγων μαζί με τους νεκρούς απαντά σε πολλές περιοχές του αρχαίου κόσμου, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία. Τα άρματα, οι άμαξες και τα άλογα στις περιπτώσεις αυτές λειτουργούν ως σύμβολα κύρους και πλούτου των ιδιοκτητών τους. Στην Ελλάδα μέχρι σήμερα είχαν βρεθεί μεμονωμένα εξαρτήματα αμαξών μέσα σε τάφους.



Το άλογο, ένα ζώο δυνατό και περήφανο, αποτέλεσε από τη στιγμή που εξημερώθηκε, σταθερό σύντροφο του ανθρώπου στον πόλεμο, στις μετακινήσεις, στις αγροτικές εργασίες, στο κυνήγι και στα ιππικά αγωνίσματα. Τα φυσικά χαρίσματα του αλόγου και η πρακτική βοήθεια που πρόσφερε στους ανθρώπους, του εξασφάλισαν μια σταθερή θέση στη μυθολογία, τη θρησκεία και την τέχνη του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Οι Ρωμαίοι ειδικότερα ανέπτυξαν σε μεγάλο βαθμό την ιπποφορβία, επειδή είχαν να αντιμετωπίσουν αυξημένες ανάγκες στο στρατό και στις μετακινήσεις και επειδή αγαπούσαν ιδιαίτερα τα ιππικά αγωνίσματα. Ταφές αλόγων έχουν βρεθεί σε πολλές περιοχές του ελληνορωμαϊκού κόσμου.

Τα μεγάλα, λευκότερα από το χιόνι, άλογα του μυθικού βασιλιά της Θράκης Ρήσου, μας είναι γνωστά από τον Όμηρο (Ιλ. Κ 437), ενώ αναφορές σ’αυτά γίνονται και από μεταγενέστερους συγγραφείς. Ιπποπόλους ονομάζει ο Όμηρος τους Θράκες (Ιλ. Ν 4, Ξ 227) ενώ ο Σοφοκλής (αποσπ.523) και ο Ευριπίδης (Εκάβη 428) τους χαρακτηρίζουν ωςφιλίππους. Στην ιπποτρόφο άλλωστε, σύμφωνα με τον Ησίοδο Θράκη (Έργα και Ημέραι, 507), ακόμη και σήμερα ζουν ελεύθερα άλογα. Εδώ γεννήθηκαν οι φοράδες του βασιλιά των Βιστόνων Διομήδη που κατασπάραξαν το σύντροφο του Ηρακλή, Άβδηρο (Πινδ.παιάνες 2, 1 κ.ε). Ο ίππος απεικονίστηκε σε νομίσματα των ελληνικών πόλεων των παραλίων της Θράκης, αλλά και στα νομίσματα των Θρακών δυναστών. Άλογο συνόδευε και τον ήρωα-ιππέα, έναν από τους πιο αγαπητούς θεούς της ρωμαϊκής περιόδου για την περιοχή της Θράκης. Είναι γνωστό εξάλλου ότι η Θράκη τροφοδοτούσε το ρωμαϊκό στρατό, τόσο με ιππείς όσο και με άλογα.

Η συνήθεια ταφής των αλόγων δίπλα στους ιδιοκτήτες τους, έχει διαπιστωθεί δύο ακόμη φορές σε ανασκαφές ταφικών τύμβων της αυτοκρατορικής περιόδου στην περιοχή του βόρειου Έβρου


Περιοχές προσφορών - εναγισμοί - εστίες


Σε διάφορα σημεία του τύμβου βρέθηκαν περιοχές με υπολείμματα προσφορών προς τους νεκρούς. Στα σημεία αυτά εντοπίστηκαν στάχτες, οστά ζώων και σπασμένα πήλινα αγγεία. Στην αρχαιότητα, μετά την ταφή, οι συγγενείς συνήθιζαν να προσφέρουν προς τους νεκρούς υγρές προσφορές (νερό, κρασί, γάλα, μέλι) ή τροφές σε τελετές που γίνονταν κοντά στους τάφους. Τα αγγεία με τις προσφορές αυτές συνήθως τα έσπαζαν. Συχνά τα έριχναν στη φωτιά που είχε καθαρτήριες δυνάμεις. Δύο παραλληλεπίπεδες κατασκευές από πήλινες πλίνθους βρέθηκαν στο ανατολικό τμήμα του τύμβου. Επάνω τους υπήρχαν στάχτες και δεκάδες σπασμένα μικρά πήλινα αγγεία. Οι κατασκευές αυτές λειτουργούσαν ως επιτάφιοι βωμοί για τις προσφορές προς τιμήν των νεκρών. Κοντά στις δύο αυτές κατασκευές βρέθηκαν δύο μεγάλοι λάκκοι εστίες γεμάτοι με στάχτες.



για περισσότερες πληροφορίες ανατρέξτε στον ιστότοπο

Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Οι Βάραγγοι φρουροί της αυτοκρατορίας

                                 H Βαραγγική Φρουρά στο Χρονικό του Ι. Σκυλίτζη
Οι Βάραγγοι είναι αρχαίος σκανδιναβικός λαός, ο οποίος έπαιξε ρόλο στην ιστορία της Ρωσίας και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο ρόλος των Βαράγγων στη ρωσική ιστορία υπήρξε τόσο κομβικός, που ακόμα και το όνομα "Ρωσία" είναι βαραγγικό και όχι σλαβικό. Ασχολούνταν κυρίως με τον πόλεμο (ως μισθοφόροι), την πειρατεία και το εμπόριο.
Αρχικά ο χαρακτήρας των Βαράγγων ήταν πολεμικός, όπως των Βίκινγκ συγγενών τους. Κατοικούσαν στα εδάφη της σημερινής Δανίας και Σουηδίας, χωρίς να αναπτύξουν αξιόλογο πολιτισμό. Στο ιστορικό προσκήνιο εμφανίζονται κατά τα μέσα του 8ου αιώνα μ.Χ., όταν άρχισαν να μετακινούνται προς τα ανατολικά και τα νοτιοανατολικά ιδρύοντας τις δικές τους πόλεις πάνω στις εμπορικές οδούς του Δνείπερου και του Βόλγα.


Οι Βάραγγοι Ρως

Σύμφωνα με τη Νορμανιστική θεωρία οι Ρως ήταν ένα από τα πολλά βαραγγικά φύλα, όμως κατά την περίοδο της εγκατάστασής τους στην ανατολική Ευρώπη κυριάρχησαν επί των ομοφύλων τους σε τέτοιο βαθμό που οι δύο ονομασίες έγιναν πρακτικά ταυτόσημες (Χαγανάτο των Ρως). Ακολούθως απέκτησαν τον έλεγχο μιας τεράστιας περιοχής που εκτεινόταν από το Φινλανδικό Κόλπο έως το Μέσο Δνείπερο (Β-Ν) και από τα Καρπάθια μέχρι το Βόλγα (Δ-Α), εγκαθιδρύοντας το Κράτος των Ρως με πρωτεύουσα το Κίεβο (γι' αυτό και συχνά συναντάται η ονομασία Ηγεμονία του Κιέβου).
Σύμφωνα με το Πρώτο Χρονικό,την πρώτη γραπτή ρωσική ιστορία όπου όμως είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ αλήθειας και μύθου, οι Βάραγγοι ήταν σκληροί πολεμιστές, που το έτος 6367 (859 μΧ) εισέπραξαν φόρο υποτέλειας από τα φιννικά και σλαβικά φύλα της σημερινής βορειοδυτικής Ρωσίας. Το 862 οι υποτελείς εξεγέρθηκαν και τους εξεδίωξαν, αλλά αμέσως μετά άρχισαν να πολεμούν μεταξύ τους! Τότε κάλεσαν το βασιλιά Ρούρικ και τους αδελφούς του Τρούβορ και Σινέα, αρχηγούς της βαραγγικής φυλής Ρως - τους προσέφεραν γη και ύδωρ, υπό τον όρο ότι θα έπαιζαν το ρόλο του επιδιαιτητή στις διαφορές τους και θα διασφάλιζαν την ειρήνη. Οι Ρως δέχθηκαν την πρόταση, και δημιούργησαν τους πρώτους οικισμούς τους στη Λάντογκα και στην περιοχή γύρω από το Νόβγκοροντ.
Οι ιστορικοί αμφισβητούν την ύπαρξη του Ρούρικ και την ακρίβεια των παραπάνω ημερομηνιών, ιδιαίτερα αν συγκριθούν με αυτές των εγκυρότερων βυζαντινών πηγών (βλ. παρακάτω) και των Μπερτινιανών Χρονικών - ειδικά στα τελευταία μαρτυράται η συνάντηση κάποιων Βίκινγκ που ονομάζονταν Ρως και κατοικούσαν ανατολικά της Βαλτικής με το φράγκο Λουδοβίκο Α' το 839, είκοσι δηλαδή χρόνια πριν την άφιξή τους κατά το Πρώτο Χρονικό. Η επιστημονική έρευνα κατατείνει στο ότι η εγκατάσταση των Βαράγγων στα σλαβικά εδάφη έγινε σταδιακά μεταξύ 8ου και 9ου αιώνα με προγεφύρωμα το Χαγανάτο που εκτεινόταν στη σημερινή ΒΔ Ρωσία, δηλ. έναν αιώνα νωρίτερα απ' ό,τι αναφέρει το Πρώτο Χρονικό. Η πλήρης κυριαρχία τους και η ίδρυση του Κράτους των Ρως, που ήταν αποτέλεσμα της στρατιωτικής υπεροχής και της ηγεμονίας τους στο εμπόριο, τοποθετείται στα τέλη του 9ου αιώνα. Στο νέο κράτος η στρατιωτική και διοικητική αριστοκρατία ήταν βαραγγική και αποκαλούνταν Ρουρικίδες, δηλ. παιδιά του Ρούρικ, ενώ η σύνθεση του απλού λαού κυρίως σλαβική.

Αφού σταθεροποίησαν την ηγεμονία τους, οι Ρως προσπάθησαν να μιμηθούν τους πλουσιότερους και πιο ανεπτυγμένους νότιους γείτονές τους, τους βυζαντινούς: εισήγαγαν το χριστιανισμό (μαζί με το γάμο του Βλαδιμήρου του Κιέβου με τη βυζαντινή πριγκίπισσα Άννα) και είχαν μόνιμες οικονομικές και πολιτιστικές επαφές με την Πόλη. Γρήγορα όμως, οι Βάραγγοι αφομοιώθηκαν στο πολιτισμικό επίπεδο από το πληθυσμιακά υπέρτερο σλαβικό στοιχείο. Αν και παρέμειναν η άρχουσα τάξη του κράτους, η εθνική τους συνείδηση σταδιακά έγινε σλαβική. Η γλώσσα τους εξαφανίσθηκε το 13ο αιώνα.

Αντίθετη με τα παραπάνω είναι η αντινορμανιστική θεωρία, η οποία πρωτοδιατυπώθηκε το 19ο αι. κυρίως από Σλάβους ιστορικούς. Σύμφωνα με αυτήν, οι Ρως ήταν σλαβικό φύλο και οι Βάραγγοι απλοί μισθοφόροι. Δέχεται ότι κάποιοι από τους Βαράγγους ανέλαβαν ανώτερα αξιώματα λόγω της ικανότητάς τους στον πόλεμο, αλλά τίποτα πέραν τούτου. Γενικά πάντως η ιστοριογραφία καταγράφει την άποψή τους ως λανθασμένη και συνδεδεμένη με τον πανσλαβισμό, κυρίαρχη ιδεολογία στο σλαβικό κόσμο κατά το 19ο αιώνα.



Οι Βάραγγοι στο Βυζάντιο

Βαράγγιος φρουρός
Λεπτομέρεια από την Νέα Μονή Χίου
Πριν ακόμα κυριεύσουν την περιοχή που σήμερα ονομάζεται Ρωσία, οι Βάραγγοι είχαν αναπτύξει εμπορικές σχέσεις με τους βυζαντινούς, οι οποίοι τους ονόμαζαν επίσης Αβαρυάγους. Το 839 ο αυτοκράτορας Θεόφιλος στρατολογεί κάποιους ως μισθοφόρους, και από τότε ξεκινά μια σχέση αγάπης και μίσους. Άλλοτε υπηρετούσαν ως μισθοφόροι, άλλοτε επέδραμαν ως εχθροί. Μεταξύ 860 και 1043 έχουν καταγραφεί 7 εκστρατείες των Ρως εναντίον της Κωνσταντινούπολης - καμία από αυτές δεν ήταν νικηφόρα αφού οι βυζαντινοί υπερτερούσαν στρατιωτικά, τόσο σε στρατό όσο και εξοπλισμό, ιδιαίτερα με το υγρό πυρ. Εμμέσως όμως οι Ρως αποκόμιζαν κάποια οφέλη από την επαναδιαπραγμάτευση των εμπορικών συμφωνιών που συνόδευαν τις συνθήκες ειρήνης.

Το 949 Βάραγγοι μισθοφόροι υπηρετούν στο στρατό του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, στην εκστρατεία του κατά της Κρήτης.
Συμπεριλαμβάνονται επίσης στις δυνάμεις που πολέμησαν εναντίον των Αράβων στη Συρίατο 955. Μετά από αυτόν τον πόλεμο αναβαθμίζονται σε μέλη της επίλεκτης Αυτοκρατορικής Φρουράς.

Το 988 ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β' (Βουλγαροκτόνος) ζήτησε βοήθεια από το Βάραγγο ηγεμόνα Βλαδίμηρο για να υπερασπισθεί το θρόνο του από το σφετεριστή Βάρδα Φωκά. Ο Βλαδίμηρος έστειλε ένα σώμα 6.000 ανδρών και σαν αντάλλαγμα έλαβε την Άννα, αδελφή του αυτοκράτορα - άλλη μία σύζυγος, ανάμεσα σε δεκάδες συζύγους και οκτακόσιες παλλακίδες. Το εκστρατευτικό σώμα αποβιβάσθηκε στη Χρυσούπολη και συνέτριψε τα στρατεύματα των στασιαστών. Κατά τη διάρκεια της μάχης ο Φωκάς υπέστη εγκεφαλικό στη θέα των Βαράγγων πολεμιστών, πέθανε επί τόπου και ο στρατός του τράπηκε σε φυγή. Σύμφωνα με αφηγήσεις της εποχής ήταν απίστευτη η αγριότητα των Βαράγγων, οι οποίοι καταδίωκαν τους πολεμιστές του Φωκά και διασκέδαζαν κόβοντάς τους κομματάκια.
Η δυσπιστία του Βασιλείου προς τους ντόπιους στρατιώτες, οι δεσμοί που δημιούργησε με το Κίεβο (και επιβεβαιώθηκαν με τον εκχριστιανισμό των Ρως) αλλά και η αποδεδειγμένη αξιοπιστία των Βαράγγων μισθοφόρων, οδήγησε τον αυτοκράτορα στη δημιουργία ειδικού τάγματος σωματοφυλάκων που αποκλήθηκε Τάγμα των Βαραγγίων και Βαραγγική Φρουρά. Με το πέρασμα των χρόνων, οι επόμενοι αυτοκράτορες στρατολογούσαν νέους μισθοφόρους και από άλλους βίκινγκ λαούς - Νορβηγοί, Σουηδοί, Δανοί. Σε αυτούς προστέθηκαν καιΑγγλοσάξονες πρόσφυγες, μετά τη νορμανδική εισβολή στην Αγγλία. Σε αντίθεση με τους βυζαντινούς στρατιώτες, που ήταν συνήθως επιρρεπείς σε πραξικοπήματα βάσει προσωπικών φιλοδοξιών των στρατηγών, η Βαραγγική Φρουρά είχε το χαρακτηριστικό της απόλυτης πίστης στο θρόνο και όχι στα πρόσωπα. Κύριο όπλο της ήταν το μακρύ τσεκούρι, αλλά ήταν καλή και στη χρήση του σπαθιού και του τόξου.

Ίσως οι αναφορές στη μέχρι θανάτου πίστη της Βαραγγικής Φρουράς στο θρόνο να είναι υπερβολικές. Έχει καταγραφεί μέχρι και συμμετοχή της σε πραξικόπημα το 1071, όταν ο Ρωμανός Διογένης ηττήθηκε από τονΤουρκμένο σουλτάνο Αλπ Αρσλάν στο Μαντζικέρτ. Επικεφαλής της κίνησης ήταν ο θετός γιος του αυτοκράτορα Ιωάννης Δούκας. Αυτός χώρισε τους Βαράγγους σε δύο τμήματα - ένα πήγε στο παλάτι και ανακήρυξε νέο αυτοκράτορα το Μιχαήλ Ζ' Δούκα (Παραπινάκη), και το άλλο συνέλαβε την Ευδοκία, σύζυγο του Ρωμανού.
Πέρα από την προστασία του αυτοκράτορα σε καιρό ειρήνης, η Φρουρά συμμετείχε ενεργά ως επίλεκτο σώμα και στους πολέμους. Ήταν παρόντες στη μάχη της Βέρροιας υπό τον Ιωάννη Β' Κομνηνό, ενώ κατά την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204) ήταν το μόνο τμήμα του στρατού που κατάφερε να νικήσει τους Φράγκους στη ζώνη ευθύνης του.

Παραλειπόμενα

Οι πολεμικές μέθοδοι αλλά και οι καθημερινές συνήθειες των μελών της Βαραγγικής Φρουράς είχαν γίνει πολλές φορές αντικείμενο σαρκασμού. Ο απλός λαός τους αποκαλούσε πελεκοφόρους βαρβάρους και βασιλικές κρασοσακούλες για τη ροπή που έδειχναν προς το αλκοόλ. Αυτό έφερε πολλές φορές τον αυτοκράτορα σε δύσκολη θέση, ακόμα και μπροστά σε ξένους ηγεμόνες που επισκέπτονταν την Κωνσταντινούπολη - χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Δανού βασιλιά Ερρίκου, που το 1103 ζήτησε από τον αυτοκράτορα να τους επιβάλει ένα πιο σοβαρό τρόπο συμπεριφοράς!
Το πιο διάσημο μέλος της Βαραγγικής Φρουράς υπήρξε ο Χάραλντ Σίγκουρντσον. Γεννημένος στη Νορβηγία το 1015 και φυγάς μετά το πραξικόπημα κατά του πατέρα του, κατέφυγε αρχικά στους Ρως μέχρι που στα είκοσί του στρατολογήθηκε από τους βυζαντινούς. Αργότερα επέστρεψε στη Νορβηγία, όπου το 1046 ανακηρύχθηκε βασιλιάς ως Χάραλντ Γ'. Το 1066 εισέβαλε στην Αγγλία, αλλά η εκστρατεία απέτυχε και ο ίδιος σκοτώθηκε στη μάχη της Στάμφορντ Μπριτζ. Για τις μεθόδους του ο Χάραλντ έμεινε στην ιστορία με το προσωνύμιο Hardråde, δηλ. αδίστακτος.
Άλλο επιφανές μέλος της φρουράς ήταν ο Έντγκαρ Έθελινγκ (ο Παράνομος, επίσης ο χαμένος βασιλιάς) στα τέλη του 11ου αι. Γεννήθηκε το 1051 στο Κίεβο ή τη Βουδαπέστη και στην εφηβεία του ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Αγγλίας, αλλά ουδέποτε φόρεσε το στέμμα (από ένα παιχνίδι της τύχης, εάν αναγνωριζόταν πραγματικά ως βασιλιάς της Αγγλίας, θα ήταν αντίπαλος του προαναφερθέντος Χάραλντ Σίγκουρντσον όταν ο τελευταίος εισέβαλε στην Αγγλία). Μετά από αποτυχημένες προσπάθειες να προκαλέσει εμφύλιο πόλεμο για να πάρει το θρόνο, ο Έντγκαρ κατέφυγε στο Βυζάντιο. Κατά την Α' Σταυροφορία, με εντολή του αυτοκράτορα Αλέξιου, συγκρότησε ένα ναυτικό σώμα ανεφοδιασμού των σταυροφόρων που πολιορκούσαν την Αντιόχεια. Αργότερα επέστρεψε στην Αγγλία, όπου έλαβε χάρη και πέθανε ξεχασμένος στα 75 χρόνια του.

πηγή http://el.wikipedia.org/

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Ζαρίφειος Παιδαγωγική Ακαδημία

 Η Ζαρίφειος Παιδαγωγική Ακαδημία με το νεοκλασικό της κτίριο, καλύπτει την δυτική πλευρά του πάρκου Εθνικής Ανεξαρτησίας. Για περισσότερο από μισό αιώνα (1923-1947), ήταν το μοναδικό ανώτερο πνευματικό ίδρυμα σε όλη τη Δυτική Θράκη. Με το προσωπικό και τους σπουδαστές της ασκούσε την πολιτιστική της επίδραση στην πόλη της Αλεξανδρούπολης και έβγαλε χιλιάδες δασκάλους που σκόρπισαν τα φώτα της μάθησης σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα. Ευεργετήθηκε από δωρεές της οικογένειας του εθνικού ευεργέτη Ζαρίφη και πήρε το όνομά τους.

Το νεοκλασικό κτίριο χτίστηκε το 1923 και έως το 1934 λειτουργούσε ως Διδασκαλείο. Πρώτος Διευθυντής του Διδασκαλείου ήταν ο μεγάλος δάσκαλος και παιδαγωγός Θεόδωρος Κάστανος Το 1934 καταργήθηκαν τα Διδασκαλεία Δημοτικής Εκπαιδεύσεως και ιδρύθηκαν οι Παιδαγωγικές Ακαδημίες, με διετή κύκλο μεταγυμνασιακών σπουδών, που αρχικά θα ήταν έξι σε όλη την Ελλάδα. Στο χώρο της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης Ακαδημία διεκδικούσαν αρκετές πόλεις.

Το Μάιο του 1934 ο Γυμνασιάρχης Ιωάννης Τέντες συναντήθηκε με τον καθηγητή του Διδασκαλείου Χαράλαμπο Καμπάνταη καί συνέταξαν υπόμνημα στο όποιο ανέπτυξαν όλα τα θετικά στοιχεία πού προσφέρει ή Αλεξανδρούπολη ως πνευματικό κέντρο. Ύστερα από συνεννόηση με τον τότε Δήμαρχο κ. Αλτιναλμάζη, ανατέθηκε στον κ. Καμπάνταη να μεταβεί στην Αθήνα, για να επιδώσει τα υπομνήματα στον Υπουργό Παιδείας, τους βουλευτές και τον εγγονό του εθνικού ευεργέτη Γεώργιο Ζαρίφη, πού είχε κινήσει αγωγή κατά του δημοσίου για αποζημίωση, λόγω της παράληψης του κράτους να εκπληρώσει τους όρους της συμβάσεως πού είχε συνάψει με τον παππού του, μετά την πυρπόληση του Ζαρίφειου Διδασκαλείου της Φιλιππουπόλεως από τους Βουλγάρους το 1906. Η αγωγή αυτή δεν είχε καρποφορήσει και ήταν μια ευκαιρία, για μια εκτόνωση της δοκιμασίας πού υπέστησαν οι εγγονοί του Ζαρίφη, να συνδεθεί το όνομα του Ζαρίφη με την Παιδαγωγική Ακαδημία Αλεξανδρουπόλεως. Όπως αναμένονταν, ο Γ. Ζαρίφης έπαιξε αποφασιστικό ρόλο για την υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού.

Το Υπουργείο δέχτηκε το αίτημα και έγινε η σχετική συμφωνία με την οικογένεια Ζαρίφη (λέγεται ότι η οικογένεια Ζαρίφη παραιτήθηκε από τυχόν διεκδικήσεις της απέναντι στην Ελληνική Κυβέρνηση για τη μη εκτέλεση των όρων της Διαθήκης Ζαρίφη). Έτσι ονομάστηκε «Ζαρίφειος» η Ακαδημία Αλεξανδρουπόλεως.

Μετά την απόφαση για ίδρυση της Παιδαγωγικής Ακαδημίας στην Αλεξανδρούπολη, ο κ. Καμπάνταης προσκάλεσε τον κ. Ζαρίφη να επισκεφθεί την Παιδαγωγική Ακαδημία Αλεξανδρουπόλεως. Ο κ. Ζαρίφης αποδέχτηκε την πρόσκληση και η επίσκεψη πραγματοποιήθηκε μετά ένα χρόνο, οπότε ο κ. Ζαρίφης πρόσφερε στην Ακαδημία μια σειρά από πνευστά όργανα, ένα πιάνο με ουρά και το σημαντικό για την εποχή εκείνη ποσό των 10.000 δρχ. για αγορά επίπλων.

Στη μεγάλη αίθουσα τελετών της Παιδαγωγικής Ακαδημίας δόθηκε δεξίωση, παρουσία των αρχών, των εκπαιδευτικών και πολλών τοπικών παραγόντων, όπου με τις προσφωνήσεις, τους χορούς, τα τραγούδια και τις άλλες εκδηλώσεις, η δεξίωση προσέλαβε διαστάσεις εθνικής γιορτής, που κατασυγκίνησε τον άνδρα, ο οποίος, με σκληρό αγώνα, χάρισε στην πόλη μας την Ακαδημία. Ο Δήμος Αλεξανδρούπολης, εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του, έδωσε το όνομα του ευεργέτου Ζαρίφη στο δρόμο πού περνάει μπροστά από την Ακαδημία.

Η Ζαρίφειος Παιδαγωγική Ακαδημία λειτούργησε μέχρι το 1968, όταν καταργήθηκαν οι Παιδαγωγικές Ακαδημίες και δημιουργήθηκαν οι Πανεπιστημιακές Παιδαγωγικές Σχολές.
Η μορφή του Γεωργίου Ζαρίφη σε μαρμάρινη προτομή, έργο του γλύπτη Περαντινού, βρίσκεται στον κήπο του κτιρίου που τώρα στεγάζει τα πρότυπα δημοτικά σχολεία του Παιδαγωγικού Τμήματος του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.

Τέμενος Μεχμέτ Α


Στην κεντρική πλατεία του Διδυμοτείχου, στη βάση του λόφου, όπου εντοπίζεται το βυζαντινό Διδυμότειχο, υψώνεται το λεγόμενο τζαμί Βαγιαζήτ, ένα από τα πιο μεγαλόπρεπα οθωμανικά τεμένη στον ελλαδικό χώρο. Ιδρυμένο πάνω στο δρόμο που οδηγούσε στην κύρια πύλη του κάστρου αποτέλεσε το κέντρο βάρους της οθωμανικής πόλης που αναπτύχθηκε έξω από αυτό. Σύμφωνα με παραδόσεις που ανάγονται στην εποχή του Τούρκου περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή (16ος αι.), η ανέγερση του άρχισε από τον Σουλτάνο Βαγιαζήτ τον Γιλντιρίμ (Κεραυνό), αλλά δεν ολοκληρώθηκε λόγω των προβλημάτων που η επέλαση των Μογγόλων στη Μικρά Ασία δημιούργησε στα εσωτερικά του κράτους του. Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή που υπάρχει πάνω από την κεντρική είσοδο, την ανέγερση του τεμένους παρήγγειλε ο σουλτάνος Μεχμέτ, γιος του Βαγιαζήτ. Το τέμενος εγκαινιάστηκε το Μάρτιο του 1420. Δεύτερη επιγραφή πάνω από την πλάγια είσοδο μας πληροφορεί ότι την ανοικοδόμηση ανέλαβε ο Kadi του Διδυμοτείχου Seyyid Ali, έκτισε ο Dogan bin Abdullah και μηχανικός ήταν ο Ivaz bin Bayezid. Είναι επομένως κτίσμα του Μεχμέτ Α΄ (1413-1421). Αυτό το χρονικό πλαίσιο δίνει και η δενδροχρονολόγηση (1418). 
Πρόκειται για ένα τετράπλευρο κτίριο με πάχος περιμετρικών τοίχων περί τα 2,50 μ. Τέσσερις ογκώδεις πεσσοί διαμορφώνουν στον εσωτερικό χώρο ένα κεντρικό τετράπλευρο και τέσσερις επιμήκεις χώρους γύρω από αυτό. Δυο σειρές παραθύρων, μια στο ύψος του δαπέδου και μια ψηλότερα, εξασφαλίζουν το φωτισμό του αχανούς χώρου. Η κύρια είσοδος ανοίγεται στη νότια πλευρά. Πλαισιώνεται από ένα εντυπωσιακό πυλώνα που διακόπτει τον στιβαρό και αδιάρθρωτο όγκο της εξωτερικής όψης. Οι πλευρικές είσοδοι ανοίγονται από μια στην ανατολική και δυτική πλευρά. Στη νοτιοανατολική γωνία, ενσωματωμένος στο περίγραμμα του κτιρίου, αλλά με δική του εξωτερική είσοδο, υψώνεται ο κομψός και πανύψηλος μιναρές. Αρχικά είχε έναν εξώστη. Το 1913, όταν οι Τούρκοι ανακατέλαβαν το Διδυμότειχο ξανάκτισαν το ανώτερο τμήμα του μιναρέ που είχε γκρεμιστεί και πρόσθεσαν δεύτερο εξώστη, ψηλότερα από τον πρώτο. 

Είναι κτισμένο με χυτή τοιχοποιία που επενδύεται στα πρόσωπα με πώρινους δόμους σε επιμελημένες ισόδομες σειρές. Στην πρόσοψη συνδυάζεται με χαλαρό σύστημα τοιχοποιίας. Τετράκλινη ξυλοστέγη στεγάζει σήμερα το μνημείο. Η στέγη αυτή προέρχεται από την αλλαγή του αρχικού σχεδίου. Τα στοιχεία της κάτοψης και τα πάχη των τοίχων συνηγορούν για μια θολωτή κάλυψη με δυο κεντρικούς θόλους στον άξονα της εισόδου και από δυο σκαφοειδείς εκατέρωθεν, ενώ οι αναμονές στην πρόσοψη μαρτυρούν για πρόβλεψη προστώου που θα καλύπτονταν από τρεις χαμηλότερους θόλους. Μετά την εγκατάλειψη του αρχικού σχεδίου, πιθανόν λόγω του θανάτου του Σουλτάνου, επιλέχθηκε η ξυλοκατασκευή που εντυπωσιάζει με την τολμηρότητα του σχεδίου και την τεχνική της. Στο εσωτερικό και στον κεντρικό χώρο διαμορφώνεται διακοσμητικός θόλος ο οποίος αποτελείται από μικρές σανίδες, κατάλληλα προσαρμοσμένες μεταξύ τους και αναρτάται από το κεντρικό τμήμα του ξύλινου σκελετού της στέγης. 


Στον νότιο τοίχο, πάνω από το μιχράμπ (ιερό), σώζεται παράσταση στην οποία απεικονίζεται ουράνια πόλη. Η παράσταση εντυπωσιάζει με την κομψότητα των οικοδομημάτων, την ακρίβεια της απόδοσης και την ποικιλία χρωμάτων. Οι υπόλοιποι τοίχοι είναι διακοσμημένοι με καλλιγραφικά γράμματα, ρητά και γνωμικά από το Κοράνι, μικρές προσευχές και επικλήσεις ιερών προσώπων.
Συντάκτης
Σταυρούλα Δαδάκη, αρχαιολόγος